O «Νουρέγιεφ» του ελληνικού ποδοσφαίρου, Βασίλης Χατζηπαναγής.

Στην χώρα της λήθης, σε μια κοινωνία που -συνήθως, για να μην πω πάντα- (δεν) παίρνει ό,τι της αξίζει, οι άνθρωποι που σκοτώνονται εδώ και δεκαετίες για «σώβρακα και φανέλες» που τραγουδούσε και το «εθνικό μας τρολ» πριν καν υποψιαστεί κάποιος τον όρο, ψήφισαν κάποτε ως «καλύτερο ποδοσφαιριστή των τελευταίων 50 ετών» στην Ελλάδα, έναν τύπο που δεν έπαιξε ποτέ για κανέναν από τους «4 μεγάλους», που δεν χάρηκαν ποτέ με την φανέλα της Εθνικής, αλλά που έκοψε περισσότερα εισιτήρια από οποιονδήποτε άλλο στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Αποδεικνύοντας πως η αξία, ακόμα και στην πατρίδα του υπαρκτού σουρεαλισμού, μπορεί να ξεπεράσει, ακόμα και στο πιο νοσηρό τμήμα του κοινωνικού υποσυνείδητου, τα πάθη, και να δικαιώσει έναν «εξωγήινο» που χόρευε ανάμεσα μας. Τον Μεγαλύτερο όλων, τον «Βάσια» που δεν μπορούσε να φρενάρει κανείς, τον Βασίλη Χατζηπαναγή.

Για όσους δεν το θυμούνται ή απλά δεν το γνώρισαν, υπήρξαν εποχές που τα γήπεδα ήταν γεμάτα, οι φίλαθλοι των ομάδων κάθονταν μαζί κι ανάμεικτοι για να δουν «μπάλα» κι όχι για να βγάλουν τα σώψυχα τους στους πιο βιτσιόζους ερασιτέχνες του κόσμου, τους επόπτες γραμμών (έτσι τους λέγαμε μια ζωή), τα συνθήματα ήταν συνήθως έξυπνα και όχι βγαλμένα από ψυχολογικούς βόθρους, και τα πρωταθλήματα αμφίρροπα.

Τώρα πως εγώ, γέννημα θρέμμα Κορυδαλλιώτης, με πατέρα Παοκτσή, που πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία ανάμεσα σε ερυθρόλευκα κασκόλ, και σημαίες με σφυροδρέπανα στην παρακείμενη Κοκκινιά, κατέληξα να είμαι Ηρακλής, δεν είναι όσο απίθανο μπορεί να (μην) φαντάζεται κανείς.

Βασίλης Χατζηπαναγής και Σάββας Κωφίδης.

Πρώτο ματς που θυμάμαι στη ζωή μου, Σεπτέμβρης του ‘83, πεντέμιση χρονώ σποράκι, κι ο μπαμπάς με τον (σαν δεύτερο παππού μου) νονό μου, με παίρνουν στο γήπεδο, «δώρο» που άρχισα δημοτικό, μεγάλωσα πια ξεκάθαρα και μπορώ να έχω δικό μου φελιζόλ «μαξιλαράκι» και θέση στα τσιμέντα, τι χαρά και τιμή για έναν μπόμπιρα που ήξερε απ’ έξω όλο το ελληνικό πρωτάθλημα ήδη απ’ τα αυτοκόλλητα της Πανίνι, και είχε ήδη περάσει ένα καλοκαίρι φωνάζοντας «Μα-ρα-ντό-να», παρότι η πραγματική μου αγάπη τα επόμενα χρόνια θα γινόταν διά παντώς η Βραζιλία με τα ασύγκριτα δεκάρια της και τα «ασυνάρτητα» τέρματα της.

