Άραγε τι σου ξυπνάει περισσότερο μια ρομαντική ανάμνηση; Μια μυρωδιά ή μια μελωδία; Το τελευταίο, είμαι σίγουρος, παρόλο που η καρδιά μου σφίγγεται κάθε φορά που με προσπερνάει μια αιθέρια ύπαρξη αφήνοντας πίσω της μια εσάνς από Chanel No 5, το άρωμα που έχω συνδέσει με την πρώτη μου αγάπη στη δεκαετία του ’50.
Οι μελωδίες και οι στίχοι είναι αχτύπητος συνδυασμός για βαρεμένους νοσταλγικούς σαν εμένα. Για την ακρίβεια, είναι το ίδιο θανατηφόρος με το αριστερό κροσέ του Ρέι Ρόμπινσον, του αυθεντικού Sugar Ray, ο οποίος τη δεκαετία του ’40, του ’50 και του ’60, μετέτρεψε ένα βάρβαρο σπορ σε επιστήμη.
Αγόρασα πριν από μια 5ετία ένα βιβλίο με όλους τους στίχους του Τζόνι Μέρσερ, συμπληρώνοντας τη συλλογή μου με τα αντίστοιχα των Κόουλ Πόρτερ, Ίρβινγκ Μπερλίν, Λόρεντζ Χαρτ και Όσκαρ Χάμερσταϊν. Ο Μέρσερ δεν είναι τόσο γνωστός όσο ο Πόρτερ και ο Γκέρσουιν, ήταν όμως πολύ πιο δημιουργικός και ξεπέρασε τους περισσότερους από τους διάσημους συναδέλφους του. Αγοράζω αυτά τα βιβλία επειδή μου θυμίζουν τα νιάτα μου και τα κορίτσια με τα οποία έβγαινα. Τόσο απλά.
Κάθε μελωδία κι ένα κορίτσι. Και μια εποχή. Πάρτε για παράδειγμα, το τραγούδι του Μέρσερ «In the cool, cool, cool of the evening». Πήγαινα σχολείο, ένιωθα απελπισμένος και οι γονείς μου με πήγαν έξω για φαγητό, σε ένα εστιατόριο στο Κονέκτικατ. Μια κοπέλα, 17-18 χρόνων, χόρευε αυτό το τραγούδι. Ήμουν 15 ετών και την ερωτεύθηκα παράφορα. Δεν μου έριξε ποτέ ούτε ματιά, αλλά η ανάμνησή της έμεινε για πάντα. Κάθε φορά λοιπόν που ακούω αυτούς τους στίχους, γίνομαι πάλι 15 χρόνων και βρίσκομαι σε ένα όμορφο εστιατόριο να χαζεύω το φοξ-τροτ της Ντέιζι Μπιουκάναν.
«And the angels sing»… Το πιο «χαμελεοντικό» τραγούδι του Μέρσερ. Εμένα όμως μου θυμίζει πάντα μόνο ένα πράγμα: Juan Les Pins, 1952, Μέρι. Εκείνη 18, εγώ 16. Ήταν η πρώτη μου φορά στη Νότια Γαλλία, αλλά και η πρώτη φορά που… άνοιξε η τύχη μου. Ο Μέρσερ μπορεί να μην ήταν το ίδιο πνευματώδης με τον Πόρτερ ή τον Χαρτ, ήξερε όμως πώς να ενσωματώσει τη γλώσσα και το πνεύμα της εποχής σε ένα στίχο.
«Jeepers creepers! Where’d ya get those peepers?» Αυτός ο στίχος έδινε όλο το κλίμα της αισιόδοξης Αμερικής και του νέγρικου τζάιβ που είχε αρχίσει να ξεπροβάλει. Ήταν επίσης ο μάστερ της… προοικονομίας, με τα «Laura» και «Autumn Leaves» να είναι τα καλύτερα παραδείγματα. Το τελευταίο μου προκαλούσε άμεση κατάθλιψη. Το καλοκαίρι τελείωνε και το φθινόπωρο σήμαινε μόνο ένα πράγμα: επιστροφή στο οικοτροφείο.
