Στη Γαλλία τα καταφέρνει, αλλά στην Ευρώπη μπατάρει (φωτογραφία: psgtalk.com).

Η φράση “το χρήμα δε μπορεί να αγοράσει την ευτυχία” δεν είναι γαλλική. Στη μια μορφή της ή στην άλλη είναι παροιμιώδης σχεδόν σε κάθε γλώσσα, ίσως και από τη στιγμή ήδη που οι άνθρωποι έπαψαν να ζουν με βάση την ανταλλακτική οικονομία και πέρασαν στο “άλμα πίστης” που πήρε τη μορφή νομίσματος…

Δεκάδες έξυπνα ή λιγότερο έξυπνα ευφυολογήματα έχουν γραφτεί γι’ αυτή τη φράση. Ίσως κανένα όμως δεν ξεπερνά σε ουσία το απόφθεγμα της Κλερ Μπουθ-Λιούς (1903-1987). Η σύζυγος του διάσημου εκδότη του TIME, του LIFE και, φυσικά, του Sports Illustrated, Χένρι Λιούς (1898-1967) υπήρξε ένα σημαίνον πολιτικό πρόσωπο στις ΗΠΑ, διετέλεσε πρέσβειρά τους στην Ιταλία και άφησε πίσω της μια σημαντική συγγραφική κληρονομιά. Από θεατρικά έργα έως αποκαλυπτικά ρεπορτάζ.

Με γερμανική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας της, ούτε εκείνη είχε σχέση με τη Γαλλία.  Αλλά εκείνη ήταν που έγραψε κάτι που θα μπορούσε να είναι το “μότο” της πιο… γαλλικής από τις γαλλικές ομάδες, της Παρί Σεν Ζερμέν: “Το χρήμα δε μπορεί να σου αγοράσει την ευτυχία. Αλλά μπορεί να σε κάνει να βιώνεις τη δυστυχία σου με ιδιαίτερα άνετο τρόπο”…

Στο Τσάμπιονς Λιγκ, το καλύτερο που έχει καταφέρει η ομάδα του Νασέρ Ελ Κελαϊφί, είναι η παρουσία της στον τελικό της σεζόν 2019-20, όπου όμως έχασε τον τίτλο από τη Μπάγερν.

Οι προσδοκίες από τα “πετροδολάρια” που δεν ευοδώθηκαν…

Όταν το 2011 η Παρί έμπαινε στη ζεστή αγκαλιά του (κρατικού, στην ουσία) επενδυτικού ομίλου του Κατάρ, που διαχειρίζεται συνολικά κεφάλαια σχεδόν μισού τρισεκατομμυρίου δολαρίων, ο ποδοσφαιρικός κόσμος ήταν βέβαιος ότι η ισορροπία δυνάμεων στην κορυφή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου θα άλλαζε σύντομα. Κάτοχος του Τσάμπιονς Λιγκ εκείνη τη χρονιά ήταν η Μπαρτσελόνα και στο τέλος της σεζόν ήταν η Τσέλσι, του Ρομάν Αμπράμοβιτς ακόμη τότε, που σήκωνε το βαρύτιμο τρόπαιο. Αλλά, ΟΚ. Πρώτη σεζόν θα πει, κάποιος. Κι ακόμη κι αν στο ρόστερ είχαν προστεθεί Χαβιέ Παστόρε, Μάξγουελ, Μπλεζ Ματουιντί, Σαλβατόρε Σιρίγκου κι ένα σωρό άλλοι, μια δραστική και άμεση αλλαγή προς το καλύτερο -πόσο μάλλον η κατάκτηση του κορυφαίου τίτλου στην Ευρώπη – είναι μια δύσκολη υπόθεση.

Ο ιδιοκτήτης της Παρί, Nasser Al-Khelaïfi (φωτογραφία: Reuters).

