Πεπ Γκουαρδιόλα: κάτι περισσότερο από προπονητής ποδοσφαίρου (Φωτογραφία: cricketsoccer.com).

Υπάρχουν προπονητές κλασικοί σταχανοβίτες. Περνούν όλη την ημέρα τους πάνω σε πινακάκια με συστήματα. Υπάρχουν προπονητές-σταρ, σαν τον Μουρίνιο που είναι όλο πόζα, ακόμη και τώρα που βλέπουν ότι η εποχή τούς έχει ξεπεράσει. Υπάρχει και ο Πεπ Γκουαρδιόλα.

Αυτή η λιγνή φιγούρα των ευρωπαϊκών γηπέδων με το πάντα στιλάτο ντύσιμο, τον ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα που αν τον δεις στο δρόμο, το τελευταίο που θα σκεφτείς γι’ αυτόν είναι ότι πρόκειται για προπονητή ποδοσφαίρου. Πιο πολύ σε καθηγητή Πανεπιστημίου ή συγγραφέα φέρνει το σουλούπι του. Κι όμως, αυτή δεν είναι η μόνη νότα διαφορετικότητας του ανδρός. Υπάρχουν πάρα πολλές ακόμη.

To 2012 πήγε στη Νέα Υόρκη και παρακολούθησε μαθήματα Οικονομικών στο Κολούμπια και έγινε εμμονικός με την επανεκλογή του Μπαράκ Ομπάμα.

Οι Financial Times, θέλοντας να αναλύσουν το φαινόμενο «Γκουαρδιόλα» δημοσιεύσαν πριν από λίγες ημέρες ένα εμβριθές κείμενο του Simon Kuper, στο οποίο γίνεται απόλυτα κατανοητό γιατί ο προπονητής της Μάντσεστερ Σίτι είναι τελείως διαφορετικός από όλους τους άλλους του ποδοσφαιρικού σιναφιού.

Το 2012, μια καθοριστική χρονιά για τον Πεπ, αποφάσισε να αφήσει τα πάντα στην άκρη και να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη. Σαν να πήρε ένα χρόνο άδεια από τη σημαία. Τότε είχε μόλις τέσσερα χρόνια στους πάγκους και ήδη είχε κατακτήσει 14 τρόπαια με την Μπαρτσελόνα. Αλλος θα έμενε στα κεκτημένα. Ο Πεπ, όμως, αποφάσισε πως χρειάζεται έναν αέρα αλλαγής.

Μετέβη, λοιπόν, στη Νέα Υόρκη και παρακολούθησε μαθήματα Οικονομικών στο Κολούμπια, έγινε εμμονικός με την επανεκλογή του Μπαράκ Ομπάμα και πώς πέτυχε την εκλογική του νίκη και άρχισε να κάνει παρέα με τον Γούντι Άλεν και τον διάσημο σκακιστή Γκάρι Κασπάροφ. Με τον τρόπο του, ο Γκουαρντιόλα «ποδοσφαιροποίησε» όλα όσα έμαθε, εφαρμόζοντας τις γνώσεις που έλαβε στον δικό του τομέα.

Mε τον μέντορα Γιόχαν Κρόιφ (Φωτογραφία: 9sportpro.com).

Ένα βράδυ κατά τη διάρκεια ενός δείπνου, ο Κασπάροφ του είπε: «Τη στιγμή που κέρδισα το δεύτερο παγκόσμιο πρωτάθλημά μου το 1986, ήξερα ποιος θα με νικούσε στο τέλος». «Ποιος;» ρώτησε ο Γκουαρντιόλα. «Ο χρόνος», απάντησε ο Κασπάροφ.

Ο χρόνος καταστρέφει ιδιαίτερα γρήγορα στο ποδόσφαιρο, σημειώνει στο άρθρο του ο Simon Kuper. Οι πανίσχυροι προπονητές ξεπερνιούνται εύκολα. «Το ποδόσφαιρο είναι εξέλιξη», είπε ο Γκουαρντιόλα στον συγγραφέα Martí Perarnau. Μόνο που ο ίδιος συνεχίζει να ανανεώνεται. Αυτή την εβδομάδα κατέκτησε το πρωτάθλημα Αγγλίας με τη Μάντσεστερ Σίτι, το ένατο πρωτάθλημα σε τρεις χώρες σε 12 προπονητικές σεζόν. Στις 29 Μαΐου, η Σίτι αντιμετωπίζει την Τσέλσι στον τελικό του Champions League. Πώς ο Γκουαρδιόλα έγινε και παραμένει ο κορυφαίος προπονητής του ποδοσφαίρου;

Πιτσιρικάς ήταν ο πιο αργός παίκτης που όμως μετακινούσε την μπάλα πιο γρήγορα.

