Ο Πιρς ισορροπούσε με μαεστρία ανάμεσα στο σκανταλιάρικο, αγορίστικο ύφος και την αρρενωπή στιβαρότητα.

Είναι εύκολο να γκρεμίζεις κάτι όπως κάνουν οι παραγωγοί του Μποντ στο No Time To Die. Είναι δύσκολο να κτίζεις κάτι όπως έκαναν ο Φλέμινγκ (συγγραφέας), ο Κόνερι (ηθοποιός), ο Γιάνγκ (σκηνοθέτης) και ο Μπρόκολι (παραγωγός) πριν από 60 χρόνια. Εξίσου δύσκολο είναι να συνεχίζεις κάτι επιτυχημένο, γι’ αυτό και άλλοι το κατάφεραν (Ρότζερ Μουρ) και άλλοι απέτυχαν (Τίμοθι Ντάλτον). Ξέρετε όμως τι είναι πιο δύσκολο απ’ όλα; Να αναστήσεις κάτι μισοπεθαμένο! Αυτό το βαρύ φορτίο θα πρέπει να κουβαλήσει στη συνέχεια το Bond franchise, μετά το ιερόσυλο τέλος της τελευταίας ταινίας που βγήκε στις αίθουσες.

Όμως, μισό λεπτό: ξεχνάμε κάτι εδώ, ή μάλλον κάποιον. Ένα πρόσωπο το οποίο ανέστησε ήδη μια φορά τον 007 και δεν λαμβάνει σχεδόν κανέναν έπαινο για το κατόρθωμα του. Μιλώ για τον αληθινό «νέο Μποντ». Τον αγαπητό και σεβαστό Πιρς Μπρόσναν. Ο Πιρς ανέστησε και αποκατέστησε τον μύθο του 007, όμως η προσφορά του αυτή όχι μόνο δεν έχει αναγνωριστεί αλλά έχει επισκιαστεί από τον οδοστρωτήρα Ντάνιελ Κρεγκ.

Ο Πιρς βγήκε «σαστισμένος» σε έναν μετακομμουνιστικό κόσμο όπου οι κατάσκοποι θεωρούνταν κάτι γραφικό και ξεπερασμένο.

Ο Πιρς, μια αξιόλογη μορφή του μποντισμού έχει καταλήξει να θεωρείται ένας χαζοχαρούμενος Μποντ, κάτι σαν μεταγενέστερη εκδοχή του (θαυμάσιου) Ρότζερ Μουρ, ή ένας μεταβατικός, «ανώδυνος» Μποντ όπως ο Τίμοθι Ντάλτον. Εν ολίγοις, σαν ένας ακόμα αναλώσιμος 007, στη μεγάλη «νεκρή περίοδο» ανάμεσα στον Κόνερι και στον Κρεγκ όπως τουλάχιστον θέλουν να τη βλέπουν οι αναθεωρητές του μποντισμού που δεν αντιλαμβάνονται τα όμορφα σαμπανιζέ στοιχεία του μύθου. Αυτό όμως είναι άδικο απέναντι στον Πιρς, και ανιστόρητο απέναντι στον μποντισμό. Ας δούμε γιατί:

Η δεύτερη και τελευταία ταινία 007 με πρωταγωνιστή τον καλό ηθοποιό αλλά άνοστο Μποντ Τίμοθι Ντάλτον, το License to Kill, βγήκε το 1989, τη χρόνια της πτώσης του τείχους του Βερολίνου και του «Τέλους της Ιστορίας». Εκεί, ο Μποντ κυνηγούσε έναν έμπορο ναρκωτικών ονόματι Σάντσεζ, στη Φλόριντα. Πιασ´το αβγό και κουρευ’το… Ο Μποντ, αυτό το «απομεινάρι του ψυχρού πολέμου» (έτσι τον χαρακτηρίζει η Μ άμα τη επανεμφανίσει του το 1995) σχεδόν δεν είχε πια λόγο ύπαρξης. Πράγματι, χρειάστηκαν 6 ολόκληρα χρόνια (εξίμισι για την ακρίβεια), καθυστέρηση ρεκόρ για να βγει νέα ταινία Μποντ, ως το Νοέμβριο του 1995 που βγήκε στις αίθουσες το Goldeneye, με πρωταγωνιστή έναν σχετικά άγνωστο Ιρλανδό: Τον Pierce Brendan Brosnan.