Για την ακρίβεια, εκείνη τη σεζόν η Παρί δεν πήρε καν το πρωτάθλημα στη Γαλλία, αφού τερμάτισε δεύτερη πίσω από τη Μονπελιέ. Είπαμε, όμως. Με το χρήμα να μην αποτελεί πρόβλημα, ο τίτλος της Ligue 1 ήλθε εύκολα την επόμενη σεζόν, εφόσον, φυσικά, στις μεταγραφές της σεζόν ήταν ένας κοτζάμ Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, ένας Τιάγκο Σίλβα, ένας Μάρκο Βεράτι, ακόμη κι ένας Ντέιβιντ Μπέκαμ (στο τελείωμα, τότε της καριέρας του). Και στην Ευρώπη, ο αποκλεισμός από τη Μπαρτσελόνα στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ ήλθε στο “τσακ” εξαιτίας των εκτός έδρας γκολ (2-2 στη Γαλλία και 1-1 στη Βαρκελώνη τα αποτελέσματα…)

Γενικά, αυτή η αλλαγή συσχετισμών στην κορυφή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου φαινόταν, τότε, όχι απλώς εφικτή πλέον, αλλά αναπόφευκτη…

Oύτε με εαυτό το τρίο στην επίθεση τα κατάφερε (φωτογραφία: psgtalk.com).

Ο Παγκόσμιος Πρωταθλητής Λιονέλ Μέσι παίρνει 63.500.000 το χρόνο, ενώ ο Νεϊμάρ παίρνει «μόλις» 56.000.000 ευρώ το χρόνο.

Απίθανα λεφτά, μηδέν εις το πηλίκον…

Κι όμως, 10 χρόνια μετά, οι ευρωπαϊκοί τίτλοι της Παρί εξακολουθούν και παραμένουν το Κύπελλο Κυπελλούχων (σημερινή Conference League) του 1996 και το… Ιντερτότο του 2001.
Στο Τσάμπιονς Λιγκ, το καλύτερο που έχει καταφέρει η ομάδα του Νασέρ Ελ Κελαϊφί, είναι η παρουσία της στον τελικό της σεζόν 2019-20, όπου όμως έχασε τον τίτλο από τη Μπάγερν (1-0 με γκολ του Κομάν, στο 59’).

Εκείνη η ομάδα είχε επιθετική τριπλέτα Νεϊμάρ, Εμπαπέ και Άνχελ ντι Μαρία Ο Βραζιλιάνος είναι -ακόμη – η ακριβότερη μεταγραφή όλων των εποχών στο ποδόσφαιρο (222.000.000 ευρώ κόστισε η μετακίνησή του από τη Μπαρτσελόνα στο Παρίσι, το 2017). Ο ντι Μαρία έβαλε 63.000.000 ευρώ στα ταμεία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για να φορέσει τη φανέλα της Παρί το 2015. Και ο Εμπαπέ είναι σήμερα ο καλύτερα αμειβόμενος παίκτης στον πλανήτη (72.000.000 ευρώ το χρόνο ή, αν θέλετε να το κάνουμε πιο λιανά, κάτι σαν το… καλάθι της νοικοκυράς ένα πράγμα, παίρνει 137 ευρώ κάθε… λεπτό, κάθε ώρας, κάθε μέρας!)

Από πέρυσι, κάτι λιγότερο παίρνει για να φοράει τη φανέλα της τουλάχιστον ως το καλοκαίρι και ο Παγκόσμιος Πρωταθλητής Λιονέλ Μέσι (63.500.000 το χρόνο), ενώ ο Νεϊμάρ παίρνει “μόλις” 56.000.000 ευρώ το χρόνο.

Η έλευση του Μέσι δεν έφερε χαμόγελα (φωτογραφία: Jean Catuffe).

Η συνολική αξία του έμψυχου υλικού της Παρί αποτιμάται στα 880.000.000 ευρώ.

Η συνολική αξία του έμψυχου υλικού της Παρί αποτιμάται στα 880.000.000 ευρώ. Δεν είναι ένα εξωπραγματικό ποσό για τα δεδομένα των ευρωπαϊκών ομάδων κορυφής. Για παράδειγμα, στην Πρέμιερ, Σίτι και Τσέλσι αποτιμώνται σε πάνω από ένα δισ. ευρώ, ενώ πολύ κοντά στην Παρί είναι και η Άρσεναλ (890.000.000 ευρώ) και η Λίβερπουλ (880.000.000 ευρώ. Κοντά στο 1 δισ. ευρώ είναι η αξία της Μπάγερν, λίγο πιο φτηνή, στα 860.000.000 ευρώ είναι η Ρεάλ και 100.000.000 λιγότερα κοστίζει η Μπαρτσελόνα.