Υπήρχαν όμως κι άλλα τραγούδια που μου μετέδιδαν απερίγραπτη ευτυχία. Το «That old black magic», που το τραγουδούσε ο Μπίλι Ντάνιελς, αναφερόταν στον έρωτα του Μέρσερ για την Τζούντι Γκάρλαντ, ενώ άφηνε και πονηρές αιχμές για τις ερωτικές προτιμήσεις της. Για μένα όμως σηματοδότησε την πρώτη φορά που ήμουν ελεύθερος να πιω, σε ένα νυχτερινό κλαμπ της Νέας Υόρκης, αλλά και ένα ελευθέρων ηθών ξανθό μοντέλο που πήγε μαζί μου μια φορά επειδή της είπα ότι ήμουν 30 ετών και τρελά πλούσιος.
Ο Μέρσερ συνεργάστηκε επιτυχημένα με τον μεγάλο ήρωά μου, τον Χόγκι Καρμάικλ, έναν τζαζίστα από την Ιντιάνα, με τη γυναίκα του οποίου, τη Ρίτα, υπήρξα τρελά ερωτευμένος. Τη γνώρισα στα 20 μου, στο Miami Beach, όπου περνούσε τον καιρό της περιμένοντας να βγει το διαζύγιό της από τον Χόγκι. «Γιατί θέλετε να χωρίσετε έναν άνδρα τη μουσική του οποίου θέλεις να ακούς ασταμάτητα;» τη ρώτησα. Μου είπε ότι δεν θα καταλάβαινα, αφού ήμουν μικρό παιδί. Ήταν μισή Ινδιάνα και τόσο σέξι που όταν με κοιτούσε δεν μπορούσα να παίξω τένις. Δεν την ξαναείδα μετά από εκείνον τον υπέροχο χειμώνα του ’56 στο Μαϊάμι, αλλά κάθε φορά που ακούω τον Χόγκι να παίζει πιάνο, τη σκέφτομαι και υποφέρω τρελά.
Απευθύνομαι λοιπόν σε όλους τους ρομαντικούς του κόσμου. Σταματήστε να ακούτε αυτούς τους «ήχους βουβουζέλας» – έτσι λέω εγώ την κακοφωνία που οι νέοι ονομάζουν ποπ μουσική. Δεν έχουν μελωδία, ερωτισμό, ρυθμό. Δεν μπορούν να σου φέρουν ρίγη, να σε κάνουν να νιώσεις αγάπη… τίποτις! Κυρίως όμως, με ενοχλεί που σε αποκόπτουν από την αγάπη και από εκείνο το «χαμένο κορίτσι» του παρελθόντος μας. Τι είδους κορίτσι θα ήταν αυτό αν στο θυμίζει ο «θόρυβος» του Μικ Τζάγκερ; Ή ένα τραγούδι του κακόγουστου Τζον Λένον; Η μουσική, για μένα, σταμάτησε όταν εμφανίστηκαν οι Beatles, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 – όπως σταματά και η νοσταλγία μου για οτιδήποτε μετά από εκείνη την εποχή.
Βάλτε να παίζει το «On the Atchison, Topeka and the Santa Fe», το «Blues in the Night», το «One for My Baby», το «Come Rain or Come Shine» και άλλα υπέροχα τραγούδια του ’40 και του ’50, και όλα τα κορίτσια που ερωτευθήκατε ποτέ θα ζωντανέψουν μπροστά σας, φρέσκα και δροσερά όπως τότε. Πιστέψτε με.
Η νοσταλγία είναι το τελειότερο κολπάκι για να μη γεράσεις. Σε πάει στη Σάνγκρι-Λα, σε αφήνει να ταξιδέψεις όπου θέλεις. Κι αν κάποιοι από εσάς είστε νεότεροί μου –οι περισσότεροι δηλαδή–, τότε βάλτε τη φαντασία σας να δουλέψει και βυθιστείτε στους στίχους του Τζόνι Μέρσερ. Καλή επιτυχία.
Διαβάστε ακόμα – Sir Taki: Πώς να οδηγήσετε μια γυναίκα στην απιστία διά της αποπλάνησης.