Το σκοτεινό πεπρωμένο του 007. Μετά από αυτή την ταινία, τίποτα δεν θα είναι πια ίδιο.

Η 25η ταινία του κορυφαίου σύγχρονου ανδρικού ήρωα ξεκινά χωρίς τον 007 στην οθόνη αλλά με το πρόσωπο – κλειδί της Μαντλέν Σουάν, σε παιδική ηλικία. Πρόκειται για μια αληθινά τρομακτική ανάμνηση από το παρελθόν, που σε προϊδεάζει ότι η ταινία αυτή δεν θα μοιάζει με τις άλλες. Το πόσο διαφορετική θα είναι όμως στο τέλος, αδυνατείς δυστυχώς να το ψυχανεμιστείς.

Πηγαίνεις σαν πρόβατο επί σφαγή, καθώς την μαστόρικη, δυσοίωνη εισαγωγή διαδέχεται μια ονειρεμένη ανάδυση της ποθητής Λεά Σεϊντού από τα βαθυγάλανα νερά της μεσογείου και ένα πλάνο στον Τζέημς Μποντ με σοφιστικέ γυαλί ηλίου, βγαλμένο θαρρείς από την ωραιότερη διαφήμιση αρώματος: Μια υπόσχεση αυτοπεποίθησης, αρρενωπότητας, τόσο δα μυστηρίου, και εν τέλει, αιωνιότητας. Τί φενάκη! Κι όμως, είναι η πρώτη μόλις γεύση από την αριστοτεχνική εισαγωγή ως το ζενερίκ όπου πέφτει το τραγούδι των τίτλων.

Ο Ντάνιελ Κρεγκ έχει ωριμάσει και γλυκάνει. Ξεπροβάλλει στην Ιταλία, με σοφιστικέ γυαλί ηλίου, απαλλαγμένος από την «καγκουριά» των πρώτων εμφανίσεων του στο ρόλο του 007.

Την πρώτη γεύση διαδέχεται μια σειρά σεκάνς στην Ιταλία, που αγγίζουν τα όρια της τζεημσμποντικής τελειότητας: Ο πρώην άχαρος, «μπετονένιος» Ντάνιελ Κρεγκ έχει ωριμάσει και γλυκάνει και αποπνέει γνήσια μποντική γοητεία βγαλμένη σχεδόν από τα κατάστιχα του Σων Κόνερι. Είναι απόλαυση να τον χαζεύεις έτσι όπως δείχνει ώριμος και κατασταλαγμένος, απαλλαγμένος από την «καγκουριά» των πρώτων εμφανίσεων του στο ρόλο του 007. Το κουρασμένο βλέμμα του, το ελαφρώς γερασμένο δέρμα του, η μεστή εκφορά του λόγου του δείχνουν έναν άνδρα έμπειρο που αποκτά μια νέα, παράξενη φίλη: τη φθορά.

Από εδώ το άλτερ έγκο μου (μια θηλυκή 007) και από εκεί το αίσθημά μου (η επιστροφή της Μαντλέν Σουάν).

Ο Μποντ της εισαγωγής είναι περπατημένος αλλά αντέχει ακόμα. Είναι σίγουρος. Καθώς η βίντατζ Aston Martin του γλιστράει στα βουνά δίπλα στη θάλασσα της Αδριατικής, η Μαντλέν (Lea Seydoux) ακουμπά στον ώμο του και του λέει γουργουριστά να οδηγήσει πιο γρήγορα. «Δεν χρειάζεται να βιαστούμε» της απαντά ο υπεράνω, ο τεράστιος και χαλαρός γάτος Τζέημς Μποντ: «έχουμε όλον τον καιρό του κόσμου»… Και με το κλείσιμο αυτό του ματιού στο On Her Majesty’s Secret Service, την πιο παραγνωρισμένη ταινία 007, πέφτουν οι νότες του τραγουδιού του Λούις Άρμστρονγκ από το σάουντρακ: «We Have All The Time In the World»…

Είναι ίσως το ομορφότερο από τα πολλά καλά τραγούδια της εποποιίας του 007. Γιατί όμως ακούγεται τώρα, θυμίζοντας μας το θάνατο της Τρέησι Ντράκο, της πρώτης και μόνης συζύγου του 007 σε εκείνη την σχεδόν ξεχασμένη ταινία; Μήπως είναι ένας ακόμα παράξενος οιωνός; Η σκοτεινή σκέψη φτερουγίζει γρήγορα μακριά, καθώς ο Τζέημς χαϊδεύει τη γυμνή πλάτη της Γαλλίδας στο κομψό δωμάτιο του ξενοδοχείου τους, στη γραφική Matera.

