cover-kiosk

Χάσαμε την ευκαιρία να τα κάνουμε μια ελληνική εκδοχή των βρετανικών κόκκινων τηλεφωνικών θαλάμων.

«Μεταρρύθμιση, μεταρρυθμιστές, αλλαγή, αλλάζουμε», είναι μερικές από τις πιο πολυχρησιμοποιημένες και παρεξηγημένες έννοιες τα τελευταία πέντε χρόνια στην Ελλάδα. Ποιος από εμάς γνωρίζει ότι η έννοια «Μεταρρύθμιση» εμφανίστηκε τον 16ο αι., και δεν ήταν παρά ένα θρησκευτικό κίνημα που ίδρυσε τον Προτεσταντισμό ως τον τρίτο μεγάλο κλάδο του Χριστιανισμού;

Ποιος θα το φανταζόταν ότι, στην ουσία της, η Μεταρρύθμιση δεν ζητά κάτι άλλο πέρα από τον ζωτικό της χώρο σε κάτι που πνίγει ένα κομμάτι του πληθυσμού; Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει στη χώρα μας τα τελευταία είκοσι χρόνια: ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας νιώθει να πνίγεται μέσα σ’ ένα πολιτικό παιχνίδι μικροσυμφερόντων και συναλλαγής ανάμεσα σε παράγοντες και παραγοντίσκους. Ένα κομμάτι του πληθυσμού, όντας ανοργάνωτο και χωρίς συνοχή, νιώθει να καταπιέζεται από συντεχνίες και συνδικάτα που πάντα κερδίζουν κάτι παραπάνω.

Κάθε φορά που θα προσπαθούμε να αναζητήσουμε τις αιτίες και τις αγκυλώσεις της ελληνικής Πολιτείας σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση, θα ήταν καλό να ανατρέξουμε στην περίπτωση των περιπτέρων. «Θυμήσου το περίπτερο», θα ήταν ένα καλό motto υπενθύμισης.

Τα πρώτα περίπτερα εμφανίστηκαν, μετά την ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο του 1897 με την Τουρκία, πρώτα στα αστικά κέντρα της ελληνικής περιφέρειας. Στην Αθήνα, το πρώτο περίπτερο έκανε την εμφάνισή του στην οδό Πανεπιστημίου το φθινόπωρο του 1911. Το ποσό μισθώσεως ξεκινούσε από τις 20 δραχμές και έφτανε μέχρι τις 250 δραχμές. Τα όποια χρήματα εισπράττονταν, διατίθεντο υπέρ της δημιουργίας Ειδικού Ταμείου Προικοδοτήσεως Θυγατέρων και Τραυματιών Πολέμου.

Εξυπηρετούσε ανάγκες, τόσο κοινωνικές, όπως ανάπηροι πολέμου, όσο και καταναλωτικές, διότι δημιούργησε μια καινοτομία που έδινε τη δυνατότητα σε πολλές ελληνικές εταιρείες να πωλούν τα προϊόντα τους σε κεντρικά σημεία της πόλης. Να μια καλή ιδέα: τα περίπτερα να πωλούν μόνο ελληνικά προϊόντα, εφόσον πριμοδοτούνται, καταλαμβάνοντας δημόσιο χώρο σε προνομιακή τιμή.

Το περίπτερο είναι η πρώτη ελληνική, καταναλωτική γαρ, καπιταλιστική καινοτομία. Ίσως η πρώτη και μεγαλύτερη συνεισφορά μας στην «τέχνη» του retail.

Τα περίπτερα, λοιπόν, κατά τη δημιουργία τους, ικανοποιούσαν τις καταναλωτικές ανάγκες τόσο των Ελλήνων πολιτών όσο και των τουριστών και επισκεπτών. Το περίπτερο είναι η πρώτη ελληνική, καταναλωτική γαρ, καπιταλιστική καινοτομία. Ίσως η πρώτη και μεγαλύτερη συνεισφορά μας στην «τέχνη» του retail.

Το ερώτημα, το οποίο προκύπτει σήμερα, είναι αν επιτελούν το σκοπό για τον οποίο σχεδιάστηκαν, δημιουργήθηκαν και, εντέλει, εξελίχθηκαν σ΄ αυτό που είναι σήμερα. Δεν είναι λίγες οι φορές που η παράνομη ανάπτυξη των περιπτέρων λειτούργησε σε βάρος των γειτονικών καταστημάτων, χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει αυστηρός μηχανισμός ελέγχου τους. Σκέψου δηλαδή, να έχεις ενοικιάσει κατάστημα στην πλατεία Φιλικής Εταιρείας (Κολωνακίου), να πληρώνεις ενοίκιο αρκετών χιλιάδων ευρώ, και η βιτρίνα σου να πλημμυρίζει από «Άστρα & Όραμα» και «Μανίνα». Αυτό είναι το ένα πρόβλημα.

Διαβάστε ακόμα: Aνοιχτή επιστολή προς τον Υπουργό κ. Αριστείδη Μπαλτά.

