«Ο Ερντογάν διαθέτει όχι μόνον εξαιρετικά ισχυρά αντανακλαστικά αντιμετώπισης των πολιτικών του αντιπάλων, αλλά και την ικανότητα να εφευρίσκει συνεχώς νέα αφηγήματα» (Reuters).

Ποιος είναι ο Ταγίπ Ερντογάν; Είναι ο νέος Σουλτάνος που ονειρεύεται την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπως θέλει εκείνος να φαίνεται στο εσωτερικό της Τουρκίας, αλλά και στο εξωτερικό; Είναι ένας πολιτικός που έχει εμμονή με τον Κεμάλ, τον οποίο επιθυμεί να ξεπεράσει σε αίγλη; Η, τελικά, ένας πολιτικός γαβγίζει, αλλά δεν μπορεί να δαγκώσει.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας. Η πρόσφατη συνάντηση του υπουργού Εξωτερικού, Νίκου Δένδια με τον τούρκο ομόλογό του  Μεβλούτ Τσαβούσογλου και οι μεταξύ τους δημόσιοι διαξιφισμοί «έδωσαν» μπόλικο παρασκήνιο. Απευθυνθήκαμε στον Παναγιώτη Τσάκωνα (καθηγητής διεθνών σχέσεων, σπουδών ασφάλειας και ανάλυσης εξωτερικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του προγράμματος ασφάλειας στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής) για να μας δώσει ένα επαρκές πλαίσιο αναφοράς για την προσωπικότητα του τούρκου προέδρου, τις επόμενες κινήσεις Μπάιντεν και τη Συνθήκη του Ελσίνκι που πυροδότησε την κόντρα μεταξύ Κώστα Σημίτη και Κώστα Καραμανλή.

«Ο Ερντογάν εδραιώνει την κυριαρχία του μετατρέποντας σταδιακά την Τουρκία από ”κράτος του ενός ανδρός” σε ”καθεστώς του ενός ανδρός”».

– Πώς προέκυψε και κυρίως εδραιώθηκε το φαινόμενο Ερντογάν;

Ο Ερντογάν εμφανίζεται ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 ως το ανερχόμενο αστέρι στους κύκλους των συντηρητικών ισλαμιστών. Σταδιακά μεταμορφώνεται από τον «τραχύ δημοκράτη» που ασκούσε την «πραγματική δημοκρατία» δίνοντας φωνή στους καταπιεσμένους μουσουλμάνους πολίτες καθώς και «την θέση που τους άξιζε» σε έναν «αφοσιωμένο απολυταρχικό ηγέτη». Ο Ερντογάν διαθέτει όχι μόνον εξαιρετικά ισχυρά αντανακλαστικά αντιμετώπισης των πολιτικών του αντιπάλων, αλλά και την ικανότητα να εφευρίσκει συνεχώς νέα αφηγήματα που μπορούν από τη μια πλευρά να συσπειρώνουν τους οπαδούς του και από την άλλη να απονομιμοποιούν τις αντιπολιτευτικές φωνές στο εσωτερικό της Τουρκίας κερδίζοντας έτσι –έστω και οριακά– σε συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις.

Έτσι από την αρχή της πολιτικής του καριέρας και παρουσιάζοντας ένα κεντρώο πρόσωπο, ο «χαρισματικός» Ερντογάν θα εκμεταλλευτεί τις πολύχρονες αντιπαραθέσεις των πολιτικών του αντιπάλων χρησιμοποιώντας αρχικά τους φιλελεύθερους δημοκράτες για να αποδυναμώσει την κοσμική καθεστηκυία τάξη και κατόπιν τους εθνικιστές για να απαλλαγεί από τα φιλελεύθερα και προοδευτικά στοιχεία της Τουρκίας.

– Τι καταφέρνει με το να δημιουργεί συνεχώς νέα αφηγήματα; 

Τα αφηγήματα που κατά καιρούς κατασκευάζει ο Ερντογάν εδραιώνουν την κυριαρχία του μετατρέποντας σταδιακά την Τουρκία από «κράτος του ενός ανδρός» σε «καθεστώς του ενός ανδρός». Παράλληλα καταφέρνουν να επιβληθούν διότι «σπέρνονται σε έδαφος που είχε καλλιεργήσει μια επίσης δεσποτική προσωπικότητα», ο ιδρυτής της τουρκικής δημοκρατίας Κεμάλ Ατατούρκ. Αυτός είναι –αν και νεκρός εδώ και οκτώ δεκαετίες– ο μεγάλος αντίπαλος του Τούρκου προέδρου. Αυτή την πανίσχυρη προσωπικότητα αντιμάχεται ο Ερντογάν.

«Ο νέος αμερικανός πρόεδρος δείχνει να οικοδομεί μια εξωτερική πολιτική όπου το ζήτημα των αξιών και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί σημαντικό κριτήριο στις αποφάσεις του στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής» (newyorker.com).

