Δαβίδ και Ίαν Φλένινγκ. Οι «διαφθορείς» της σύγχρονης κοινωνίας.

Αν ισχύει ο «χρυσός» κανόνας του ο γέγονε γέγονε, επομένως το παρελθόν είναι ήδη καταγεγραμμένο και ως εκ τούτου αφομοιωμένο από τη χοάνη του χρόνου, τότε οποιαδήποτε προσπάθεια αναθεώρησή του και μάλιστα με σημερινά «υλικά» συνιστά επικίνδυνο μετεωρισμό απέναντι στη λογική.

Τι μας έχει πιάσει και θέλουμε να ξαναδούμε τα έργα τέχνης με το σημερινό πνεύμα που είναι πηγμένο -ήδη- από τη φιλοσοφία του άκρατου δικαιωματισμού και η οποία φτάνει στο σημείο να κρίνει τα πάντα με τη ζέση και τον οίστρο ενός εισαγγελέα;

Στο τέλος τι ακριβώς θα μείνει; Ο σκελετός μιας πλοκής αφαιμαγμένης από τους χυμούς που της έδωσαν ζωή;

Δεν είναι πρόσφατο -μόνο- το φαινόμενο. Πριν καιρό είχε σηκωθεί μπόλικη σκόνη με αφορμή την πασίγνωστη ταινία «Οσα παίρνει ο άνεμος», καθώς οι «νεο-δικαστές» της πολιτικής ορθότητας θεωρούσαν πως το έργο βρίθει ρατσιστικών φράσεων που πρέπει να απαλειφθούν. Στην ουσία, όμως, μιλάμε για μια επιλεκτική και δήθεν νόμιμη λογοκρισία επί ενός καλλιτεχνικού πονήματος που το έχει κρίνει ο χρόνος και τα εκατομμύρια των θεατών που το έχουν δει.

Πρόσφατα στην κρισάρα της κορεκτίλας έπεσαν τα βιβλία του Ίαν Φλέμινγκ και της Άγκαθα Κρίστι. Και οι δύο «εγκαλούνται» για το γεγονός ότι οι περιπέτειες του Τζέιμς Μποντ και του Ηρακλή Πουαρώ είναι διάστικτες από «μιαρές» φράσεις και εικόνες που ο σημερινός αναγνώστης δεν μπορεί να δεχθεί.

Το σημαντικό σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να είναι η λέξη «σημερινός». Ποιος ξέρει τι θα σκεφτεί ο «μελλοντικός» για τον… σημερινό; Αυτό, άραγε, το έχουμε αναλογιστεί; Μήπως τότε βρεθούμε μπρος στο φαινόμενο ο νέος λογοκριτής να επικρίνει τον παλαιό ή ακόμη χειρότερα να ζητάει περαιτέρω «αφαιρέσεις» από λογοτεχνικά έργα;

Στο τέλος τι ακριβώς θα μείνει; Ο σκελετός μιας πλοκής αφαιμαγμένης από τους χυμούς που της έδωσαν ζωή; Ενα δημιούργημα που ελάχιστη σχέση θα έχει με το πρωτότυπο; Μια «καθαρογραμμένη» εκδοχή που θα έχει εκπονηθεί, συνταχθεί και διορθωθεί από νέους μελετητές και επιμελητές;

Ο Ίαν Φλέμινγκ είχε δώσει το δικαίωμα στους επιγόνους του να προβούν σε όποια αλλαγή έκριναν αναγκαία στα έργα του. Αυτό, όμως, δεν απαλλάσσει την εισαγγελική αρχή της πολιτικής ορθότητας ούτε και της δίνει κάποιο αναφαίρετο δικαίωμα απαλλοτρίωσης. Ποιος κρίνει και με ποιο κριτήριο;

Nα περιμένουμε στο μέλλον και λογοκρισία στον Μισέλ Ουελμπέκ; (φωτογραφία: Andreu Dalmau/EPA)

Υπό αυτή την έννοια, ο Πάουντ, ο  Σελίν, ο Ουελμπέκ και κάμποσοι άλλοι συγγραφείς και ποιητές των οποίων το έργο έχει προκαλέσει τα χρηστά ήθη (ακόμη και της εποχής τους), θα υποστούν στο άμεσο μέλλον το βασανιστήριο της προκρούστειας μεθόδου. Μήπως να μην αφήσουμε απέξω και τα Ομηρικά έπη; Μήπως εκεί δεν θα βρει ο δημόσιος κατήγορος στοιχεία πατριαρχίας που σήμερα δεν είναι αποδεκτά;

Ενα έργο δεν γράφτηκε με τη λογική ότι θα πρέπει να αρέσει και στους επόμενους και τους… παραεπόμενους κατοίκους του πλανήτη.