Επί εποχής “πετροδολαρίου” στο Παρίσι, ωστόσο, από τις πιο πάνω, η Ρεάλ έχει πάρει 5 (!) Τσάμπιονς Λιγκ, Μπάγερν και Τσέλσι από 2, Μπαρτσελόνα και Λίβερπουλ από 1. Η Παρί, ωστόσο, για 5η φορά στις τελευταίες εφτά σεζόν αποκλείστηκε εφέτος στους 16 του θεσμού, από τη Μπάγερν αυτή τη φορά. Η παρουσία της στο θεσμό έχει γίνει κάτι σα δραματική κωμωδία. Και το πώς τα έχει “καταφέρει” έτσι, αντικείμενο δεκάδων αναλύσεων.

Πολλά λεφτά σε λίγους παίκτες, αλλά από “ομάδα” τι γίνεται;

Οι περισσότερες απ’ αυτές καταλήγουν σε ένα συμπέρασμα: στο ότι η Παρί επενδύει πάρα πολλά σε (λίγους) παίκτες, αλλά όχι αρκετά στο να κάνει αυτούς τους παίκτες ηγετικές μορφές μιας πραγματικής ομάδας. Ενός αρμονικού συνόλου που θα έχει ομοιογένεια, δίψα για τη “μεγάλη κούπα”, αλλά και ορθή μέθοδο για να πετύχει να τη σηκώσει.

Ένας από τους λόγους γι’ αυτό ίσως είναι και οι χαοτικές ανισότητες στις αμοιβές των παικτών της -τέτοιες που ούτε κατά διάνοια δεν απαντώνται σε καμία άλλη ομάδα κορυφής στον πλανήτη. Όπως είπαμε πιο πάνω, η επιθετική της τριπλέτα, της κοστίζει σχεδόν 200.000.000 ευρώ το χρόνο. Στην πράξη, δηλαδή, 50.000.000 ευρώ περισσότερο απ’ όσο και οι υπόλοιποι… 28 παίκτες του ρόστερ της μαζί!

Με τον Κιλιάν Εμπαπέ να έχει διεκδικήσει -και καταφέρει- να έχει ρόλο όχι μόνον παίκτη, αλλά, στην πράξη και “ειδικού συμβούλου” επί παντός του επιστητού, ο Κριστόφ Γκαλτιέ, στην πρώτη και μάλλον τελευταία του σεζόν στην ομάδα, είναι δύσκολο να κουμαντάρει τα αποδυτήρια με τρόπο τέτοιο ώστε στο γήπεδο να βγαίνουν “πεινασμένα λιοντάρια” και όχι ακριβοπληρωμένες ντίβες που τις πλαισιώνουν κάποιοι -μερικοί λαμπροί, όντως, αλλά πάντως – “καρατερίστες”.

Ο Κιλάν Εμπαπέ όλο μένει και όλο φεύγει (φωτογραφία: eurosport.com).

Είναι επίσης και… το ίδιο το Παρίσι, λένε πολλοί. Ως πόλη, η γαλλική πρωτεύουσα είναι μια από τις ωραιότερες στον πλανήτη για να ζει κανείς -αρκεί να έχει (πολλά) λεφτά. Οι πειρασμοί είναι πολλοί και για παίκτες… μπον βιβέρ (άντε, μπον βιβάν, κατά το λεκτικά ορθόν…) όπως, π.χ., πρώτος και καλύτερος, ο Νεϊμάρ, είναι δύσκολο να τους αντισταθεί κανείς. Οι φορές που ο Βραζιλιάνος -και όχι μόνον αυτός – έχει θεαθεί να το γλεντάει και με το παραπάνω μετά από βαριές ήττες ή αποκλεισμούς, είναι ουκ ολίγες.

Ούτε καν επί Κάρλο Αντσελότι δεν απέπνευσαν άρωμα πειθαρχημένης ομάδας τα αποδυτήρια της Παρί.

Και γενικότερα, ούτε καν επί Κάρλο Αντσελότι, που θεωρείται “μάγος” στον τομέα, ούτε επί Ουνάι Έμερι ή και Τόμας Τούχελ ακόμη δεν απέπνευσαν άρωμα πειθαρχημένης ομάδας τα αποδυτήρια της Παρί. Είναι αυτό που λέμε: “Περνάμε καλά κι αυτό βγαίνει προς τα έξω”, αλλά με την… ανάποδη έννοια που αποδίδουμε στη φράση.