– «Tην έχει άσχημα» ο Ερντογάν με τον Μπάιντεν; Βλέπουμε πως η στάση των ΗΠΑ άλλαξε άρδην με την εκλογή του νέου προέδρου. 

Σίγουρα «δεν την έχει καλά και εύκολα», όπως συνέβαινε με την προσωπική και σε μεγάλο βαθμό χαοτική σχέση που είχε χτίσει με τον Τραμπ. Ο νέος αμερικανός πρόεδρος δείχνει να οικοδομεί μια εξωτερική πολιτική όπου το ζήτημα των αξιών και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί σημαντικό κριτήριο στις αποφάσεις του στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, ειδικά απέναντι σε αυταρχικές ηγέτες. Χαρακτηριστική και η στάση του και απέναντι στη Ρωσία του Πούτιν τον οποίο χαρακτήρισε «δολοφόνο» (killer). Ο Μπάιντεν υποχρεώνει έτσι τον Ερντογάν να μετακινηθεί από ένα προνομιακό πεδίο «προσωπικών σχέσεων» με τον Τράμπ σε ένα σαφώς δυσκολότερο πεδίο μιας «θεσμικής σχέσης», το περιεχόμενο της οποίας θα ορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την αμερικανική γραφειοκρατία από την οποία δεν διαφοροποιείται ο Μπάιντεν. Το αποτέλεσμα είναι έτσι να ομογενοποιείται η στάση των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας ακυρώνοντας τον εξαιρετικά ωφέλιμο για τον Ερντογάν «δυϊσμό» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που απολάμβανε επί διοίκησης Τράμπ. Κατά συνέπεια ο Μπάιντεν θα ορίζει με περισσότερο σαφή τρόπο το πλαίσιο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων θέτοντας «κόκκινες γραμμές», η παραβίαση των οποίων θα έχει συνέπειες  που δεν θα καθυστερούν και δεν θα αναβάλλονται.

«Η συμπεριφορά της Τουρκίας είναι εδώ και αρκετά χρόνια καταφανώς αποσταθεροποιητική και αναξιόπιστη».

– Συνδέεται αυτή η στροφή του Μπάιντεν με το ανανεωμένο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την Ανατολική Μεσόγειο;

Βεβαιότατα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποφασίσει να «επιστρέψουν» στην Ανατολική Μεσόγειο -από την οποία είχαν σε μεγάλο βαθμό απεμπλακεί ήδη από την εποχή Ομπάμα- και το βασικό τους ενδιαφέρον για την περιοχή δεν είναι άλλο από την σταθερότητα. Η συμπεριφορά της Τουρκίας είναι εδώ και αρκετά χρόνια καταφανώς αποσταθεροποιητική και αναξιόπιστη και ήταν αυτή που οδήγησε στην σχεδόν αυτόματη σύμπηξη ενός αντι-τουρκικού μετώπου από μέρους σχεδόν όλων των χωρών της περιοχής (το Κατάρ φαίνεται να παραμένει ο μοναδικός σύμμαχος της Τουρκίας). Η αποκατάσταση επίσης των σχέσεων του Ισραήλ με αρκετά αραβικά κράτη αποδυναμώνει τον ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή.

– Στο μεταξύ, έχει προκύψει και το θέμα με τους πυραύλους S-400. Aλλο ένα σημείο τριβής μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας. 

Παράλληλα, με τις επιλογές του όσον αφορά την αγορά των S-400 ο Ερντογάν έχει δημιουργήσει ένα σοβαρό πλήγμα στην συνοχή της Ατλαντικής Συμμαχίας και έχει μεγαλώσει την απόσταση από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αμερικανική αντίδραση ήρθε αρχικά με την επιβολή κυρώσεων στο πλαίσιο του νόμου CAATSA, συνεχίστηκε με την αποβολή της Τουρκίας από την συμπαραγωγή των F-35 και κατέληξε πιο πρόσφατα στην απόφαση του αμερικανού προέδρου για την αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι εκκρεμεί η απόφαση του αμερικανικού δικαστηρίου για την Halkbank που εμπλέκει και προσωπικά τον Ερντογάν.

Αρμένιοι διαδηλώνουν στην Αθήνα κατά του Ερντογάν (Nikos Libertas / SOOC).

– Μεγάλη φιλολογία είχε αναπτυχθεί για το πότε και αν θα υπάρξει αυτό το περιβόητο τηλεφώνημα μεταξύ Μπάιντεν και Ερντογάν. 

