Θα υπάρξουν εκείνοι που θα πουν ότι επρόκειτο για μια φανφαρόνικη με μπόλικο δήθεν συναισθηματισμό εκδήλωση, αλλά εγώ θα επιμείνω ότι η πιο σημαδιακή στιγμή του πολυσυζητημένου debate των πολιτικών αρχηγών που διεκδικούν την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν όταν και οι πέντε τους, με πρωτοβουλία της πράσινης υποψήφιας, σήκωσαν ψηλά και κράτησαν στα χέρια τους, στο τέλος της μάλλον πλαδαρής κατά τα άλλα αναμέτρησής τους, το πανώ Bring back our girls –Φέρτε πίσω τα κορίτσια μας!
Απτή απόδειξη του ότι οι πολίτες των κρατών που έχουν συσπειρωθεί υπό την σκέπη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκθύμως αντιδρούν πλέον στα διεθνή γεγονότα, ασκώντας πίεση στους λογής λογής κυβερνητικούς ταγούς προκειμένου να δράσουν ακόμα και σε καταστάσεις στις οποίες δεν εμπλέκεται το εθνικό συμφέρον. Όπως πολύ σωστά έχει επισημάνει ο Τζεφ Μάλγκαν στο δοκίμιό του για την «Αλληλένδεση» (Καστανιώτης: Αθήνα 2002, Σειρά Εξέλιξη και κοινωνικές επιστήμες) «Στην πράξη όλα τα διεθνή γεγονότα γίνονται τμήματα της εσωτερικής πολιτικής σε πολλές διαφορετικές (ευρωπαϊκές) χώρες. Αντίστοιχα, σε θέματα περιβαλλοντικής πολιτικής ή επιστημονικής έρευνας, δεν υπάρχει πλέον ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ εσωτερικών και διεθνών ζητημάτων και οι συνταγματολόγοι δέχονται ολοένα και ισχυρότερες πιέσεις για να περιγράψουν πού αρχίζει και πού τελειώνει η εθνική κυριαρχία.»
Αυτό ακριβώς είναι το νέο που κομίζει ο καινοφανής πολιτικός σχηματισμός της Ενωμένης Ευρώπης (ως κατ’ εξοχήν «μετανεωτερικό» δημιούργημα το βλέπει με τη σειρά του ο Μάλγκαν, αλλ’ εγώ θα το έβλεπα και ως άμεσα συνδεδεμένο με τις αρχές της ανοιχτής Αθηναϊκής κοινωνίας). Ευρώπη των λαών (και της αλληλεγγύης) διεκδικούν οι μεν, Ευρώπη των μονοπωλίων (και της τραπεζοκρατίας) καταγγέλλουν οι άλλοι.
Παραγνωρίζουν, πιστεύω, αμφότεροι το κύριο γνώρισμα του ευρύχωρου «σπιτιού» μας, όπως το θέλουν οι πρώτοι ή του στενόχωρου «κατέργου» -εργοταξίου εκμετάλλευσης, όπως το θέλουν οι δεύτεροι. Που είναι η «αντανάκλαση», σύμφωνα με το σκεπτικό πάντα του Μάλγκαν, της λογικής ενός μετα-πυρηνικού, συνδεδεμένου κόσμου, καθώς και της έκπτωσης των πάλαι ποτέ κραταιών συλλογικοτήτων του έθνους, της κοινωνικής τάξης και της φυλής. Πρωτεύει πλέον η ρηξικέλευθη –ιστορικά μιλώντας– αντίληψη πως, εκχωρώντας κυριαρχία, έχουμε περισσότερα να κερδίσουμε παρά να χάσουμε. Δημιουργώντας δομές που προάγουν αμοιβαία συμφέροντα, καρπωνόμαστε περισσότερα απ’ ό,τι όταν προσπαθούμε να μεγιστοποιήσουμε τη (μικρή ή μεγάλη) δύναμή μας.
Διαβάστε ακόμα: Πώς η «κακή» παγκοσμιοποίηση ωφελεί σοβαρά την αλληλεγγύη
Είναι μια νέα, σαφώς ευοίωνη τάξη πραγμάτων που στηρίζεται στην προϊούσα πληροφοριακή / γνωστική οργάνωση της ζωής των Ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι όλο και πιο πολύ εμπιστεύονται τις συνεξελικτικές διαδικασίες. Απόηχοι εδώ του κηρύγματος του Γκάντι για την υπεροπλία της μη βίας –όχι κατ’ ανάγκην της συναδέλφωσης, αλλ’ απαραιτήτως πάντως της ειρηνικής διεκδίκησης των αναφαίρετων δικαιωμάτων μας, διεκδίκηση που μπορεί να συμπλέει άλλωστε με την επιδίωξη της ευημερίας και της προκοπής των άλλων.