Το αποτέλεσμα; Εντός των τειχών, η ποιότητα κάποιων ποδοσφαιριστών της Παρί αρκεί για να την καθιστά “βασίλισσα” του γαλλικού ποδοσφαίρου τα τελευταία χρόνια -κοστίζει, άλλωστε, μισό δισ. παραπάνω απ’ όσο η 2η στη λίστα Μονακό (324.000.000 ευρώ). Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, αυτή η συνταγή που ακολουθεί την έχει οδηγήσει στο να χάσει και το γαλλικό πρωτάθλημα τρεις φορές επί “αραβικών νυχτών”. Η Μονπελιέ ήταν εκείνη που της στέρησε τον τίτλο στην πρώτη χρονιά επί Καταριανών, ενώ κόστιζε σχεδόν 4 φορές λιγότερο! Σχεδόν τρεις φορές λιγότερο κόστιζε από την Παρί και η Μονακό, το 2016-17 και η Λιλ, το 2020-21.

Το… πικρό συναπάντημα με την Μπάγερν (φωτογραφία: cnn.com).

Και η Σίτι δεν έχει πάρει Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά δεν έχει γίνει και “ανέκδοτο”…

Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν, στην Ευρώπη, θα βρει μπροστά της ομάδες ποιοτικές, πειθαρχημένες ή και απλώς “λυσσασμένες”, όπως η εφετινή Μπενφίκα, που δεν κατάφερε να κερδίσει ούτε εντός ούτε εκτός στη φάση των εφετινών ομίλων. Ο “πολύς” Κιλιάν Εμπαπέ, μετά τον αποκλεισμό από τη Μπάγερν είπε για τους Γερμανούς: “Έχουν μια σπουδαία ομάδα. Ένα σπουδαίο σύνολο που έχει στόχο την κατάκτηση του θεσμού. Εμείς, πάλι, είπα και στην αρχή της σεζόν ότι θα δώσουμε το μάξιμουμ για να το καταφέρουμε. Αυτό ήταν το μάξιμουμ που μπορούσαμε κι αυτή είναι η αλήθεια…” Και όπως κάθε αλήθεια που σέβεται τον εαυτό της, είναι σκληρή. Είναι, ωστόσο και αναστρέψιμη;

Η Παρί έχει γίνει ανέκδοτο πια και όλοι θεωρούν ότι μπορούν να πετύχουν το καλύτερο απέναντί της, στην Ευρώπη.

ΟΚ. Και η, επίσης “αραβική” Μάντσεστερ Σίτι, που κοστίζει περισσότερο από την ίδια δεν έχει να επιδείξει παρά έναν χαμένο -από την Τσέλσι – τελικό στο Τσάμπιονς Λιγκ, το 2020-21. Αυτό όμως δε συνιστά παρηγοριά. Διότι όλοι θεωρούν τη Σίτι άτυχη, μιλούν ακόμη και για την “κατάρα του Πεπ Γκουαρδιόλα”, αλλά κανείς δεν αμφισβητεί ότι είναι 100% ομάδα και 100% ικανή για όλα, με οποιονδήποτε αντίπαλο.

Η Παρί, όμως, έχει γίνει ανέκδοτο πια και όλοι θεωρούν ότι μπορούν να πετύχουν το καλύτερο απέναντί της, στην Ευρώπη. Μπορεί λοιπόν με το χρήμα της, αντί να βιώνει με άνετο τρόπο την ευρωπαϊκή δυστυχία της, να βρει την ευτυχία ενός τροπαίου του Τσάμπιονς Λιγκ;

Ο ένας παράγοντας στην εξίσωση, το χρήμα, παραμένει σταθερός. Αν και όχι χωρίς να έχει κατηγορηθεί πολλές φορές ότι παρακάμπτει το οικονομικό fair play της ΟΥΕΦΑ, κινούμενη στα επιτρεπτά όρια εσόδων-εξόδων με τρικ όπως η συσσώρευση δεκάδων γαλαντόμων χορηγών (που, κατά τύχη έχουν όλοι άμεση ή έμμεση σχέση με το Κατάρ), η Παρί καταφέρνει, πάντως και φαίνεται τίμια όπως η γυναίκα του Καίσαρα. Και όσα χρειαστεί να ξοδέψει, μπορεί να το κάνει.