Μετά από μια μακρά περίοδο εκνευριστικής αναμονής, το τηλεφώνημα από την Ουάσιγκτον δεν ήρθε για καλό και δεν συνέβη μέσα σε ένα πλαίσιο αποκατάστασης των διαταραγμένων αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Είχε αντίθετα την μορφή μιας σκληρής απόφασης για την Τουρκία και προσωπικά για τον Ερντογάν που αφορούσε στην αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας. Παράλληλα, ανακοινώνοντας στον Ερντογάν ότι η επόμενη συνάντησή τους θα γίνει τον ερχόμενο Ιούνιο στο πλαίσιο της Συνόδου του ΝΑΤΟ ο Μπάιντεν οριοθετεί και το νέο -εντελώς διαφορετικό από εκείνο που ίσχυε με τον Τράμπ–πλαίσιο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Με απλά λόγια, ο Μπάϊντεν λέει στον Ερντογάν «όχι όπως τα ήξερες, αλλά όπως τα βρήκες».

«Η ανάπτυξη μιας στενότερης σχέσης  με τη Ρωσία ήταν προαπαιτούμενο για την αυτονόμηση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας».

– Συνεπώς τι αναμένουμε ότι θα κάνει ο Ερντογάν με τους S-400; 

Η αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400 από την Τουρκία είναι το ζήτημα με την μεγαλύτερη σημασία για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι μέσα σε αυτό το νέο περιβάλλον αυξανόμενης πίεσης από τον Μπάϊντεν που θα πρέπει ο Ερντογάν να πάρει αποφάσεις για τους S-400. Βεβαίως με δεδομένη την γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας τόσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και για το ΝΑΤΟ η υπόθεση των S-400 μπορεί ακόμα να αποτελεί ένα διαπραγματευτικό -αν και αποδυναμωμένο- χαρτί για την Τουρκία. Θα δούμε κατά πόσον ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να ανταλλάξει μόνο του αυτό το χαρτί ή θα το εντάξει σε μια ευρύτερη ατζέντα διαπραγμάτευσης που θα περιλαμβάνει και άλλα χαρτιά, όπως για παράδειγμα η στρατιωτική βάση στο Ιντσιρλίκ στα Άδανα, το κλείσιμο της οποίας πρότεινε ο πολιτικός εταίρος του Ερντογάν και ηγέτης των Γκρίζων Λύκων Μπαχτσελί ως αντίποινα στην αναγνώριση από τον Λευκό Οίκο της γενοκτονίας των Αρμενίων. Όλα αυτά βεβαίως υπό την προϋπόθεση ότι η Τουρκία δεν επιλέγει το λιγότερο πιθανό σενάριο της πλήρους ρήξης των σχέσεων με τη Δύση.

«Οι σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας δεν είναι φιλικές ή εχθρικές. Στη διεθνή πολιτική δεν υπάρχουν φίλοι και εχθροί αλλά συμφέροντα» (Kostas Tsironis / POOL / SOOC).

– Υπάρχει εξήγηση γιατί ο Ερντογάν άλλοτε είναι φίλος με τους Ρώσους κι άλλοτε εχθρός;

Η ανάπτυξη μιας στενότερης σχέσης  με τη Ρωσία ήταν προαπαιτούμενο για την αυτονόμηση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Η Ρωσία και η Τουρκία ήταν οι δύο χώρες που έσπευσαν να εκμεταλλευτούν το κενό που δημιούργησε η αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την περιοχή της Μεσογείου. Λειτουργώντας με βάση τον μεγαλοιδεατισμό του Ερντογάν και την αντίληψη ότι η Τουρκία είναι μια «Κεντρική Δύναμη» στο διεθνές σύστημα η ανάπτυξη ενός ηγεμονικού περιφερειακού ρόλου απαιτούσε την συνεννόηση της Τουρκίας με την Ρωσία  είτε για τα ζητήματα όπου συμφωνούν (π.χ. η διαδικασία της Αστάνα με το Ιράν) είτε για τα ζητήματα όπου διαφωνούν (Λιβύη, Συρία και πιο πρόσφατα η σύγκρουση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ). Δεν πρόκειται συνεπώς για μια σχέση πότε φιλική και πότε εχθρική. Στη διεθνή πολιτική δεν υπάρχουν φίλοι και εχθροί αλλά συμφέροντα. Και αυτά τα συμφέροντα εξυπηρετούνται μέσα από τη συγκεκριμένη -περισσότερο τακτικού και λιγότερο στρατηγικού χαρακτήρα- σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία.

– Ο Μπάιντεν, προφανώς, μελετάει αυτή τη σχέση. Υπάρχει πρόβλεψη για το τι σκοπεύει να κάνει; 

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία βρίσκονται πολύ ψηλά στην ατζέντα της νέας αμερικανικής διοίκησης. Κατά συνέπεια η σχέση Ρωσίας-Τουρκίας θα ληφθεί ιδιαιτέρως υπόψη από τον Μπάιντεν θέτοντας όρια στις όποιες αποφάσεις του να ελέγξει ή να τιμωρήσει την Τουρκία για την «μη-συμμαχική» συμπεριφορά της καθώς οι επιδιώξεις των ΗΠΑ για την αποκατάσταση της διατλαντικής σχέσης, την αντιμετώπιση της Ρωσίας και την σταθεροποίηση της Ανατολικής Μεσογείου δεν εξυπηρετούνται από την πλήρη ρήξη των σχέσεων της με την Τουρκία.