Απόηχος επίσης της τόσο παρήγορης διαπίστωσης του πολιτειολόγου Ρόμπερτ Άξελροντ πως «στα παιχνίδια μηδενικού αθροίσματος, όπου είτε τα κερδίζεις είτε τα χάνεις όλα, προσπαθείς κατά κανόνα να κρύψεις τη στρατηγική σου. Σε άλλα όμως παιχνίδια που δεν έχουν τον ίδιο χαρακτήρα συμφέρει να δείξεις τα χαρτιά σου και ν’ ανακοινώσεις δημοσίως τη στρατηγική σου, ώστε οι υπόλοιποι παίκτες να προσαρμοστούν σ’ αυτήν.»
Απόηχος, τέλος, επίσης, στα δικά μου τ’ αφτιά τουλάχιστον, του εμπνευσμένου Επιταφίου λόγου του Περικλή: «Η πόλη μας είναι φιλόξενη για όλους και δεν υπάρχει σ’ εμάς νόμος ξενηλασίας που να εμποδίζει τον ξένο να μάθει ή να δει πράγματα που θα μπορούσαν, αν δεν ήταν κρυφά, να ωφελήσουν τους εχθρούς μας… Και τούτο επειδή πιστεύουμε περισσότερο στην αξία μας παρά σε μυστικές προετοιμασίες και στρατηγήματα.»
Ασφαλώς και δεν πρόκειται τώρα ν’ αμφισβητήσω το ότι στο πλαίσιο του καινοτόμου Ευρωπαϊκού σχηματισμού δεν άργησαν να εκδηλωθούν –και να κορυφωθούν μάλιστα στις μέρες μας–ανοίκειες ηγεμονικές φιλοδοξίες, καθώς και ανάρμοστες συγκεντρωτικές στρεβλώσεις. (Πιθανόν, οι υπεροπτικές και φίλαρχες αυτές στρατηγικές, καθώς και οι ποικίλες γραφειοκρατικές αγκυλώσεις να εξηγούν, εν μέρει τουλάχιστον, και την άνοδο του λεγομένου Ευρωσκεπτικισμού. Σίγουρα όμως σ’ αυτές τις παλιομοδίτικες και αταίριαστες με τα σημερινά δεδομένα καταστάσεις θα πρέπει ν’ αποδοθεί και η αύξουσα αδιαφορία και απάθεια των νεότερων για τα Ευρωπαϊκά «πολιτικά» πράγματα.) Ας μην ξεχνάμε δε και την τόσο εύστοχη αυτοκριτική παρατήρηση του Λένιν: Ένα βήμα μπρος, δυό βήματα πίσω.
Ωστόσο, στη δική μας τουλάχιστον την περίπτωση, είναι τόσο θαρραλέα και αποφασιστικά τα βήματα που κάναμε μπροστά, που οι αναπόφευκτες οπισθοδρομήσεις μετρούν, τελικά, πολύ λιγότερο. Οι Ευρωσκεπτικιστές πάσης φύσεως ας φάνε επιτέλους τα λυσσακά τους. Είτε θα δηλητηριαστούν από μόνοι τους, καταπίνοντας το φαρμάκι της μισαλλοδοξίας, είτε, απομονωμένοι από τη νέα συνεργατική κυψέλη που στήνεται, θα βγάλουν ο ένας τα μάτια του άλλου.
Το βέβαιο, πάντως, είναι πως οι νεόετερες γενιές δεν πρόκειται να χαραμίσουν τις ευκαιρίες για όλο και πιο δημιουργικές και απολαυστικές διασυνδέσεις που τους προσφέρουν, στην καθημερινή/ πρακτική τους ζωή όσο και στην εικονική, οι ολοένα και πιο στενές θεσμικές επαφές των διαφόρων Ευρωπαϊκών περιφερειών και κοινοτήτων. Αφήνοντας πλέον πίσω τους για τα καλά τα διαχωριστικά φαντάσματα του παρελθόντος: πατρίς, θρησκεία, οικογένεια.
Διαβάστε ακόμα: Ο Αρίστος Δοξιάδης και οι άνθρωποι που θα μας σπρώξουνε μπροστά