Το ματς είναι Αιγάλεω – Ηρακλής, στη γειτονιά του Ζαμπέτα, και μπαίνουμε σε μια από τις αριστερές θύρες της Θηβών. Καθόμαστε στο κέντρο της εξέδρας, με τον επόπτη μπροστά μας και χαμηλά, η ορατότητα είναι καλή, ακόμα και για έναν πιτσιρίκο χωρίς κασκόλ (και χωρίς ομάδα στην πραγματικότητα ακόμα, αφού κανείς από τους δικούς μου δεν έχει καμία επιμονή να μου επιβάλει την δική του «αλήθεια» ή «πίστη», όπως η πλειοψηφία των Ελλήνων πατεράδων που έχουν ταυτισμένη την έννοια της «κληρονομιάς» τους με ό,τι έχουν οι ίδιοι στο κεφάλι τους και την αναλλοίωτη μεταφορά των στο μυαλό των απογόνων τους).

Το γήπεδο, όπως δεκάδες άλλα όπως θα ανακαλύψω για τα επόμενα 20 χρόνια γυρνώντας την χώρα πρώτα ως λάτρης της μπάλας και του αθλητισμού, και στην συνέχεια ως αθλητικογράφος ( που αφελώς ή ρομαντικώς σκεπτόμενος πίστευα πως η δουλειά μου ήταν να βρίσκομαι εκεί) για να μεταφέρω όσα συνέβαιναν μπροστά μου, ήταν παλιό, μύριζε πολλά και διόλου ευχάριστα πράγματα, ήταν άβολο, σκληρό, άγριο, αλλά ταυτόχρονα είχε μια «αντρική», «συνωμοτική» αύρα, μια αίσθηση αρένας αλλά και μαγικής, σχεδόν μυστικιστικής ενέργειας, και συσσώρευε όσο περνούσε η ώρα και πλησίαζε η σέντρα, μια εντυπωσιακή βαβούρα η οποία όμως λειτουργούσε σαν αυτόνομος οργανισμός, κατευθυνόμενη από την απόλυτη λατρεία όλων όσων βρίσκονταν εκεί’ την μπάλα.

«Το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι μια ομάδα με μια εμφάνιση που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Μπλε σορτσάκια, αυτά τα κλασικά σατέν φουσκωτά ποδοσφαιρικά 80s».

Οι ομάδες βγαίνουν στο γήπεδο, μην φανταστείτε τώρα κανένα χορτάρι παχύ, σαν τα χαλιά που έχουμε καλομάθει απ’ το ποδόσφαιρο των εκατομμυρίων δυο δεκαετίες και βάλε τώρα, τα παπούτσια δεν έχουν χρώματα, ούτε σχέδια, οι μπάλες μοιάζουν σαν θησαυροί που κάθε παιδί ελπίζει να αγγίξει για λίγο σε καμιά στραβοκλωτσιά που μπορεί να τις στείλει στην εξέδρα, κι οι ποδοσφαιριστές είναι κατά βάση μυθιστορηματικές λούμπεν μορφές, σε μια δεκαετία που το στυλ ουρλιάζει πνιγμένο από κολομβιανές σκόνες, αλλά σε μια χώρα που ξυπνάει κι ονειρεύεται να μοιάσει στον «Λαλάκη τον εισαγόμενο».

Και το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι μια ομάδα με μια εμφάνιση που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Μπλε σορτσάκια, αυτά τα κλασικά σατέν φουσκωτά ποδοσφαιρικά 80s που σήμερα μοιάζουν απλά ακαταλαβίστικα, και μια φανέλα γαλάζια, με πολύ λεπτές μπλε ρίγες και δυο τεράστια λευκά διαφημιστικά σήματα στο κέντρο. Τα μάτια μου κάνουν πουλάκια. Η καλύτερη εμφάνιση στην ιστορία του Ηρακλή, και μια από τις πιο στυλάτες, όμορφες και (κυρίως) αξέχαστες στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.

«Ο Χατζηπαναγής δεν περπατάει με την μπάλα στα πόδια. Ποιεί Τέχνη».