Θα μπορούσε ο Ζιντάν να αλλάξει τη μοίρα της Παρί; (φωτογραφία: Javier Soriano, AFP)

Ο δεύτερος παράγοντας, απ’ την άλλη, παρότι γενικώς αστάθμητος, στο μυαλό του Ελ Κελαϊφί τουλάχιστον, έχει ονοματεπώνυμο. Ζινεντίν Ζιντάν. Είναι, πιστεύει ο ιδιοκτήτης της ομάδας, ο μόνος με την προσωπικότητα, το κύρος, αλλά και τη γνώση να επιβληθεί στα αποδυτήρια και να φτιάξει ένα σύνολο με πειθαρχία, σωστή τακτική και την κατάλληλη ποδοσφαιρική φιλοσοφία για να φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης. Το καλοκαίρι είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα του προσφέρει γη και ύδωρ για να τον φέρει στον πάγκο της. Και ότι είναι σε θέση, εφόσον έλθει, να καταφέρει τα πιο  πάνω ζητούμενα ο Ζιντάν, είναι. Με μια διαφορά.

Για να τα καταφέρει ο Ζιντάν δεν θα πρέπει να λειτουργήσει ως ένας ακόμη ακριβοπληρωμένος «διαχειριστής» πανάκριβων ποδοσφαιρικών σταρ.

Ο Ζιντάν μπορεί να αλλάξει την Παρί. Αλλά το… μυαλό του ιδιοκτήτη της;

Για να τα καταφέρει θα πρέπει να λειτουργήσει ως… Ζιντάν, όχι ως ένας ακόμη ακριβοπληρωμένος “διαχειριστής” πανάκριβων ποδοσφαιρικών σταρ. Να πάει, όμως, ο “Ζιζού” σε αποδυτήρια όπου, σχεδόν θεσμοθετημένα, ένας παίκτης του (ο Εμπαπέ εν προκειμένω) έχει δικαίωμα παρέμβασης σε θέματα που ξεκινούν από τις μεταγραφές και φτάνουν ως τις… αλλαγές κατά τη διάρκεια ενός ματς, απλώς “δεν παίζει”. Να πάει σε ομάδα όπου θα του πουν “αυτός είναι αναντικατάστατος κι ας ξενυχτάει βράδυ παρά βράδυ και τραυματίζεται κάθε τόσο” (ο Νεϊμάρ, εν προκειμένω), επίσης είναι ευφάνταστο σενάριο.

Γενικά, ο Ζιντάν -και πολύ σωστά- θέλει να είναι το αδιαμφισβήτητο αφεντικό στις ομάδες του. Και είναι πολύ έμπειρος για να ξέρει επίσης ότι αυτό το “μέταλλο” και το “μάτι που γυαλίζει”, πράγματα που είναι απαραίτητα για την ευρωπαϊκή διάκριση, δε θα τα βρει σε σύνολα όπου δυο-τρεις παίκτες είναι “μαχαραγιάδες” και οι υπόλοιποι κάτι σαν “αυλικοί” τους… Ούτε σε σύνολα, που εν έτει 2023 παίζουν με λογική “τους καλύτερους έχουμε μπροστά, κι αν μας βάλουν τρία, θα τους βάλουμε τέσσερα εμείς”…

Μηδέν εις το πηλίκον για τους τρεις «μεγάλους» (φωτογραφία: Reuters).

Το θέμα, εν τέλει λοιπόν, δεν είναι αν θα έλθει ή όχι ο Ζιντάν για να αλλάξει τη νοοτροπία της ομάδας, αλλά αν η νοοτροπία του… ιδιοκτήτη της θα αλλάξει τόσο ώστε να αποδεχθεί έναν αυθεντικό Ζιντάν στο τιμόνι της.

Η περίπτωση της γαλλικής ομάδας παραβιάζει, άλλωστε, ένα σωρό κανόνες της κοινής ποδοσφαιρικής λογικής.  Κι από ‘κει ξεκινάει το πρόβλημά της. Αν ο “Ζιζού” έλθει και φέρει μαζί του λίγο… γαλλικό “διαφωτισμό” στο μυαλό της διοίκησής της, (θα) έχει καλώς. Αν δεν συμβεί αυτό, ωστόσο, μάλλον τίποτε δε θα αλλάξει. Το παραμύθι θα εξακολουθήσει να έχει την ίδια κατάληξη: Όλοι στην Παρί θα περνούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καλά και όλοι στην Ευρώπη… θα περνούν καλύτερα μαζί της!

 

Διαβάστε ακόμα: Οι «κόκκινοι διάβολοι» και ο… παράδεισος του Elon Musk.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top