«Παρά τη μεγάλη μείωση των μετακινήσεων από την Τουρκία προς την Ελλάδα η διαχείριση του μεταναστευτικού παραμένει ένα μεγάλο πρόβλημα τόσο για την ΕΕ» (Dimitris Papamitsos / PM Handout / SOOC).

– Θα ανασύρει ξανά το Προσφυγικό ο Ερντογάν ως απειλή;

 Το μεταναστευτικό θα εξακολουθήσει να αποτελεί ζήτημα κεντρικής σημασίας για την σχέση ΕΕ-Τουρκίας και ίσως το σημαντικότερο διαπραγματευτικό χαρτί για την Τουρκία. Μην ξεχνάτε ότι η Τουρκία σηκώνει ένα τεράστιο βάρος όσον αφορά τα σχεδόν 5 εκατομμύρια μεταναστών και προσφύγων στο εσωτερικό της, βάρος που καμιά άλλη χώρα δεν είναι διατεθειμένη να αναλάβει. Αυτή η πραγματικότητα της επιτρέπει να εμφανίζεται ως υποστηρικτής των ανθρωπιστικών αξιών ενώ ταυτόχρονα σχεδιάζει την χρησιμοποίηση των προσφύγων και μεταναστών που βρίσκονται στο έδαφός της για να προωθήσει στόχους εξωτερικής πολιτικής.

«Το μεταναστευτικό ήταν και παραμένει ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί για την Τουρκία όσον αφορά σε ενδεχόμενη συμφωνία της με την ΕΕ».

– Γι’ αυτό και συχνά χρησιμοποιεί αυτό το χαρτί για άλλες επιδιώξεις. 

Ακριβώς. Και αυτό το επιχειρεί είτε με την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού/προσφυγικού, όπως συνέβη τον Μάρτη του 2020 με την χρησιμοποίηση των μεταναστών στα ελληνοτουρκικά σύνορα στον Έβρο όπου δεν βγήκε κερδισμένη είτε σχεδιάζοντας την μεταφορά και εγκατάσταση μεγάλου αριθμού, προσφύγων, κυρίως Σύρων, και μεταναστών στα τουρκοσυριακά σύνορα –εντός Συριακού εδάφους στο οποίο έχει παράνομα εισβάλει– και αλλαγή της δημογραφικής σύνθεσης της περιοχής. Ζητά μάλιστα από την ΕΕ να χρηματοδοτήσει αυτό το σχέδιο.

Παρά τη μεγάλη μείωση των μετακινήσεων από την Τουρκία προς την Ελλάδα η διαχείριση του μεταναστευτικού παραμένει ένα μεγάλο πρόβλημα τόσο για την ΕΕ (οι πρόσφατες θεσμικές πρωτοβουλίες της ΕΕ δεν δείχνουν να μπορούν να το αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά) όσο και για την Ελλάδα (η οποία θα συνεχίζει να λειτουργεί ως «ασπίδα» της ΕΕ διατηρώντας ως «χώρα πρώτης-γραμμής» μεγάλο βάρος της διαχείρισής του). Συνεπώς το μεταναστευτικό ήταν και παραμένει ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί για την Τουρκία όσον αφορά σε ενδεχόμενη συμφωνία της με την ΕΕ.

«Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν τον Ερντογάν να χάνει σε ενδεχόμενες προεδρικές εκλογές και μάλιστα με μεγάλη διαφορά όχι μόνον από τον νυν δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου αλλά και από τον νυν δήμαρχο της Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς» (balkaninsight.com).

– Ο Ιμάμογλου μπορεί να γίνει το αντίπαλον δέος στο άμεσο μέλλον και πώς μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας η δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας; 