Χαλαρός, μέσα στο τανκ: Ο Μπρόσναν έγινε Bond σ’έναν κόσμο μετά τον ψυχρό πόλεμο όπου οι κατάσκοποι θεωρούνταν παιχνίδι για ανώριμα παιδάκια, κάτι σαν τους καουμπόηδες και τους ινδιάνους.

Αντίθετα, ανάμεσα στην τελευταία ταινία του Πιρς Μπρόσναν, το Die Another Day (2002) και στην πρώτη του Ντάνιελ Κρεγκ, το Casino Royale (2006), μεσολάβησαν «μόλις» 4 χρόνια. Το πιο σημαντικό: ο Κρεγκ δεν παρέλαβε καμμένη γη όπως είχε παραλάβει ο Πιρς. Το Die Another Day είχε μαζέψει μισό δισεκατομμύριο δολάρια στο box office και ο πλανήτης διψούσε για τον επόμενο Μποντ.

Δεν ήταν μόνο οι εισπράξεις του Πιρς που συντηρούσαν ένα momentum για τη σειρά. Αντίθετα με τον Μπρόσναν ο οποίος βγήκε «σαστισμένος» σε έναν μετακομμουνιστικό κόσμο όπου οι κατάσκοποι θεωρούνταν κάτι γραφικό και ξεπερασμένο, ο Κρεγκ έσκασε μύτη στην post 9/11 πραγματικότητα όπου μια νέα ανασφάλεια λόγω της διεθνούς τρομοκρατίας του έδινε επιπλέον λόγο ύπαρξης και ευνοούσε το σκληρό, σκοτεινό προφίλ του.

Για τον Κρεγκ ο δρόμος ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, από τη στιγμή μάλιστα που οι παραγωγοί μηδένισαν το κοντέρ δίνοντας του το Casino Royale, το πρώτο και άρα ιερό Bond βιβλίο του Ίαν Φλέμινγκ που επιπλέον είχε ένα απλό και σφιχτό σενάριο, αμπαλαρισμένο μέσα σε ένα ιστορικό καζίνο με άψογη δοσολογία κακών, κοριτσιών και… κουστουμιών. Το Casino Royale ήταν «στρωμένη δουλειά», ο Κρεγκ χρειάζονταν απλώς να μπει με αυτοπεποίθηση και να χορέψει, και όντως το έκανε ασχέτως αν μας αρέσει ή όχι ως Μποντ.

Ο τετραπέρατος παραγωγός Άλμπερτ Μπρόκολι είχε ξεχωρίσει τον Μπρόσναν ήδη από το 1981 (!) για διάδοχο του Ρότζερ Μουρ.

Ας δούμε αντίθετα τι παρέλαβε ο Μπρόσναν. Όπως είπαμε, έναν κόσμο μετά τον ψυχρό πόλεμο όπου οι κατάσκοποι θεωρούνταν παιχνίδι για ανώριμα παιδάκια, κάτι σαν τους καουμπόηδες και τους ινδιάνους. Να θυμηθούμε τι έγινε με το Licence to Kill το 1989, την τελευταία προ-Μπρόσναν ταινία:
Ήταν η πρώτη ταινία της σειράς που δεν προέρχονταν ευθέως από βιβλίο ή διήγημα του Ίαν Φλέμινγκ.
Ήταν η τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε ο πετυχημένος John Glenn που είχε κάνει τις τέσσερις προηγούμενες.
Ήταν η τελευταία ταινία που έπαιξαν ο Robert Brown ως Μ και η Caroline Bliss ως Miss Moneypenny.
Ήταν η τελευταία ταινία με σεναριογράφο τον Richard Maibaum, που είχε υπογράψει την κινηματογραφική μεταφορά σχεδόν όλων των ταινιών Μποντ από το Dr No ως το Diamonds Are Forever και το Octopussy (συνολικά 13 ταινίες!).
Ήταν η τελευταία ταινία 007 που χρησιμοποίησε τον Maurice Binder στο σχεδιασμό του ζενερικ. Ο Binder ήταν ο θρυλικός title designer που είχε σχεδιάσει μεταξύ άλλων το περίφημο στιγμιότυπο όπου ο Μποντ περπατά, γυρίζει προς την κάμερα και πυροβολεί (και τρέχει αίμα) που βλέπουμε σε καθε ταινία (εκτός από την τελευταία που δεν τρέχει αίμα -γιατί;).
Και -κρατηθείτε- ήταν η τελευταία ταινία με παραγωγό τον Albert R. Broccoli, τον άνθρωπο που ουσιαστικά δημιούργησε τον κινηματογραφικό μύθο του 007.