Το παιχνίδι αρχίζει, στο γήπεδο οι Αιγαλεώτες που φωνάζουν τριγύρω μας, χρειάζονται μόλις λίγα λεπτά για να περάσουν από τα «γαλλικά» στον επόπτη στα «ωωωω» και «αααα» και «τι κάνει ο άνθρωπος»…. Ο Ηρακλής, η ομάδα με την απίθανη φανέλα, έχει δύο παίκτες με ίδιο μαλλί, σαν ροκ σταρ βγαλμένους από τις αφίσες του Μπλεκ και του Αγοριού, οι οποίοι κάθε φορά που βρίσκονται μεταξύ τους, κρύβουν την μπάλα. Ο νεαρός αρχηγός Σάββας Κωφίδης στο κέντρο, μοιράζει και κόβει, όχι πως καταλαβαίνω ακόμα τι χαφ υπερπλήρες ήταν ο Σάββας φυσικά, αλλά κυρίως, στέλνει την μπάλα συστημένη στον χορευτή. Ο Χατζηπαναγής δεν περπατάει με την μπάλα στα πόδια. Ποιεί Τέχνη. Κάθε φορά που η μπάλα τον πλησιάζει, όλο το γήπεδο σηκώνεται στο πόδι. Κάθε του προσποίηση τρομοκρατεί τους ακραίους του Αιγάλεω, που (όπως όλες οι ομάδες που τον αντιμετώπιζαν σε όλη του την καριέρα) στέλνουν δύο και τρεις παίκτες πάνω του, όχι για να του πάρουν την μπάλα φυσικά, αλλά για να μην προλάβει να αρχίσει να τους περνάει όλους με ταχύτητα κοντά ή μέσα στην περιοχή.

Κάποια στιγμή, πλησιάζει προς το μέρος μας, τον βλέπω να τρέχει με την μπάλα στο αριστερό και να πλησιάζει την γραμμή του πλαγίου, με την πλάτη προς το κέντρο του γηπέδου. Ακόμα και όρθιος δεν μπορώ να δω καλά την σέντρα που κάνει γιατί οι μπροστινοί μου σηκώνονται και το μόνο που βλέπω είναι ένα κεφάλι να γυρνάει κάπου πίσω από το πέναλτι, και την μπάλα στα δίχτυα. Το γήπεδο δεν πανηγυρίζει, ο (ηρακληδέας) νονός κι ο μπαμπάς μου λένε «το είδες;», ο μπαμπάς με σηκώνει ψηλά, και το μόνο που βλέπω πια είναι οι δυο τύποι με τα μαλλιά κι όλη η υπόλοιπη ομάδα να αγκαλιάζονται μπροστά μας και να πανηγυρίζουν. Είμαι πλέον ένας απ’ αυτούς.

Το ματς είναι ακόμα νωρίς, υπάρχουν φυσικά πολλοί που βρίζουν και γαβγίζουν, αλλά οι περισσότεροι καταλαβαίνουν πως αυτοί εδώ είναι ανώτεροι αντίπαλοι, πως το γκολ είναι δίκαιο, πως δεν έχει νόημα να μειώσουν την προσπάθεια των τύπων που γιορτάζουν. Στο δεύτερο ημίχρονο, έχω ήδη αρχίσει να βαριέμαι γιατί προφανώς δεν πολυκαταλαβαίνω τι συμβαίνει στο γήπεδο. Αλλά έτσι κάθομαι και προσέχω τις λεπτομέρειες. Τους παίκτες. Τα πρόσωπα τους. Το τι κάνουν με την μπάλα. Τον τρόπο που κινούνται όταν είναι μακριά από τις φάσεις. Ένας ακόμα τύπος, με το νούμερο 8, δείχνει να παίζει σαν να είναι «από άλλη πίστα». Ο Λάκης Παπαϊωάννου.

«Είχα προλάβει να δω διάφορες παραστάσεις του Χατζηπαναγή, με σπουδαιότερη εκείνη στην Νέα Φιλαδέλφεια».