Ο Ερντογάν βιώνει ήδη μια τεράστια υποχώρηση της δημοφιλίας του. Μάλιστα το αντίπαλον δέος δεν είναι ένα αλλά δύο. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν τον Ερντογάν να χάνει σε ενδεχόμενες προεδρικές εκλογές και μάλιστα με μεγάλη διαφορά (περίπου 15 ποσοστιαίων μονάδων) όχι μόνον από τον νυν δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου αλλά και από τον νυν δήμαρχο της Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς. Αυτή η πραγματικότητα αποτελεί τεράστιο πλήγμα για την ψυχολογία και την προσωπικότητα του συγκεκριμένου λαϊκιστή ηγέτη που θεωρεί ότι αναμετράται με την ιστορία και τον ιδρυτή της τουρκικής δημοκρατίας Κεμάλ Ατατούρκ. Σημαίνει επίσης τεράστια διάβρωση για το πρότυπο του επιτυχημένου πολιτικού, του «brand name» Ερντογάν και την συνέχιση της πολιτικής του κυριαρχίας. Αν σε αυτό προσθέσουμε την δεινή κατάσταση της τουρκικής οικονομίας που όχι μόνον δεν δείχνει σημάδια ανάκαμψης αλλά αντίθετα -ειδικά μετά τις ανορθόδοξες με όρους οικονομικής θεωρίας παρεμβάσεις του Ερντογάν-  βυθίζεται όλο και περισσότερο αντιλαμβανόμαστε ότι οι πιέσεις έχουν αυξηθεί σε υπερθετικό βαθμό δείχνοντάς του όλο και περισσότερο τα αδιέξοδα των πολιτικών του επιλογών.

Η σκληρή τοποθέτηση Δένδια στη συνάντηση με τον Τσαβούσογλου συζητήθηκε αρκετά (George Vitsaras / SOOC).

– Για να έρθουμε στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, πιστεύετε ότι έκανε καλά ο Δένδιας και ανέβασε τους τόνους στη συνέντευξη Τύπου με τον τούρκο ομόλογό του στην Άγκυρα;

Κατ’ αρχάς να θυμίσω ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που υψηλός εκπρόσωπος της Ελλάδας επιλέγει να τοποθετηθεί απέναντι στον ομόλογό του της Τουρκίας με δυναμικό τρόπο. Ανάλογη δυναμική τοποθέτηση είχε λάβει χώρα πριν από μια δεκαετία στο Ερζερούμ της Τουρκίας και μάλιστα στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο όταν ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου υπενθύμισε παρουσία του προέδρου Ερντογάν τα περί παράνομων υπερπτήσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο ενώ ταυτόχρονα κατέστησε σαφές ότι η Διεθνής Κοινότητα δεν πρόκειται να νομιμοποιήσει μια εισβολή καθώς και ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί όσο συνεχίζεται η κατοχή μέρους της Κύπρου. Με δυναμικό επίσης τρόπο και μετά από την πλέον μακρά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις περίοδο έντασης και ο έλληνας υπουργός των εξωτερικών Νίκος Δένδιας κατέστησε σαφές σε μια όλο και αποκλίνουσα από τη διεθνή νομιμότητα Τουρκία ότι εφεξής το πλαίσιο των συζητήσεων και του διαλόγου μεταξύ των δύο κρατών δεν μπορεί παρά να ακολουθεί το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο, τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS)  και τις διεθνείς συνθήκες. Το κοινό στοιχείο και των δύο δυναμικών τοποθετήσεων ήταν η υπενθύμιση του πλαισίου μέσα στο οποίο η Τουρκία οφείλει να αναπτύσσει τις σχέσεις της απέναντι στο γείτονά της και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

«Οι δυναμικές εκ μέρους της Ελλάδας τοποθετήσεις είναι χρήσιμες αρκεί να είναι ειλικρινείς».

– Είναι χρήσιμες αυτές αυτές οι τοποθετήσεις; Οδηγούν κάπου; 

Οι δυναμικές εκ μέρους της Ελλάδας τοποθετήσεις είναι χρήσιμες αρκεί να είναι ειλικρινείς και να βασίζονται στο διεθνές δίκαιο και τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες. Θα προσέθετα δε ότι θα ήταν χρήσιμο η τελευταία «ηχηρή» προσπάθεια της Ελλάδας να επαναφέρει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο ασφαλέστερο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου να συμπληρωθεί -εκμεταλλευόμενη τις εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις που ασκούνται σήμερα στην Τουρκία καθώς και τις πραγματικές ανάγκες της- από συγκεκριμένες προτάσεις όσον αφορά την ακόμα διαμορφούμενη σχέση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα μπορούσε για παράδειγμα να εμπλουτιστεί ο κατάλογος των προϋποθέσεων που έχει θέσει η ΕΕ στην Τουρκία προκειμένου να προχωρήσει η λεγόμενη «θετική ατζέντα» με δύο «ελληνικού-ευρωπαϊκού» χαρακτήρα επιχειρήματα: την άρση του «casus-belli» και την αποδοχή εκ μέρους της Τουρκίας της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS).

«Η στρατηγική της τότε ελληνικής κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη πέτυχε τους στόχους της και προώθησε τα ελληνικά συμφέρον» (George Vitsaras / SOOC).

– Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση ενός συλλογικού τόμου για την Στρατηγική του Ελσίνκι (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης) το οποίο επιμεληθήκατε και κυρίως το κείμενο του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη σε αυτόν τον τόμο δύο πρώην πρωθυπουργοί (Κώστα Καραμανλής και Κώστας Σημίτης) διασταύρωσαν τα ξίφη τους σχετικά με το κατά πόσον οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι το 1999 ήταν επωφελείς για τη χώρα μας. Τι ισχύει τελικά; 

Για το σύνολο των διεθνών αναλυτών οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999 αποτελούν μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, από τις ελάχιστες που έχει δυστυχώς να επιδείξει η Ελλάδα στη μεταπολιτευτική περίοδο. Και τούτο για δύο λόγους: πρώτον διότι επετεύχθη το σχεδόν αδιανόητο, δηλαδή η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς με τις αποφάσεις στο Ελσίνκι η Κύπρος απελευθερώθηκε από την ομηρία της Τουρκίας και η επίλυση του Κυπριακού προβλήματος έπαψε να αποτελεί προϋπόθεση για την ένταξη. Δεύτερον, διότι στο Ελσίνκι δρομολογήθηκε η επίλυση της μακρόχρονης ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα πέντε ετών (μέχρι το τέλος του 2004) και σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, υποχρεώνοντας την Τουρκία να αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης την οποία η Τουρκία πεισματικά αρνείτο επί δεκαετίες.

«Η στρατηγική της τότε ελληνικής κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη πέτυχε τους στόχους της και προώθησε τα ελληνικά συμφέροντα».

– Αρα, σαν να μπήκε στο παιχνίδι και η Ένωση. 

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι έλαβε μια επαναστατική για τα δεδομένα της λειτουργίας της ΕΕ απόφαση τον Δεκέμβριο του 1999 μετατρέποντας την Ένωση σε έναν «ενεργό παίκτη» που επέβαλε στην Τουρκία -που διακαώς ενδιαφερόταν να αποκτήσει το καθεστώς υποψηφιότητας- να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο μονοπάτι υποχρεώσεων και θεμελιακών αλλαγών τόσο στο εσωτερικό της όσο και στην εξωτερική της συμπεριφορά διαφορετικά η ευρωπαϊκή της πορεία θα σταματούσε. Η στρατηγική της τότε ελληνικής κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη πέτυχε τους στόχους της και προώθησε τα ελληνικά συμφέροντα διότι εκμεταλλεύτηκε τόσο το κίνητρο της Τουρκίας να κινηθεί προς την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και το ενδιαφέρον της Ένωσης να προχωρήσει την μεγαλύτερη στην ιστορία της διαδικασία διεύρυνσης. Μάλιστα οι «διερευνητικές επαφές» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που πραγματοποιήθηκαν στην περίοδο Απριλίου 2002-τέλος 2003 σημείωσαν πρόοδο όχι μόνο σε σχέση με την απουσία ανεδαφικών διεκδικήσεων της Τουρκίας (π.χ. γκρίζες ζώνες, αποστρατικοποίηση ελληνικών νησιών) αλλά και σε σχέση με την άσκηση του δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο μέσω μιας διαφοροποιημένης επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της όπου αλλού θα ήταν 12 ν.μ. και αλλού μικρότερη, αλλά σε κάθε περίπτωση μεγαλύτερη από το υφιστάμενο εύρος των 6 ν.μ.

«Η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, η οποία ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας τον Μάρτιο του 2004, δεν διακατέχεται από την ”κουλτούρα επίλυσης”» (Nikos Libertas / SOOC).

– Μπορείτε να μας θυμίσετε πώς είχαν υποδεχθεί οι εδώ πολιτικοί εκείνες τις αποφάσεις στο Ελσίνκι; 

Τις αποφάσεις που ελήφθησαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι και την ίδια τη στρατηγική της κυβέρνησης Σημίτη που οδήγησε σε αυτές τις αποφάσεις επιβράβευσαν δημοσίως και ευθαρσώς οι σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες του φιλελεύθερου τμήματος της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας: οι πρώην πρωθυπουργοί και επίτιμοι πρόεδροι της ΝΔ Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Γεώργιος Ράλλης καθώς και η Ντόρα Μπακογιάννη, ο Γιώργος Σουφλιάς και ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, αλλά και ο Στέφανος Μάνος, πρόεδρος τότε του κόμματος των Φιλελευθέρων. Η αποδοχή και νομιμοποίηση της στρατηγικής του Ελσίνκι από τη φιλελεύθερη πλευρά της Νέας Δημοκρατίας δεν αποτέλεσε έκπληξη και τούτο διότι η προσέγγιση που προτείνει την υιοθέτηση μιας πολιτικής κινητικότητας και ανάληψης πρωτοβουλιών έναντι της Τουρκίας με τελικό στάδιο την επίλυση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης (και όχι τη διαιώνισή της) αποτέλεσε το κοινό στοιχείο της «λογικής» που χαρακτήριζε τη στρατηγική αντίληψη δύο εμβληματικών προσωπικοτήτων της ΝΔ, του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη που εμφορούνταν, όπως και ο Κώστας Σημίτης, από μια «κουλτούρα επίλυσης» της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης.

