Σιωπηλοί μάρτυρες. Μια καρέκλα, μια κιθάρα, ένα παλιό τηλέφωνο από βακελίτη: Στο σπίτι του Λέοναρντ Κοέν στην Ύδρα. (Φωτογραφία: Costas Picadas).

Τις προάλλες, δεν ξέρω αν έφταιγε η μετακόμιση, αλλά με ‘χε πιάσει το νοσταλγικό – υλιστικό μου. Μού ‘καναν εντύπωση, με συγκινούσαν θά ‘λεγα, όλα αυτά τα παραπεταμένα πράγματα που έβλεπα στο δρόμο. Ξέρετε, όλα αυτά τα πράγματα που τά ‘χουν εγκαταλείψει και που κανονικά δεν έχουν θέση έξω από ένα σπίτι ή ένα διαμέρισμα.

Ο ξεχαρβαλωμένος καναπές που περιμένει από τις υπηρεσίες του Δήμου την αποκομιδή του, η κομόντα που τις λείπει ένα πόδι ή ένα συρτάρι, οι απογυμνωμένες λεκάνες της τουαλέτας, τα τσακισμένα βιβλία… τι γυρεύουν καταμεσής του δρόμου; Ποιος τα άφησε εκεί; Τι τους συνέβη; Κι ύστερα σκέφτηκα: πώς είναι η ζωή όλων αυτών των αντικειμένων που μας περιβάλλουν;

Ο Χάιντεγκερ μας λέει ότι ένα αντικείμενο είναι κάτι περισσότερο από πράγμα, αλλά κάτι λιγότερο από έργο τέχνης.

Γιατί τα πράγματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ύπαρξής μας. Απόδειξη το βρέφος που δεν αποχωρίζεται την πιπίλα του, το αγαπημένο μου πολύχρωμο πουλόβερ απ’ το Άμστερνταμ που ακούει στο όνομα «Αρλεκίνος», η αγάπη κάποιων για τα αυτοκίνητα, τα βιβλία ή δεν ξέρω τι άλλο… Ουδείς μπορεί να ισχυριστεί το αντίθετο, ακόμα και κείνοι που την περνούν σπαρτιάτικα και κριτικάρουν την κοινωνία της κατανάλωσης: τα αντικείμενα είναι παρόντα, απαραίτητα, προφανή, χρήσιμα, προσφιλή ή απεχθή.

Θυμηθείτε την περίφημη σκηνή από το Pulp Fiction όπου ο Κρίστοφερ Γουόκεν εξηγεί σε έναν πιτσιρικά, πως ο πατέρας του μικρού, όντας φυλακισμένος στο Βιετνάμ, έκρυψε το ρολόι του στον… πισινό του για να φτάσει το κειμήλιο κάποτε στον γιο του.

Έχουμε ανάγκη τα αντικείμενα, τα λιγουρευόμαστε, τα αγοράζουμε, τα φθείρουμε, τα χαλάμε, τα πετάμε. Ιδού ποιος είναι ο βίος των πραγμάτων. Αλλά το να το πούμε αυτό αρκεί; Αναρωτιόμουνα καθώς έπεφτα πάνω σ’ ένα παπούτσι ξεσολιασμένο στο κατώφλι του σπιτιού μου. Πώς βρέθηκε εκεί, πάνω στο πεζοδρόμιο; Γιατί στέκει μονάχο και βουβό; Χωρίς το ταίρι του να το συνοδεύει, χωρίς κάποιον να το φορέσει ή να το πετάξει;

Διερωτήθηκα σε ποιον να ανήκε, τι να είχε κάνει αυτός ο κάποιος με κείνο το παπούτσι στο αριστερό του πόδι: είχε γιορτάσει, είχε χορέψει, είχε περάσει από ίντερβιου, είχε τρέξει πίσω από ένα λεωφορείο, είχε συναντήσει τον έρωτα της ζωής του; Και, κυρίως, τι έκανε για να το χάσει ή να το παρατήσει; Αλλά, καθώς το ξανασκέφτηκα, συνειδητοποίησα πως δεν ήταν η ζωή του ιδιοκτήτη που μ’ ενδιέφερε, αλλά η ιστορία του μοναχικού παπουτσιού.

Θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν τα αντικείμενα και μετά από μας; Μπορούν να υπάρξουν χωρίς εμάς;

Τι απογίνονται τα πράγματα όταν γεράσουν; Όταν τα χάνουμε; Όταν δεν τα θέλουμε πια; Θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν και μετά από μας; Μπορούν να υπάρξουν χωρίς εμάς; Πότε μπορείς να πεις ότι ένα αντικείμενο έχει πεθάνει; Όταν θέτεις αυτά τα ερωτήματα αναφορικά με αντικείμενα, ακούγεται παράλογο· αλλά το να μιλάς για ζωή, γίγνεσθαι και θάνατο μοιάζει χειρότερο.

Κι όμως, εκείνο το παπούτσι στο κατώφλι του σπιτιού μου, η παρουσία του, το φανερώνει: τα αντικείμενα είναι κάτι περισσότερο από ένα μέρος της ζωής μας, περισσότερο από βοηθήματα, στηρίγματα, πλαίσια, τα οποία επενδύουμε με μια διάσταση καθαρά χρηστική ή βαθιά συναισθηματική. Υπερβαίνουν τις ζωές μας, εμάς τους ίδιους. Με τι, όμως, μπορεί να μοιάζει η δική τους;

Tο περίφημο ουρητήριο (Κρήνη) του Μαρσέλ Ντυσάν είναι ένα χρηστικό αντικείμενο που εξερεύνησε τα όρια της υψηλής τέχνης (Φωτογραφία: ADGP/PARIS).

Γιατί μπορεί τα πράγματα να επιβιώνουν ημών, αλλά η μακροημέρευση αυτή αρκεί για να τα κάνει να υπάρχουν πέραν της χρήσης τους; Το παράδοξο δεν διέλαθε της προσοχής των φιλοσόφων: Ο Χάιντεγκερ μας λέει ότι ένα αντικείμενο είναι κάτι περισσότερο από πράγμα, αλλά κάτι λιγότερο από έργο τέχνης. Και ο Μποντριγιάρ τα μετέτρεψε σε σημειολογικό σύστημα, στρέφοντας την προσοχή του στην υλικότητά τους (τι μας λέει το δέρμα ενός καναπέ ή η δομή ενός βενζινοκινητήρα).

Κάποιος πάλι μπορεί ν’ αναφερθεί στα Πράγματα του Ζορζ Περέκ ή το ουρητήριο (Κρήνη) του Μαρσέλ Ντυσάν… τα παραδείγματα δεν λείπουν στην προσπάθεια να λυθεί το μυστήριο των αντικειμένων. Κάτι σ’ αυτά ανθίσταται στο χρόνο, αλλά και στην ερμηνεία: σιωπηλά, μονότονα, απλοί θεατές, παραμένουν αδιαφανή, αδιαπέραστα.

Κατά κάποιον τρόπο, τα αντικείμενα είναι που μας ορίζουν, σημαδεύουν τη ζωή μας. Αυτά γίνονται οι μάρτυρες της.

Εντέλει, ίσως σ’ αυτό έγκειται η ζωική τους δύναμη: στην αντοχή τους. Ανθίστανται άρα υπάρχουν. Αυτό είναι το συναρπαστικό με τα αντικείμενα. Τα χρησιμοποιούμε, αλλά μας αντιτάσσουν την παρουσία τους. Κατά κάποιον τρόπο, αυτά είναι που μας ορίζουν, σημαδεύουν τη ζωή μας. Γιατί αυτά γίνονται οι μάρτυρες της.

 

Διαβάστε ακόμα: Ελεγεία ενός flâneur. Ο αργόσχολος που θα θέλαμε να είμαστε.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top