Με το ξεκίνημα, βυθίζεσαι λίγο πιο βαθιά στην πολυθρόνα και λες, εδώ είμαστε, πάμε να απολαύσουμε μια ταινιάρα του αγαπημένου μας ήρωα, ανύποπτος γι αυτό που σε περιμένει…

Πλέον, έχεις μπει για τα καλά στην ταινία, και ρουφάς τις σκηνές στην ιταλική καστροπολιτεία του νότου, που εναλλάσσουν κοσμοπολίτικο στυλ και «τραγανό» πιστολίδι. Βυθίζεσαι λίγο πιο βαθιά στην πολυθρόνα και λες, εδώ είμαστε, πάμε να απολαύσουμε μια ταινιάρα του αγαπημένου μας ήρωα, ανύποπτος -μακάριος θα λέγαμε- γι αυτό που σε περιμένει στο φινάλε.

Με τον παλιόφιλο του εκ CIA, Φίλιξ Λάητερ, καθώς τα πίνουν στη Τζαμάικα.

Ακολουθούν δυο ώρες πυκνής δράσης, που ενώ είναι άψογα καδραρισμένες και μονταρισμένες δεν γίνεται να προσπεράσεις εντελώς την αναληθοφάνεια, τα κλισέ και τα κενά τους. Αν η ταινία είχε τα παραδοσιακά στοιχεία αυτοπαρωδίας των κλασικών ταινιών Τζέιμς Μποντ, αυτό δεν θα πείραζε. Τώρα όμως που προσπαθεί να δώσει επιπλέον gravitas και βάθος σκηνοθετικό (υπογράφει ο Cary Joji Fukunaga), κάνοντας τη κάτι σαν υπαρξιακό δράμα για τον χαμένο χρόνο, η αδυναμία του σεναρίου (των Fukunaga, Neal Purvis, Robert Wade και Phoebe Waller-Bridge) αποκαλύπτεται.

Χαλάλι όμως τα όποια κενά. Τόσα χρόνια περιμέναμε την επιστροφή του 007 και φαίνεται ότι θέλει να μας αποζημιώσει. Τον ακολουθούμε λαίμαργα καθώς οι κακοί πέφτουν σαν τις μύγες και η υπόθεση κάνει δρασκελιές από την Τζαμάϊκα στην Κούβα και από τη Νορβηγία στο Λονδίνο. Η χορογραφία της δράσης είναι απολαυστική, με κορυφαία τη σκηνή του πάρτι στην Αβάνα, μια Μποντ σεκάνς ανθολογίας, δοσμένη με μπρίο και χιούμορ. Εκεί όπου ξεχωρίζει ένα εξαιρετικό Bond girl στο πρόσωπο της Άννα ντε Άρμας, το κορίτσι με την τσαχπινιά που σκοτώνει, και που καταφέρνει να βάλει τα γυαλιά στον Μποντ χωρίς στιγμή να τραυματίσει τον εγωισμό του. (Βασικά, η ντε Άρμας έχει περισσότερη χημεία με τον Κρεγκ και απ’ότι η ίδια η Σεϊντού).

Το σύνολο δένει η αριστοτεχνική μουσική του Hans Zimmer που λειτουργεί σαν αόρατος μαέστρος σε κάθε σεναριακή κορύφωση, χωρίς ποτέ να εκβιάζει το συναίσθημα.

Σπινιάρισμα και των… γονέων στη γραφική Matera της Ιταλίας.

Το τσαλάκωμα του Μποντ προσπαθεί να πετύχει λίγο πιο σκληρά η Lashana Lynch στο ρόλο της νεας… 007 (!). Είναι τόσο εξόφθαλμη η «τρολιά» αυτή στον παλαιό μποντισμό (γυναίκα, μαύρη και με τον σεπτό κωδικό 007) που την υποδέχεσαι με πλατύ χαμόγελο. Touché! Στους υπόλοιπους ρόλους, Moneypenny και Q παραμένουν όπως τους θυμάστε από τις προηγούμενες ταινίες με τον Κρεγκ, ο Μ είναι πληκτικός και ανέμπνευστος (μας λείπει η Judy Dench), όσο για τον Ράμι Μάλεκ στο ρόλο του αρχι-κακού, είναι επιεικώς μέτριος, αφού θυμίζει ένα ποτ πουρί από προηγούμενους κακούς. Άσε που δεν καταλαβαίνουμε ποτέ γιατί θέλει να καταστρέψει τον κόσμο.

