Είχα ανέβει στη Θεσσαλονίκη για να του πάρω συνέντευξη για το επετειακό τεύχος των επτά χρόνων του συγχωρεμένου πια STATUS. Ως τότε ο Γκάλης είχε ελάχιστες φορές μιλήσει στον Τύπο εκτενώς, η συνέντευξή μας πάντως πήγε μια χαρά, τα είπαμε, τον βρήκα μάλιστα πολύ καλύτερο τού αναμενομένου: άμεσο, ειλικρινή, και ξεκάθαρο.
(Κάποτε μετά, σκεφτόμουνα πως τόσο μεγάλη εμφανή ψυχοσωματική συσπείρωση παρατήρησα –εκ συνόλου 650 και συνεντεύξεων‒ μόνο σε τρεις: σ’ αυτόν, στην παγκόσμια πρωταθλήτρια του σκι Αγγελική Ανδριοπούλου και στον σερ Μαγκντί Γιακούμπ)…
Το ίδιο βράδυ, κατέληξα στο Santé, στη Μητροπόλεως ακόμα τότε. Ο ιδιοκτήτης του και φίλος μου, που ήξερε γιατί είχα βρεθεί στη Θεσσαλονίκη εκείνη τη μέρα, με ρώτησε πάνω στη μπύρα μου: «Πώς σου φάνηκε;». Του είπα, συμπληρώνοντας πως, αν και από τη δημόσια εικόνα του τον τελευταίο καιρό με είχε χάσει, με ξανακέρδισε με την ιδιωτική του, που είδα.
–Γιατί ρωτάς; Εσύ τι λες πάλι;
–Να σου πω: εγώ εδώ έχω έναν μπάρμαν, και είναι φίλοι με τον Νικ. Κι ο Νικ περνάει με τ’ αμάξι και τον παίρνει, και πάνε και παίζουνε μονό συχνά.
–Και;
–Του λέει στα 10 ή κάτι τέτοιο στη σειρά, κι αν βάλεις έστω κι ένα εσύ, κέρδισες.
–Και;
–Ε, δεν του δίνει ποτέ τη μπάλα ν’ αρχίσει εκείνος πρώτος…
–Οπότε, Γιώργο;
–Καλλιτέχνης, παιδί μου, μεγάλος καλλιτέχνης!
–Δηλαδή;
–Δηλαδή, τόσο μεγάλο εγωισμό μόνο οι μεγάλοι καλλιτέχνες έχουνε!
Υ.Γ. Κι αν η ιστορία αυτή, όπως σας τη διηγήθηκα προς τιμήν των φετινών τιμών για τον Νίκο Γκάλη, δεν ισχύει, δεν είναι αληθινή; Ε μπεν, τρόπο μπεν τροβάτα: εμένα μου μοιάζει πιο αληθινή από αληθινή, και το συμπέρασμά της φυσικό, φυσικότατο. Τα ζήσαμε, άλλωστε. Δεν τα ζήσαμε;
Ο Σωτήρης Κακίσης είναι ποιητής.