Κατά την είσοδό του στον Hall of Fame Class του 2017 (Photo by Maddie Meyer/Getty Images/Idealimage).

Μια φορά και έναν καιρό όταν ήμουνα παιδί στα μακρινά, πλέον, 80s ο κόσμος ήταν ακόμα αναλογικός. Οι επιλογές λίγες και συγκεκριμένες -δύο κανάλια στην τηλεόραση, ένα τηλέφωνο για όλη την οικογένεια και ίσως και ένα ηλεκτρονικό σε κάθε σπίτι. Όποιος ήθελε να παίξει UFO, έτσι τα λέγαμε τότε, έπρεπε να ρισκάρει – αλλά αυτή είναι μία άλλη συζήτηση.

Και οι ήρωες όμως ήταν διαφορετικοί τότε. Όπως κι ο δικός μου που ήρθε από την Αμερική στην Ελλάδα. Σήμερα τους ήρωες τους βρίσκεις συνήθως στην αίθουσα αναχωρήσεων. Ο δικός ήρωας μου όταν κατέβηκε από το αεροπλάνο έκανε όσους τον περίμεναν να χλωμιάσουν.

Ήταν πιο κοντούλης απ’ ότι τον περίμεναν και τον είχαν φανταστεί – η αναλογική εποχή άφηνε στη φαντασία μεγαλύτερα περιθώρια δράσης.
Το πρόβλημα ήταν ότι αυτός ο κοντούλης είχε επιλέξει να παίξει το άθλημα των ψηλών. Την εποχή εκείνη με τα δύο τηλεοπτικά κανάλια τα αθλητικά έπαιζαν συγκεκριμένες μέρες και ώρες. Τα περίμενες με λαχτάρα και προσμονή.

Με τη φανέλα της Εθνικής ομάδα;ς.

Τότε, λοιπόν, κάθε Σάββατο απόγευμα βλέπαμε μπάσκετ – ελληνικό πρωτάθλημα, πιο νωρίς είχε αγγλικό ποδόσφαιρο και πιο αργά γερμανικό.
Μα όλα τα λεφτά ήταν στο μπάσκετ. Εκείνος ο κοντός τύπος από την Αμερική ήταν μια ομάδα μόνος του και άρχισε να γεμίζει την οθόνη με μαγικά.

Στεκόταν στον αέρα, χόρευε στον αέρα, έσπαγε τη μέση του στον αέρα και έβαζε καμιά 20αρια φορές τη μπάλα στο καλάθι σε κάθε αγώνα.

Και μην πιστέψει κανείς πως μας έπιασε κορόιδα γιατί δεν είχαμε δει άλλους. Παραστάσεις είχαμε, και τι παραστάσεις. Από Σέλτικς και Λέικερς, από Λάρι και Μάτζικ. Κι ο κοντός θα μπορούσε άνετα να παίζει στην Αμερική. Αλλά έπαιζε εδώ. Κι αυτό μόνο καλό ήταν για εμάς!

Αυτός ο τύπος είχε συγκεκριμένες συνήθειες, τις οποίες δεν άλλαζε με τίποτα – στεκόταν στον αέρα, χόρευε στον αέρα, έσπαγε τη μέση του στον αέρα και έβαζε καμιά 20αρια φορές τη μπάλα στο καλάθι σε κάθε αγώνα. Κι όλα αυτά με συνέπεια που δεν περνούσε απαρατήρητη.

Και τα παιδιά την αγαπάνε τη συνέπεια. Κι ας μην το κατανοούν. Μα πιο πολύ αγαπούν τα μαγικά. Κι ο κοντός εκείνος τύπος ήταν αληθινός μάγος. Τα παιδιά -και οι γονείς άλλο που δεν ήθελαν- τον κυνηγούσαν σε όποιο γήπεδο έπαιζε σε όλη τη χώρα. Γιατί καλή η τηλεόραση αλλά ήθελες και να τον αγγίξεις, να δεις αν είναι αληθινός. Και τα γήπεδα γέμιζαν.

Ακόμη και σήμερα παραμένει πολυαγαπημένος (Menelaos Myrillas / SOOC).

Και μετά από μερικά χρόνια ήρθε η ώρα να αλλάξει πίστα ο κοντός εκείνος τύπος που, ξέχασα να σας πω, πως όσο περνούσε ο καιρός γινόταν και καλύτερος. Και τότε άλλαξαν για πάντα και οι Πέμπτες στη ζωή μας. Έγιναν κι αυτές δικές του. Είχε έρθει η ώρα να δείξει σε όλη την Ευρώπη ποιος είναι ο καλύτερος.

Οι δρόμοι ερήμωναν, τα θέατρα έκλειναν, οι οικογένειες μαζεύονταν μπροστά από την τηλεόραση.

Είχε έρθει η ώρα να ενώσει όλη την Ελλάδα. Κανείς πριν από αυτόν και κανείς μετά από αυτόν δεν το κατάφερε. Οι δρόμοι ερήμωναν, τα θέατρα έκλειναν, οι οικογένειες μαζεύονταν μπροστά από την τηλεόραση. Όλοι, μικροί-μεγάλοι, εγγόνια και παππούδες, και φυσικά οι γιαγιάδες. Κυρίως οι γιαγιάδες. Γιατί εκείνες είχαν και ενεργό ρόλο. Έβλεπαν το εγγόνι τους να στεναχωριέται και έμπαιναν στη δράση.

Ξεκινούσαν με ξεμάτιασμα και αν έβλεπαν ότι δεν έπιανε άρχιζαν πιο δραστικές λύσεις. «Να, τώρα θα τους δέσω», έλεγε η δική μου και έπαιρνε μια πετσέτα στα χέρια της και άρχιζε τους κόμπους. Έδενε τα χέρια των αντιπάλων για να κερδίσει ο Άρης του Γκάλη. Ο Άρης του Νικ.

Και κάπως έτσι ένα βράδυ μετά από μια σπουδαία νίκη στη Βαρκελώνη οι δυο αγάπες απέκτησαν κοινό όνομα. Από εκείνο το βράδυ η γιαγιά μου ξαναβαφτίστηκε και το όνομα αυτής ήταν πλέον Νικ. Κι όταν πλέον σήκωνε το τηλέφωνο και δεν άκουγε απ’ την άλλη «Νικ» ήξερε ότι ο εγγονός της είχε σεκλέτια. Όπως τότε που για χάρη του και για χάρη του Νικ έδενε κόμπους στις πετσέτες.

 

Διαβάστε ακόμα: H ομάδα μου στο μπάσκετ – Γιατί αξίζει να είσαι Blazer fan.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top