Δεν προκαλεί επιφωνήματα σαν τον Βάσια, αλλά κάθε φορά που βρίσκει χώρο και τρέχει με τη μπάλα, το μισό γήπεδο δαγκώνεται από φόβο. Αλλά εκεί που ενθουσιάζομαι είναι όταν βλέπω τον τερματοφύλακα! Ένας γίγαντας, σαν ρομπότ με τεράστια χέρια, αυτά τα παλιά γάντια που έμοιαζαν με μαγικά εργαλεία, κι ένα μουστάκι που θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ. Ο Μπλάνκο Γκεοργκίεφ, έμοιαζε με σούπερ ήρωα, αλλά με την αίσθηση που οι αρχαίοι έλληνες έδιναν στους θεούς τους, σε μια εποχή που ο He-Man και τα GIJOE ήταν ότι κοντινότερο είχαμε σε υπερήρωες ως πιτσρικάδες.

Εκείνη τη χρονιά, ο Ηρακλής έφτασε πιο κοντά από ποτέ (στα μεταπολεμικά χρόνια τουλάχιστον) σε ένα πρωτάθλημα, αλλά τελικά βγήκε τρίτος. Είχα προλάβει να δω διάφορες παραστάσεις του Χατζηπαναγή, με σπουδαιότερη εκείνη στην Νέα Φιλαδέλφεια, όπου θυμάμαι τον μπαμπά να προσπαθεί να μου κλείσει το στόμα όταν η ομάδα μου πλέον, πετύχαινε το τρίτο γκολ, στην εξέδρα πάνω από την σκεπαστή που έμοιαζε σοκαρισμένη από τα όσα έκανε ο «Νουρέγεφ».

Υστερα από την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας 1975-76.

Τέσσερα χρόνια μετά, άνοιξη του 87, σε μια χώρα που καιγόταν από ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, ο νονός, ο γιος του κι ο εγγονός του, τρεις γενιές ηρακλειδείς, κι οι μοναδικοί άνθρωποι που μπορούσαν να με καταλάβουν στον κόσμο εκείνη την ημέρα, έχουν κατέβει με φορτηγάκι απ’ την Θεσσαλονίκη, μαζί με καμιά 20αριά χιλιάδες ακόμα για να πάμε όλοι μαζί στο Ολυμπιακό Στάδιο, για τον τελικό κυπέλλου με τον ΟΦΗ. Το «Στάδιο», ακόμα έτσι το λέγαμε, ούτε ΟΑΚΑ ξέραμε, ούτε τίποτα ανάλογο, είναι μισογεμάτο, οι Κρητικοί απέναντι μοιάζουν με «Σταρτρούπερς» της «Αυτοκρατορίας» με τα μαύρα και τα στιβάνια τους, ο Κωφίδης σουτάρει και κάνει το 1-0 έξω απ’ την περιοχή, πρέπει να φώναξα πιο δυνατά απ’ όλη μου την ζωή τότε, αλλά τρία λεπτά αργότερα ο ΟΦΗ ισοφαρίζει και τελικά θα χάσουμε στα πέναλτι.

Περνώντας τα χρόνια, ο πατέρας μου μείωσε τα γήπεδα, μέχρι που σταμάτησε να πηγαίνει, για μια σειρά από λόγους. Εγώ σχεδόν μεγάλωσα ανάμεσα στην θύρα 8 του Καραϊσκάκη (φτηνά εισιτήρια αλλά χωρίς να τρώμε το σπρώξιμο από τις «σχιζοφρένειες» των παιδιών με τα flying), στο ΣΕΦ όπου έχω δει από το Φάιναλ Φορ που ο Ίβκοβιτς είχε βάλει τον Κόρφα να μαρκάρει τον Κούκοτς, μέχρι παγκόσμιο πρωτάθλημα εφήβων πινγκ πονγκ και Κύπελλο άνοιξης στο γυναικείο βόλεϊ, αλλά κυρίως άπειρο Ολυμπιακό, και στο «Δημοτικό Στάδιο Νίκαιας» όπου παίζει η ομάδα του Κορυδαλλού (!), η απερίγραπτη σε κάθε επίπεδο, Προοδευτική.