Αν κάνουμε μια μικρή επιστροφή στο παρελθόν και στα πρώτα του βήματα, πολλά πράγματα θα καταλάβουμε για την μενταλιτέ του. Ο γιος του χτίστη γεννήθηκε πριν από 50 χρόνια στο Santpedor, ένα χωριό τόσο καταλανικό που πολλοί ντόπιοι μιλούσαν την απαγορευμένη περιφερειακή γλώσσα καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας του στρατηγού Φράνκο.

Ως έφηβος στην ακαδημία νέων της Μπαρτσελόνα, τον ανακάλυψε ο προπονητής της Μπάρτσα, ο Γιόχαν Κρόιφ, ο κύριος εφευρέτης του ποδοσφαίρου του 21ου αιώνα. Ο Γκουαρντιόλα ήταν κοντόχοντρος, αργός και δεν μπορούσε να μαρκάρει, αλλά ο Κρόιφ τον έβαλε στην πρώτη ομάδα, επειδή ο Γκουαρντιόλα μπορούσε να διαβάσει το παιχνίδι. Ο πιο αργός παίκτης μετακινούσε την μπάλα πιο γρήγορα.

Απολύτα επιτυχημένος στη Σίτι (Φωτογραφία: skysports.com).

«Δεν ήξερα τίποτα για το ποδόσφαιρο μέχρι που γνώρισα τον Κρόιφ», είπε αργότερα ο Πεπ. Στην Μπάρτσα, απορρόφησε τις αρχές του cruyffismo: «Παίξε διαγώνιες πάσες με ένα άγγιγμα στο μισό του αντιπάλου, κέρδισε την μπάλα αμέσως μόλις την χάσεις, δημιούργησε χώρο ή συρρίκνωσέ τον και πέθανε με τις δικές σου ιδέες».

Συνέχισε να μαθαίνει για τα πάντα: από την καταλανική ποίηση μέχρι την τακτική του μπάσκετ.

Συνέχισε να μαθαίνει για τα πάντα: από την καταλανική ποίηση μέχρι την τακτική του μπάσκετ. Το 2008, αφού είχε προπονήσει για μια σεζόν την ομάδα Β’ της Μπάρτσα, ο σύλλογος εξέπληξε τους πάντες διορίζοντας τον 37χρονο πρωτάρη ως προπονητή. Μέσα σε 10 μήνες είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα και το κύπελλο Ισπανίας, καθώς και το Champions League. «Αυτό είναι το τέλος της καριέρας μου, κέρδισα ήδη τα πάντα», αστειεύτηκε, ή μισοαστειεύτηκε.

Ήταν ένας προπονητής που βγήκε από τη «μήτρα» του Κρόιφ, αλλά με περισσότερη αυστηρότητα και συναισθηματική νοημοσύνη από τον δάσκαλό του. Ο ίδιος ο Ολλανδός είχε ονομάσει κάποτε τον Γκουαρντιόλα και τον Ντένις Μπέργκαμπ ως τους πιο λογικούς, διορατικούς παίκτες που είχε προπονήσει: «Μπορούσες να τους ζητήσεις συμβουλές, γιατί μπορούσαν να σκεφτούν τα προβλήματα των άλλων», είχε πει για τους δύο.

Σε μια εργάσιμη ημέρα, μπορεί να περνούσε 90 λεπτά προπονώντας την ομάδα του και έξι ώρες στο γραφείο του, βλέποντας υλικό από μελλοντικούς αντιπάλους.

Ο Γκουαρντιόλα μπορούσε επίσης να εκφράσει τις ιδέες του στους παίκτες του. Τους εκπαίδευσε στον «κανόνα των 15 πασών» (ολοκληρώστε σε 15 πάσες πριν προσπαθήσετε να σκοράρετε) και στον «κανόνα των πέντε δευτερολέπτων» (αφού χάσετε τη μπάλα, ξοδέψτε πέντε δευτερόλεπτα κυνηγώντας την για να την ξανακερδίσετε).

Ήταν τόσο αναλυτής βίντεο όσο και προπονητής. Σε μια εργάσιμη ημέρα, μπορεί να περνούσε 90 λεπτά προπονώντας την ομάδα του και έξι ώρες στο γραφείο του, βλέποντας υλικό από μελλοντικούς αντιπάλους. Θα παρακολουθούσε, είπε, μέχρι «να έρθει τελικά η λαμπρή, καταπληκτική στιγμή που δίνει νόημα στο επάγγελμά μου».

Σε μια έκρηξη έμπνευσης που διαρκεί ίσως ένα λεπτό, εντοπίζει το μοιραίο ελάττωμα του αντιπάλου και συνειδητοποιεί: “Το έχω. Κερδίσαμε”. Ένα βράδυ του Μαΐου του 2009, εντόπισε το κενό μπροστά από την άμυνα της Ρεάλ Μαδρίτης που θα εκμεταλλευόταν ο καλύτερος παίκτης του, ο Λιονέλ Μέσι.