Πόσο πιο τέλος εποχής θέλετε; Ποσο πιο καμμένη γη να παραλάβει 6 χρόνια μετά ο φουκαράς ο Πιρς Μπρόσναν; Κι όμως, ο Πιρς Μπρόσναν ανέστησε τον ρόλο το 1995. Συνδυάζοντας τη γατίσια λαϊκότητα του Κόνερι με το σοφιστικέ class του Ρότζερ Μουρ, έδωσε σάρκα και οστά στον κορυφαίο σύγχρονο ανδρικό ήρωα, στην πιο δύσκολη στιγμή για την εποποιία του 007. Δεν του αξίζουν χίλια μπράβο;

Ο Μπρόσναν έδωσε σάρκα και οστά στον κορυφαίο σύγχρονο ανδρικό ήρωα, στην πιο δύσκολη στιγμή για την εποποιία του 007.

Ορισμένοι λένε ότι δεν ήταν αρκετά σοβαρός για το ρόλο, όμως ξεχνούν το βασικό: Ο Μποντ δεν είναι σοβαρός! Η σκοτεινή ενέργεια του Κρεγκ μας έχει κάνει να ξεχάσουμε τον παιγνιώδη, σαμπανιζέ χαρακτήρα του αγαπημένου μας ήρωα ο οποίος παρά την αίσθηση του καθήκοντος, είναι πάντα δοσμένος και στο κυνήγι της ηδονής. Ο Πιρς το αντιλαμβάνονταν αυτό ενστικτωδώς, γι αυτό και ισορροπούσε με μαεστρία ανάμεσα στο σκανταλιάρικο αγορίστικο ύφος και την αρρενωπή στιβαρότητα.

Άλλοι τον κατηγορούν ότι ήταν πολύ «σιδερωμένος», ολίγον φλώρος. Κι όμως, αν δείτε ξανά τις ταινίες με τον Μπρόσναν θα παρατηρήσετε ότι συχνά φοράει δερμάτινα τζάκετ, φόρμες πιλότου, χαβανέζικα πουκάμισα, έχει μούσια και μακρυά μαλλιά όταν τον φυλακίζουν στη Βόρεια Κορέα, και λοιπά. Ωστόσο είναι τόσο έμφυτα κομψός που ακόμα και με τα λουκ αυτά, αποπνέει φινέτσα. Εν αντιθέσει με τον επίγονο του, τον Ντάνιελ Κρεγκ, που μοιάζει μπρουτάλ ακόμα και με tuxedo.

Μας χάρισε όμορφες στιγμές -ειδικά με το Goldeneye και το Die Another Day- και αποχώρησε σαν κύριος, έχοντας ξαναβάλει τον 007 στο βάθρο του, χωρίς μαγκιές και κλάψες.

Για να αντιληφθούμε την καταλληλότητα του ανδρός, ας γνωρίζουμε ότι ο τετραπέρατος παραγωγός Άλμπερτ Μπρόκολι είχε ξεχωρίσει τον Μπρόσναν ήδη από το 1981 (!), όταν τον είχε γνωρίσει στα γυρίσματα του For Your Eyes Only, όπου έπαιζε η πρώην γυναίκα του Μπρόσναν, η Cassandra Harris. Ο Μπρόκολι είχε πει: «αν αυτός ξέρει να παίζει, τότε είναι ο ανθρωπος μου» (σ.σ. για να διαδεχτεί τον Ρότζερ Μουρ).