Αλλά σταθερά πήγαινα να δω παιχνίδια της ομάδας μου, ακόμα και μετά την αποχώρηση του Χατζηπαναγή, αλλά απέκτησα έναν νέο ήρωα, στο μπάσκετ αυτή την φορά, το «ξανθό σκυλί», τον Γιούρι Ζτντοβτς. Ο Ηρακλής ήταν πάντα το αποκούμπι μου, Τετάρτες απογεύματα, Σάββατοκύριακα με ψιλόβροχο, αν βαριόμουν τις παρέες (οι άνθρωποι μοιάζουν να έχουν ξεχάσει πόσο βαριόμασταν στα 80s και στα 90s, πόσες αιωνιότητες τρώγαμε παίζοντας τάβλι, ή χαζεύοντας το κενό σε πλατείες και παγκάκια), αν δεν είχα ραντεβού να περιμένω, αν απλά έψαχνα αφορμή να κάνω μια βόλτα, θα πήγαινα να τον δω σε κάποιο από τα δεκάδες γήπεδα της Αττικής. Ποδόσφαιρο, ή πιο συχνά όσο περνούσαν τα χρόνια, μπάσκετ και βόλεϊ, η μπλε φανέλα, άλλοτε ριγέ κι άλλοτε ολόχρωμη, με έκανε να νιώθω όλα εκείνα που μόνο η καψούρα με μια ομάδα και η μπάλα μπορούν να σε κάνουν να αισθανθείς. Εκτός από ένα πράγμα βέβαια. Να νιώσω «πρωταθλητής».

«Αυτό που οι κυνηγοί τίτλων δεν καταλαβαίνουν ποτέ, είναι η ταυτότητα κι η αληθινή πηγή της λατρείας των ανθρώπων που αγαπάμε τον Ηρακλή».

Βρέθηκα δυο φορές στο βόλεϊ, σε γήπεδα που κερδίσαμε τίτλους. Είδα πως είναι οι άνθρωποι που ταυτίζεσαι με τον πόνο και τον ιδρώτα τους να σηκώνουν ένα βαρύ σιδερένιο τρόπαιο ψηλά. Πως σε βλέπουν οι αντίπαλοι όταν τους έχεις κερδίσει. Ακόμα και στο σπίτι τους. Αλλά αυτό δεν με έκανε ποτέ πιο γεμάτο, πιο παθιασμένο, πιο αφοσιωμένο στην ομάδα μου. Η ομάδα μου, δεν είναι κομμάτι μου, ψυχή μου και καψούρα μου γιατί έχουμε σχέση ιδιοτέλειας. Εγώ κι ο Ηρακλής είμαστε δεμένοι με κάτι πιο δυνατό από τα πρωταθλήματα και τα κύπελλα και τις αποτυχίες. Είμαστε το πάθος, ειδωμένο από δυο πλευρές. Μια πρωτόγονη ανάγκη, ένα ένστικτο, λίγο αυτοκαταστροφικό, αλλά πολύ περισσότερο λυτρωτικό.

Εδώ και κοντά μια δεκαετία, η ομάδα μου περνάει όλο και πιο δύσκολα. Παλεύει να συντηρήσει την ύπαρξη της. Αυτό που οι κυνηγοί τίτλων δεν καταλαβαίνουν ποτέ, είναι η ταυτότητα κι η αληθινή πηγή της λατρείας των ανθρώπων που αγαπάμε τον Ηρακλή ή άλλα κατ’ αντιστοιχία «παράλογα» πάθη’ είναι απλά και ξεκάθαρα η διττή ανθρώπινη φύση. Είμαι Ηρακλής γιατί είμαι «παίκτης», με την ντοστογεφσκική έννοια. Και η ομάδα μου, είναι αυτή που πάντα θα ανεβάζει τους σφυγμούς μου. Όπως την πρώτη φορά που έγινε δική μου.

 

Διαβάστε ακόμα: H ομάδα μου στο μπάσκετ – Γιατί αξίζει να είσαι Blazer fan.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top