Mε τον Λιονέλ Μέσι, σε ευτυχισμένες στιγμές στην Μπάρτσα (Φωτογραφία: Andres Kudacki/Associated Press).

Ο φίλος του, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Κολούμπια, Xavier Sala i Martín, τον παρομοιάζει με την εταιρεία… Zara.

Ο φίλος του Γκουαρντιόλα, ο οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Κολούμπια, Xavier Sala i Martín, τον παρομοίασε με την ισπανική εταιρεία λιανικής πώλησης Zara, η οποία μπορεί να βγάζει μια νέα κολεξιόν κάθε δεκαπενθήμερο: «Ο Πεπ είναι συνεχής καινοτομία».

Και ξαφνικά αποφασίζει να φύγει από την Μπάρτσα κάτι που δύσκολα το κάνει κάποιος οικειοθελώς. Ο Πεπ, όμως, είπαμε: είναι ξεχωριστός. Είχε ήδη συνειδητοποιήσει πως η μάθηση απαιτεί μετανάστευση. Μετά τη Νέα Υόρκη, πήρε τη σύζυγό του Κριστίνα και τα τρία παιδιά του στη Γερμανία, όπου ανέλαβε την Μπάγερν Μονάχου και επέφερε πολλές αλλαγές στο παιχνίδι της. Προσανατόλισε το παιχνίδι της ομάδας περισσότερο προς το κέντρο του γηπέδου και απορρόφησε μέρος του ρυθμού του γερμανικού ποδοσφαίρου. Στόχος του Γκουαρδιόλα δεν ήταν ποτέ η απλή νίκη. Ηταν και είναι να παίξει το καλύτερο ποδόσφαιρο του παρόντος.

Του αρέσει το γκολφ, ο κινηματογράφος, το φαγητό και το ποτό, και να γκρινιάζει για την ισπανική πολιτική, αλλά ποτέ για πολύ. Ο βοηθός του, Μανουέλ Εστίαρτε, κάποτε θρυλικός παίκτης του πόλο, επινόησε τον «νόμο των 32 λεπτών»: αυτό είναι το περισσότερο που μπορεί να περάσει ο Γκουαρντιόλα χωρίς να σκέφτεται το ποδόσφαιρο.

To μότο του:«Τα παιδιά μου θα είναι καλύτερα από εμένα και οι προπονητές του μέλλοντος θα με ξεπεράσουν αναμφίβολα».

Το 2016, η Μάντσεστερ Σίτι το φλέρταρε έντονα και τον κέρδισε. Πήγε σε μεγάλο βαθμό επειδή εμπιστευόταν το front office της Σίτι: ο διευθύνων σύμβουλος Φεράν Σοριάνο και ο διευθυντής ποδοσφαίρου Τσίκι Μπεγκιριστάιν είχαν συνεργαστεί μαζί του στην Μπάρτσα.

Ο Γκουαρντιόλα συνέχισε να καινοτομεί. Μερικές φορές τα πειράματά του αποτυγχάνουν, αλλά αν δεν πειραματίζεσαι, δεν εξελίσσεσαι. Τη φετινή σεζόν παρέταξε συχνά μια ομάδα χωρίς επιθετικό. Ακόμη και τον Νοέμβριο, όταν η Σίτι ήταν δέκατη στο πρωτάθλημα, ήταν ευχαριστημένος που βρισκόταν εκεί που βρισκόταν, στο βροχερό Μάντσεστερ, οδηγώντας μια δεκτική, ανικανοποίητη ομάδα. Έχει το χάρισμα, σπάνιο στην υστερική βιομηχανία του ποδοσφαίρου, να αξιολογεί τη διαδικασία και όχι τα αποτελέσματα.

Ποιος θα μπορούσε να είναι ο επόμενος σταθμός του; Ας είμαστε αντικειμενικοί. Πουθενά αλλού δεν θα βρει ένα εργασιακό περιβάλλον υψηλότερου επιπέδου, πιο απροβλημάτιστο από τη Σίτι. «Έχω βρεθεί στην Ισπανία, έχω βρεθεί στη Γερμανία και μπορώ να πω ότι το πρωτάθλημα της Αγγλίας είναι το πιο δύσκολο», λέει.

Παρόλα αυτά, θα συνεχίσει να εξελίσσεται, γιατί η κοσμοθεωρία του το απαιτεί. «Τα παιδιά μου θα είναι καλύτερα από εμένα», εξηγεί. «Και οι προπονητές του μέλλοντος θα με ξεπεράσουν αναμφίβολα». Αλλά ίσως όχι αυτοί του παρόντος.

 

Διαβάστε ακόμα, το ναυάγιο της ευρωπαϊκής «Super League»: Και η μπίζνα έχει τα όρια της.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top