Για τους παλαιότερους, αυτούς που μας μύησαν στους ήρωες της Κυριακής, κορυφαίοι ήταν ο Κελεσίδης, ο Οικονομόπουλος, ο Σεραφείδης. Η δική μου γενιά άρχισε να καταλαβαίνει πού της πάνε τα τέσσερα στο ποδόσφαιρο, από τα μέσα περίπου του ’80. Τιμημένα, σκληρά χρόνια. Τότε που το ελληνικό ποδόσφαιρο ήταν τσιμέντο, πασατέμπο και ηρωισμός. Καμία ελληνική ομάδα -πλην του Παναθηναϊκού- δεν διανοούνταν κάποια ευρωπαϊκή επιτυχία, η δε Εθνική ομάδα πήγαινε από ήττα σε ήττα, με μικρές αναλαμπές επιτυχίας χάρη στον Αλκέτα Παναγούλια.
Για εμάς, λοιπόν, οι σπουδαίοι τερματοφύλακες ήταν ο Πουπάκης, ο Κωνσταντίνου, ο Σαργκάνης. Ο τελευταίος, όμως, είχε κάτι ιδιαίτερο πάνω του. Από το σκαμμένο πρόσωπό του, τη νευρώδη κορμοστασιά του, τα σαν αίλουρου ρεφλέξ του. Πάνω από όλα, για τον τρόπο που τοποθετούσε τον εαυτό του μέσα και έξω από το γήπεδο. Σε μια εποχή που ο μέσος έλληνας ποδοσφαιριστής μπορούσε να αρθρώσει δύο κουβέντες μετά βίας, ο Σαργκάνης έδειχνε να έχει κατασταλαγμένη άποψη για τα πάντα.
Μικρή προβολή στο μέλλον: από όλους τους παλαίμαχους που συχνά φιλοξενούνται σε αθλητικές εκπομπές ή σε αγώνες για να σχολιάσουν τα τεκταινόμενα, ο Νίκος Σαργκάνης φανέρωνε μια θαυμαστή ταπεινότητα. Δε μιλούσε από καθέδρας, δεν έκανε αναίτιες συγκρίσεις με το ένδοξο τότε και το λιγοστό τώρα. Πάνω από όλα έδειχνε να γνωρίζει τι είδους ποδόσφαιρο παίζεται στις μέρες μας, το παρακολουθούσε, παραδεχόταν το ρεύμα δίχως παρελθοντολαγνεία.
Αυτός ο άνθρωπος, το Φάντομ, ο λόρδος των γκολπόστ έφυγε. Ήσυχα, αθόρυβα, δίνοντας μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας τη δική του μάχη. Είναι από τις λίγες φορές που είδε να περνάει η μπάλα τη γραμμή και μην μπορεί να την αποκρούσει. Ποιος, αυτός που κατάφερε στο ματς με τον ΟΦΗ (επί εποχής Ολυμπιακού) να βγάλει την μπάλα από την εστία του τη στιγμή που όλοι έβλεπαν το γκολ να έρχεται για τους Κρητικούς. Μια φάση που ανήκει στις δέκα καλύτερες που έχουν συμβεί σε ελληνικό γήπεδο από τη στιγμή που παίχτηκε ποδόσφαιρο στα μέρη μας.
Ο Σαργκάνης κατάφερε να κάνει την… άχαρη θέση του τερματοφύλακα να φαίνεται και να είναι ουσιαστική. Το γεγονός ότι, ενώ αγωνίστηκε με τη φανέλα και των δύο αιώνιων, κι όμως έχαιρε της έκτιμησης όλων, δείχνει τι είδους άνθρωπος ήταν. Τίμιος, ήρεμος, δίχως φωνασκίες και περιττά οπαδιλίκια. Έκανε τη δουλειά του πάντα όπως ήξερε καλύτερα. Και, ναι, την ήξερε πολύ καλά.
Το Φάντομ, ακόμη και στις τελευταίες πτήσεις του, επί εποχής Αθηναϊκού, ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή. Δεν εκβίασε τη θέση του στην 11άδα, δεν έπαιζε στηριζόμενος στα κλέη του παρελθόντος. Η εργατικότητά του αποδείχθηκε περίτρανα έως τις τελευταίες του στιγμές στο χορτάρι.
Για εμάς, λοιπόν, που μεγαλώσαμε το ’80, η απώλεια του Νίκου Σαργκάνη είναι μεγάλη. Είναι ο άνθρωπος που μας επέτρεψε την επόμενη ημέρα του αγώνα με τη Δανία να πάμε στο σχολείο με ψηλά το κεφάλι. Οι δικές του αποκρούσεις είχαν κάνει τη γαλανόλευκη να μοιάζει άτρωτη. Ξεκοκαλίζαμε τις αθλητικές εφημερίδες την επομένη του αγώνα για να θαυμάσουμε τα κατορθώματά του γραμμένα από τους μεγάλους της αθλητικής δημοσιογραφίας. Ήταν ιερές εκείνες οι στιγμές και ο «ηλίθιος» ο χάρος δεν μπορεί να μας τις κλέψει.
Από τη μέρα που πέθανε ο Νίκος Σαργκάνης έχουν γραφτεί τα πάντα για την καριέρα του, τις επιτυχίες του, την επίδραση που είχε στο άθλημα εκείνη την εποχή. Καιρός να γραφτεί και η επίδραση που είχε στα νέα παιδιά εκείνης της εποχής. Όπως είχε ο Σαραβάκος, ο Αναστόπουλος, ο Μαύρος. Παίκτες μιας άλλης κλάσης που σήμερα μοιάζει μουσειακή, αλλά κρύβει μέσα της μπόλικο ταλέντο, χαμένες ευκαιρίες και δόξα που δεν χάθηκε με τα χρόνια.
Οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Νίκο Σαργκάνη που υπήρξε και που έκανε αυτά που έκανε μέσα στο γήπεδο. Αυτές οι εικόνες είναι αποτυπωμένες μέσα μας και είναι συνώνυμες μιας εφηβείας που παλλόταν από ενθουσιασμό.
Διαβάστε ακόμα: Ποιος Βινίσιους; Ο Ρόδρι αγκάλιασε τη «Χρυσή Μπάλα»!