Ενα έργο δεν γράφεται εν κενώ και ούτε είναι άχρονο ως προς τις προσλήψεις του. Μπορεί να είναι διαρκές και σημαίνον μέσα στο χρόνο, αν και η καλλιτεχνική του αξία είναι τέτοια, αλλά δεν γράφτηκε με τη λογική ότι θα πρέπει να αρέσει και στους επόμενους και τους… παραεπόμενους κατοίκους του πλανήτη. Μήπως να πάψει ο Οθέλλος να είναι μαύρος; Μήπως ο Σαίξπηρ ήταν ρατσιστής; Αστειότητες!

Πρόσφατα στις ΗΠΑ συνέβη κάτι που ξεπερνάει κάθε λογική. Η διευθύντρια ενός σχολείου στη Φλόριντα αναγκάστηκε να παραιτηθεί επειδή μια υπερσυντηρητική μητέρα μαθητή την κατήγγειλε ότι εξέθεσε τα παιδιά στην πορνογραφία.

Το… αμάρτημά της ήταν ότι στο πλαίσιο του μαθήματος τούς έδειξε το διάσημο γλυπτό «Δαβίδ» του Μιχαήλ Άγγελου. Τι κρίμα που ο ιταλός γλύπτης, ζωγράφος και ποιητής της Αναγέννησης δεν σκέφτηκε να ντύσει το άγαλμά του. Οποία αισχύνη.

Είναι προφανές, πλέον, πως το βαρέλι αυτής της φρενίτιδας δεν έχει πάτο. Στο όνομα της «καθαρότητας» θα αρχίσουμε να αμφισβητούμε σημαντικά έργα του Δυτικού Πολιτισμού. Αυτά που διαμόρφωσαν τον πολιτισμό μας και εμάς ως προσωπικότητες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η τέχνη έχει ουσιαστικότερη και πιο βαθιά επίδραση στον τρόπο που σκεφτόμαστε και δρούμε από όσο η πολιτική, η οικονομία, ακόμη και η φιλοσοφία. Η λειτουργία της είναι βαθιά και αφήνει σημαντικό αποτύπωμα στη ψυχή μας, αλλιώς δεν θα είχε λόγο ύπαρξης.

Το «χαλασμένο» μυαλό θα παραμείνει τέτοιο ακόμη κι αν αφαιρεθούν όλες οι «κακές» λέξεις.

Το ότι θελγόμαστε ακόμη και σήμερα από το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, δεν σημαίνει πως όλοι θα γίνουμε Ρασκόλνικοφ και θα αρχίσουμε να σκοτώνουμε ηλικιωμένες γυναίκες με τσεκούρια. Το ότι μιλάνε μέσα μας οι όπερες του Βάγκνερ δεν μας μετατρέπει σε μικρούς εκκολαπτόμενους χιτλερίσκους. Ούτε φυσικά αν διαβάσουμε τους Δέκα Μικρούς Νέγρους θα γίνουμε αυτομάτως θιασώτες του φυλετικού διαχωρισμού.

Ο ρατσισμός δεν είναι αποτέλεσμα ανάγνωσης. Αν μη τι άλλο, αν κάποιος ρατσιστής είχε διαβάσει τον Αόρατο άνθρωπο του Έλισον ή το Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια της Χάρπερ Λι θα είχε αφουγκραστεί το μεγαλείο του ανθρώπου και θα είχε κατανοήσει πως αυτό δεν κρίνεται από το χρώμα του δέρματός του.

Ας αφήσουμε τα βιβλία να «ησυχάσουν» και να δημιουργούν μέσα μας ευκταίες και γόνιμες ανησυχίες. Το «χαλασμένο» μυαλό θα παραμείνει τέτοιο ακόμη κι αν αφαιρεθούν όλες οι «κακές» λέξεις. Επί τη ευκαιρία: ας καταλάβουμε πως δεν υπάρχουν «κακές» λέξεις, αλλά εσφαλμένη ανάγνωσή τους και μάλιστα όχι από όλους.

 

Διαβάστε ακόμα: «Πίστη, ελπίδα και πόνος». Το σπαρακτικό de profundis του Nικ Κέιβ.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top