«Ο Κώστας Καραμανλής διακατέχεται από μια ”χρησιμοθηρική κουλτούρα”, η οποία δεν υποστηρίζει την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών».

– Η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή πάνω σε ποιο σχέδιο κινήθηκε; 

Η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, η οποία ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας τον Μάρτιο του 2004, δεν διακατέχεται από την «κουλτούρα επίλυσης», η οποία χαρακτήριζε τόσο την απελθούσα κυβέρνηση Σημίτη όσο και τις κυβερνήσεις του ιδρυτή της παράταξης, Κωνσταντίνου Καραμανλή. Διακατέχεται αντίθετα από μια «χρησιμοθηρική κουλτούρα», η οποία δεν υποστηρίζει την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών διότι δεν είναι διατεθειμένη να αναλάβει το κόστος του συμβιβασμού που θα συνεπάγεται η επίλυση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, όπως προβλεπόταν από το Ελσίνκι να καταλήξει ο διάλογος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Πράγματι, όταν χρειάστηκε να μετρηθεί η πραγματική (και όχι διακηρυκτική) πίστη της στο διεθνές δίκαιο και ειδικά στις ενδεχόμενες αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ΔΔΧ), η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή θεώρησε ότι η διαιώνιση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης αποτελεί σαφώς «συμφερότερη πολιτική επιλογή» έναντι οιουδήποτε συμβιβασμού θα προσέφερε στην ελληνική κοινή γνώμη τίποτε λιγότερο από το 100% όσων «δικαιωματικά» έχει γαλουχηθεί να θεωρεί ότι της ανήκουν στο Αιγαίο.

– Δηλαδή, σαν να προσπάθησε να «τεμαχίσει» τη συνθήκη κρατώντας ενεργό μόνο ένα μέρος της;

Η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή θα επιλέξει να κρατήσει το «βολικό» μέρος της στρατηγικής του Ελσίνκι, δηλαδή τον δυνητικό και σε βάθος χρόνου εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας αφαιρώντας παράλληλα το «επώδυνο» για εκείνη μέρος, δηλαδή την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών με βάση το διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Στην κατεύθυνση αυτή, με ελληνική συναίνεση (αν όχι πρωτοβουλία) η Ε.Ε. θα αποφασίσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής στις Βρυξέλλες τον Δεκέμβριο 2004, ότι η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη μελλοντική ένταξη της Τουρκίας (και συνεπώς ούτε και εμπόδιο για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ένωση, οι οποίες μπορούν να ξεκινήσουν τον Οκτώβριο 2005) καθώς και ότι η Τουρκία δεν είναι πλέον υποχρεωμένη να αποδεχτεί τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παρά μόνον εάν αυτό κριθεί απαραίτητο και συμφωνηθεί τόσο από την ίδια όσο και από την Ελλάδα.

Δύο βιβλία που αξίζει να διαβάσετε: «Η άνοδος του Ερντογάν» της Hannah Lucinda Smith από τις εκδόσεις Gutenberg και η συλλογική έκδοση «Η στρατηγική του Ελσίνκι» από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης.

– Τι συνέπειες είχαν οι αποφάσεις της κυβέρνησης Καραμανλή στη συνέχεια; 

Δεν έχει τόση σημασία εάν η τότε ελληνική κυβέρνηση είτε θεώρησε αφελώς ότι οι αποφάσεις της μπορεί να μην έχουν συνέπειες για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων είτε σκέφτηκε —λειτουργώντας με βάση τους βραχυπρόθεσμους όρους του εκλογικού κύκλου— ότι τις όποιες συνέπειες θα τις διαχειριστούν οι επόμενοι. Το βέβαιο είναι ότι η εγκατάλειψη της στρατηγικής του Ελσίνκι και η υιοθέτηση μιας άτολμης στρατηγικής αδράνειας και ακινησίας επηρέασαν με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο το μέλλον των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία καθώς ακύρωσαν τη δυνατότητα της Ε.Ε. να λειτουργήσει ως «ενεργητικός παίκτης» στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση καθώς η μελλοντική ένταξη της Τουρκίας αποσυνδέθηκε από την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, ενώ και η υποχρέωση της Τουρκίας να υποβάλει τις διαφορές της με την Ελλάδα στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης έπαψε να αποτελεί προαπαιτούμενο για τη συνέχιση της ευρωπαϊκής της πορείας· απελευθέρωσαν την Τουρκία από το δεσμευτικό —χρονικό και δικαιικό— πλαίσιο, που είχε επιβάλει το Ελσίνκι και το οποίο ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει η Τουρκία προκειμένου να επιλύσει τις διαφορές της με την Ελλάδα· επανέφεραν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο δύσκολο, και εν πολλοίς απρόβλεπτο, «διμερές πλαίσιο»· αφαίρεσαν το πλέον ουσιαστικό κίνητρο από την Τουρκία που αφορούσε στην ευρωπαϊκή της προοπτική προκειμένου είτε να επιδιώξει η ίδια είτε να υποχρεωθεί να επιλύσει τις διαφορές της με την Ελλάδα με πρόσθετη συνέπεια.