Η ταινία καταφέρνει να μοιάζει με ριμέικ του χορταστικού Skyfall και ταυτόχρονα να αποτελεί το sequel του αδύναμου Spectre.

Εκτός από τη σφιχτή διανομή των ρόλων, την στυλάτη διεύθυνση φωτογραφίας και το μοντέρνο μοντάζ (μεγαλόθυμο, πανοραμικό, όχι βιντεοκλιπίστικο), το σύνολο δένει η αριστοτεχνική μουσική του Hans Zimmer που λειτουργεί σαν αόρατος μαέστρος σε κάθε γύρισμα της πλοκής και βέβαια στις σεναριακές κορυφώσεις, χωρίς ποτέ να «μπουκώνει» το έργο ή να εκβιάζει το συναίσθημα. Τότε λοιπόν ποιο είναι το πρόβλημα, θα ρωτήσετε. Κάντε λίγη υπομονή και θα τα πούμε όλα (όχι όλα, δεν κάνουμε spoilers) λίγο παρακάτω.

Από δράση άλλο τίποτα. Είναι το μόνο που δεν θα σας λείψει.

Καθώς ξεδιπλώνεται, με τα καλά της και τα κακά της, η ταινία καταφέρνει να μοιάζει με ριμέικ του χορταστικού Skyfall και ταυτόχρονα να αποτελεί το sequel του αδύναμου Spectre. Ειδικά η επάνοδος του Κρίστοφερ Γουάλτζ στο ρόλο του Μπλόφελντ και η επιμονή των δημιουργών στο πρόσωπο της Μαντλέν ως Λυδία λίθο της ταινίας, σε βάζει σε νέες υποψίες ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα κλείσιμο λογαριασμών που κινδυνεύει να αποδειχθεί ανεπανόρθωτο. Και στο τέλος, οι φόβοι αυτοί επιβεβαιώνονται.

Major spoilers είπαμε ότι δεν κάνουμε, αλλά δεν θα διστάσουμε να πούμε απερίφραστα ότι αυτό που τελικά συμβαίνει στο No Time To Die υπερβαίνει την απλή σεναριακή επιλογή μιας ταινίας και προσβάλλει αμετάκλητα τον σκληρό πυρήνα του τζεημσμποντισμού. Του ήρωα που εμπνεύστηκε ο Ίαν Φλέμινγκ, που ζωντάνεψε ο Σων Κόνερι υπό την μπαγκέτα του σκηνοθέτη Τέρενς Γιάνγκ και αποθέωσε με το όραμα του ο Άλμπερτ Μπρόκολι, ο παραγωγός που έδωσε την επιπλέον ευζωιστική – χιουμοριστική ώθηση στον ήρωα (σαμπάνιες, έξτρα γκάτζετ κλπ).

Αυτό που τελικά συμβαίνει στο No Time To Die υπερβαίνει την απλή σεναριακή επιλογή μιας ταινίας και αγγίζει τον σκληρό πυρήνα του τζεημσμποντισμού.

Αξίζει να διαβάσετε το άρθρο αυτό για τις αρχές και τις αξίες του αυθεντικού Μποντισμού. Εμείς απλά να θυμίσουμε αυτό που κάποτε ήταν αυτονόητο στο Bond community, ότι οι καλοί αυτοί άνθρωποι (Φλέμινγκ, Κόνερι, Γιανγκ και Μπρόκολι) δημιούργησαν έναν νέου τύπου ήρωα, έναν γοητευτικό κατάσκοπο με χιούμορ και στυλ, που ήξερε από κρασιά και μπορούσε να σκοτώνει χωρίς να τσαλακώνει το σμόκιν του. Σε αυτή την αντίφαση στηρίζεται ο ήρωας, τί να κάνουμε τώρα; Ένας ήρωας που γαλούχησε γενιές ανδρών. Ήταν ο ήρωας και ο «αρχηγός» μας. Ήταν.