Το άλλο ζήτημα που έχει προκύψει, δυστυχώς, την τελευταία διετία είναι τα εγκαταλελειμμένα περίπτερα. Τα κουφάρια που έχουν προκύψει, ουκ ολίγες φορές χρησιμεύουν ως στύλοι ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ-ΠΩΛΕΙΤΑΙ. Συνεχίζουν λοιπόν, παρά το γεγονός ότι παραμένουν κλειστά, να δημιουργούν κατ’ αρχάς αισθητικό ζήτημα σε γειτονιές, οι οποίες ούτως ή άλλως με τα άδεια μαγαζιά έχουν χάσει την παλιά τους αίγλη και, στη συνέχεια, να παραμένουν εκεί να μας θυμίζουν την Ελλάδα του πολέμου και της στρεβλής ανάπτυξης της Οικονομίας.

Θα διερωτάστε λοιπόν, γιατί δεν αλλάζει κάτι; Στη μικρή αναζήτηση που έκανα και στις συνεχείς ερωτήσεις μου σε αρμόδιους φορείς, κατέληξα στο συμπέρασμα πως κανείς δεν έχει ακριβώς την ευθύνη. Όπως για τίποτα σε τούτη τη χώρα. Η υπόθεση των περιπτέρων είναι ένα μικρό παράδειγμα πως για τα περισσότερα πράγματα κανείς δεν θα πάρει την ευθύνη, εκτός αν έρθει κάποιος Υπουργός που, στους 6 μήνες θητείας του, αποφασίσει να κάνει κάτι γι’ αυτό. Αλίμονό μας, δηλαδή.

Για πολλά χρόνια ήμασταν υπερήφανοι για τούτη την πρωτοτυπία. Λέγαμε, κάθε φορά που επισκεπτόμασταν πόλεις του εξωτερικού, πως πουθενά αλλού δεν υπάρχουν. Με τον καιρό όμως, τα περίπτερα χάσανε το χαρακτήρα τους και γίνανε μίνι μάρκετ.

Τα περίπτερα: μια εξαιρετική προσπάθεια. Για πολλά χρόνια ήμασταν υπερήφανοι για τούτη την πρωτοτυπία. Λέγαμε, κάθε φορά που επισκεπτόμασταν πόλεις του εξωτερικού, πως πουθενά αλλού δεν υπάρχουν. Με τον καιρό όμως, τα περίπτερα χάσανε το χαρακτήρα τους και γίνανε μίνι μάρκετ. Αισθητικά γίνανε κιόσκια διαφήμισης σιγαρέτων και χάσανε τη γραφικότητά τους. Γιατί να μην έχουμε υποστηρίξει την αισθητική ομοιότητα των συμπαθέστατων κιτρινοπών κατασκευών, ώστε να επιτύχουμε την αναγωγή τους σε γραφικό χαρακτηριστικό της μοντέρνας Ελλάδας; Μια ελληνική εκδοχή των βρετανικών τηλεφωνικών θαλάμων.

Σήμερα, ενοίκιο, ρεύμα και ασφάλιση κάνουν τη συντήρηση πολύ ακριβή. Αναρωτιέται λοιπόν κάποιος: Γιατί να υπάρχουν; Γιατί να νοικιάζει το Κράτος στην ουσία δημόσιο χώρο, ενώ πολύ φθηνά καταστήματα παραμένουν χωρίς ενοικιαστή και ενώ τα κιτρινωπά συνήθως κακοσυντηρημένα κιόσκια υποβιβάζουν ακόμα περισσότερο τον ήδη ταλαιπωρημένο δημόσιο χώρο μας; Ας τα φτιάξουμε όπως πρέπει ή ας τα αλλάξουμε.

Θα μου πείτε: ποιος θα πάρει την ευθύνη για μια μεγάλη μεταρρυθμιστική απόφαση; Θα εμφανιστεί το συνδικάτο των περιπτερούχων, οι φίλοι του περιπτέρου, θα δημιουργηθεί σύλλογος συμπαράστασης συγγενών θυμάτων του πολέμου και ούτω καθεξής. Ο Υπουργός ή ο Δήμαρχος θα φοβηθεί το πολιτικό κόστος και θα παγώσει και τούτη τη μεταρρύθμιση. Όλα λοιπόν, στην Ελλάδα έχουν το κόστος τους. Ας το ζυγίσουμε λοιπόν και ας αποφασίσουμε. Ποια Ελλάδα θέλουμε.

Έχοντας εις γνώση τους τα καθέκαστα, οι μεγάλοι άντρες της πολιτικής μας, δεν θα σκεφτούν καν την όποια ριζοσπαστική απόφαση. Αυτό μέχρι κάποιος να πάρει τη μεγάλη πολιτική απόφαση να φέρει στην Ελληνική Βουλή το μεταρρυθμιστικό Διάταγμα του να απομακρύνει τα εγκαταλελειμμένα, να αναβαθμίσει την αισθητική των εναπομεινάντων και να τα εντάξει σε μια ενιαία αρχιτεκτονική με τον περιβάλλοντα χώρο.

Έτσι ώστε οι άνθρωποι που περνούν τη μισή ζωή τους σ’ αυτό το κουτί, να απολαμβάνουν τις ώρες εργασίας τους περισσότερο και εμείς να χαιρόμαστε περισσότερο να τα βλέπουμε και να τα χρησιμοποιούμε και -γιατί όχι- να τα μεταμορφώσουμε σε σύγχρονο icon.

 

Διαβάστε ακόμα: Η πόλη δεν είναι μόνο για τους “κανονικούς”.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top