«Ο ευρωπαϊκός παράγοντας, αν και σοβαρά αποδυναμωμένος, εξακολουθεί να αποτελεί χρήσιμο εργαλείο διαχείρισης μιας ολοένα και ”δυσκολότερης” Τουρκίας».

– Η αντίδραση της Τουρκίας ποια ήταν; Εγινε ακόμη πιο επιθετική; 

Τη συνειδητή εγκατάλειψη της στρατηγικής του Ελσίνκι από την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή και την περαιτέρω απίσχνανση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, η οποία συνεπαγόταν και τη σχεδόν πλήρη αποδυνάμωση των θεσμικών περιορισμών που θα μπορούσε να επιβάλει στη συμπεριφορά της Τουρκίας η Ευρωπαϊκή Ένωση, ακολούθησε το «πάγωμα της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας» και η συνακόλουθη ενίσχυση του φιλόδοξου οράματος του Τούρκου ΥΠΕΞ και αργότερα πρωθυπουργού Νταβούτογλου σχετικά με τον ηγεμονικό ρόλο που επεδίωκε να διαδραματίσει η Τουρκία, κυρίως στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Με την ευρωπαϊκή της προοπτική παγωμένη αν όχι ακυρωμένη και τον ευρωπαϊκό έλεγχο της εξωτερικής της συμπεριφοράς αποδυναμωμένο, η Τουρκία δεν άργησε να εισέλθει σε έναν όλο και περισσότερο εντεινόμενο αυταρχισμό και εθνικισμό στο εσωτερικό της και σε μια στρατηγική περιδίνηση στο εξωτερικό της. Στο ασταθές αυτό πλαίσιο εντάχθηκαν και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την Τουρκία να επιλέγει να αναβαθμίσει την αναθεωρητική ρητορική της (αναφορές στην ανάγκη αλλαγής ή «επικαιροποίησης» της Συνθήκης της Λωζάνης) με συγκεκριμένες πλέον πράξεις στην Κύπρο, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

– Αλήθεια, πώς μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς θεσμικά την Τουρκία;

Σήμερα 20 και πλέον χρόνια από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι ο «ευρωπαϊκός παράγοντας», αν και σοβαρά αποδυναμωμένος, εξακολουθεί να αποτελεί χρήσιμο εργαλείο διαχείρισης μιας ολοένα και «δυσκολότερης» Τουρκίας. Βασική προϋπόθεση για τη βέλτιστη δυνατή αξιοποίησή του δεν είναι η επαναφορά της «αυτιστικής» πολιτικής αδράνειας του παρελθόντος, αλλά η σύμπηξη ενός μετώπου λογικής και σοβαρότητας και η ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών που θα επιτρέψουν την ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής αντιμετώπισης της Τουρκίας.

 

// Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων, σπουδών ασφάλειας και ανάλυσης εξωτερικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του προγράμματος ασφάλειας στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής. Διετέλεσε ερευνητής στο πανεπιστήμιο Harvard, Fulbright Scholar στο πανεπιστήμιο Yale και «Ακαδημαϊκός Εταίρος» στο St Antony’s College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Δίδαξε επί δεκαπενταετία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και σε διάφορα πανεπιστήμια στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Γερμανία, Τουρκία, Μεγάλη Βρετανία, Καναδά, ΗΠΑ κ.ά.). Εργάστηκε ως επιστημονικός σύμβουλος στα υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών και διετέλεσε μέλος επιστημονικών και διοικητικών συμβουλίων διαφόρων ακαδημαϊκών και ερευνητικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα και το εξωτερικό καθώς και πρόεδρος του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας (ΚΕ.ΜΕ.Α.) Έχει συγγράψει και επιμεληθεί βιβλία, μελέτες και άρθρα που έχουν δημοσιευθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό σχετικά με ζητήματα περιφερειακής ασφάλειας, θεωρίας διεθνών σχέσεων, ανάλυσης εξωτερικής πολιτικής, ελληνοτουρκικών σχέσεων και ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

 

Διαβάστε ακόμα: «Υπάρχει ταύτιση συμφερόντων Ελλάδας-Ισραήλ».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top