Οι ρωγμές στο εποικοδόμημα αυτό του υψηλού μποντισμού, του κλασικού πλέον σινεμά και του παλιομοδίτικου ανδρισμού, είχαν φανεί -έντονα μάλιστα- από την πρώτη εμφάνιση του εξαιρετικού μεν ηθοποιού αλλά ακατάλληλου για τον σεπτό ρόλο του 007, Ντάνιελ Κρεγκ, στο Casino Royale. Ήταν ένα προξενιό που αναγκαστικά το δεχτήκαμε. Έκτοτε ο χαρακτήρας καλώς ή κακώς επαναπροσδιορίστηκε, και παρά τις αντιδράσεις ορισμένων (και ημών), έλαβε την ψήφο εμπιστοσύνης του κοινού. Μπορεί ο Μποντ που είχαμε τα τελευταία 15 χρόνια να μην ήταν ο αρχετυπικός Μποντ, αλλά διάολε, ήταν ο Μποντ. Ο άνθρωπος μας. Και μπορούσε θεωρητικά να επανέλθει μελλοντικά στις ιδρυτικές αρχές του.

Ένα υπέροχο Bond girl από την Άνα ντε Άρμας. Σύχρονο τσαγανό, μαζί με τσαχπινιά από τα παλιά. Chapeau.

Σήμερα όμως η Μπάρμπαρα Μπρόκολι, η κόρη του ιστορικού παραγωγού, μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό της Μαικλ Ουίλσον, έρχονται και γκρεμίζουν όλο αυτό το οικοδόμημα. Μάλιστα. Αφού θυσίασαν το ένα μετά το άλλο τα δομικά του στοιχεία, από τη γνώση του στο κρασί μέχρι το βρετανικό του χιούμορ, τώρα του δίνουν την τελική σπρωξιά. (Το πως, θα το δείτε στην οθόνη). Για σταθείτε όμως. Μπορεί τα δικαιώματα των ταινιών να τους ανήκουν, αλλά δεν έχουν δικαίωμα να καταδικάσουν κάτι που είναι μεγαλύτερο από αυτούς. Έναν ήρωα που δεν είναι απλά χαρακτήρας αλλά το βασικό κομμάτι μιας μυθολογίας. Ο Μποντ τους ξεπερνά, και αυτό θα όφειλαν να το σεβαστούν.

Τους μύθους μπορούμε να τους επανερμηνεύσουμε, αλλά είναι ύβρις να τους μηδενίσουμε. Μόνο ένας ψυχαναλυτής θα ήξερε ίσως να μας πει τι απωθημένα έχουν τα αδέλφια Μπρόκολι – Ουίλσον με τον πατέρα τους που συνδημιούργησε τον μύθο του Μποντ, ώστε να θέλουν να τον γκρεμίσουν.

Αφού οι παραγωγοί θυσίασαν το ένα μετά το άλλο τα δομικά στοιχεία του ήρωα, από τη γνώση του στο κρασί μέχρι το βρετανικό του χιούμορ, τώρα του δίνουν την τελική σπρωξιά.

Ντάνιελ Κρεγκ και Μπάρμπαρα Μπρόκολι: Μια σχέση που αποδεικνύεται ολέθρια για το μέλλον του 007.

Ερωτώ κυρία Μπρόκολι, τι θα πω στον γιο μου όταν πάμε την Κυριακή να δούμε την ταινία και μόλις ανάψουν τα φώτα γυρίσει να με κοιτάξει με γουρλωμένα μάτια; Και πώς θα μεταλαμπαδεύσει ο μικρός τον πυρσό του ευγενούς τζεημσμποντισμού στο δικό του παιδί όταν εσείς κυρία Μπρόκολι έχετε αδειάσει το καντήλι του ήρωα μας;

Τα πράγματα είναι σοβαρά. Και αν νομίζετε ότι υπερβάλλω, δείτε την ταινία και θα καταλάβετε ότι είμαι… επιεικής (!). Μπορεί το No Time to Die να είναι μια χορταστική περιπέτεια, και ένας εντυπωσιακός φόρος τιμής στον Ντάνιελ Κρεγκ που αποχωρεί. Αλλά το ιερόσυλο τέλος της ταινίας, δεν τιμά τον Τζέημς Μποντ. Ο Κρεγκ είναι ο ηθοποιός. Ο Μποντ ήταν ο θεσμός. Από σήμερα, ο βέρος Μποντισμός θρηνεί.

 

 

Διαβάστε ακόμα, Κίμων Φραγκάκης: Όσα μου έμαθε ο Σων Κόνερι.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top