Τελικά ο ρόλος του Μποντ προσφέρθηκε επίσημα στον Μπρόσναν το 1986 αλλά το συμβόλαιο του με την τηλεοπτική σειρά Remington Steele δεν του το επέτρεψε. Η ειρωνεία είναι ότι η δημοσιότητα γύρω από τον 007 ανανέωσε το ενδιαφέρον του κοινού για το Remington Steele και οδήγησε σε μια νέα σεζόν, «εγκλωβίζοντας» τον Πιρς. Έτσι, επόμενος Μποντ έγινε ο Τίμοθι Ντάλτον. Γεγονός μένει ότι ο Μπρόκολι ήθελε τον Μπρόσναν για τρίτο Μποντ μετά τον «θεό» Κόνερι και τον σημαντικότατο Ρότζερ Μουρ.

Σήμερα, ένας άλλος Μποντ παραδίδει τη σκυτάλη -κανείς δεν ξέρει πώς και πού αν κρίνουμε από το ιερόσυλο τέλος του No Time To Die– και όλοι πλέκουν το εγκώμιο του απερχόμενου Ντάνιελ Κρεγκ που τάχα ανέστησε τον ρόλο. Ενώ όχι μόνο δεν τον ανέστησε αλλά τον θάβει -spoiler alert- κυριολεκτικά στο τέλος του No Time To Die. Κι όμως, πασίγνωστοι κριτικοί κινηματογράφου παρομοιάζουν τον Κρεγκ με το Κόνερι (οποία ύβρις!) και πολλοί τον ανακηρύσσουν ανερυθρίαστα ως τον καλύτερο Μποντ, κάτι τόσο κωμικό που αδικεί τον ίδιο τον Κρεγκ που είναι και πολύ καλός ηθοποιός κατά τα άλλα.

Οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τον Πιρς Μπρόσναν για όσα προσέθεσε στον χαρακτήρα του James Bond (στη φωτογραφία με την πανέμορφη Χάλι Μπέρι. Συνυπήρξαν στο Die Another Day).

Ο Μπρόσναν ήταν ένας 100% αυθεντικός Τζέημς Μποντ. Γοητευτικός, αγορίστικος, χιουμορίστας, στυλάτος, και όσο πρέπει σκληρός.

Ούτε ο Πιρς Μπρόσναν ήταν καλύτερος από τον Κόνερι, ούτε καν από τον Μουρ, αλλά διάολε, ήταν ένας 100% αυθεντικός Τζέημς Μποντ. Γοητευτικός, αγορίστικος, χιουμορίστας, στυλάτος, και όσο πρέπει σκληρός. Μας χάρισε όμορφες στιγμές με τέσσερις πολύ ευχάριστες ταινίες -ειδικά με το Goldeneye και το Die Another Day (την πρώτη και την τελευταία του)- και αποχώρησε σαν κύριος, έχοντας ξαναβάλει τον 007 στο βάθρο του, χωρίς μαγκιές και κλάψες. Κι όμως, αυτό δεν του πιστώνεται μέσα στην υστερία γύρω από το πρόσωπο του Κρεγκ και την αποχώρηση του. Δεν είναι άδικο;

Για τις ηρωικές υπηρεσίες του στον ευγενή μποντισμό, για το φρόνημα, το μέταλλο, το φλέγμα του, για τη συνεχιζόμενη κουλ αύρα του καθώς μεγαλώνει και λειτουργεί ως μέντορας για τους αμετανόητους, αυθεντικούς μποντιστές, εμείς του βγάζουμε το καπέλο του κυρίου Μπρόσναν, και τον ευχαριστούμε!

Φίλτατε Πιρς, θα είσαι για πάντα Τζέημς στις καρδιές μας!

 

 

Διαβάστε ακόμα: O Κίμων Φραγκάκης είδε το «No Time To Die»: το όνειρο που γίνεται εφιάλτης.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top