Rafael Aranda, Carme Pigem και Ramon Vilalta. (Photo credit: Hisao Suzuki / Pritzker Price)

Έχοντας δημιουργήσει το γραφείο τους -τους RCR Arquitectes- στην μικρή πόλη του Ολότ το 1988, οι τρεις τους φημίζονται για την ανάδειξη του τόπου τους μέσα από projects που διαπραγματεύονται την κουλτούρα και το φυσικό στοιχείο της περιοχής τους. Οι τρεις Καταλανοί αρχιτέκτονες βραβεύτηκαν για το σύνολο του έργου τους, το οποίο δεν θυμίζει ακριβώς τις μεγαλεπήβολες προτάσεις και πραγματοποιήσεις των φημισμένων ονομάτων του χώρου, των γνωστών σε όλους μας «stararchitects», οι οποίοι παραδοσιακά απολαμβάνουν την προτίμηση της κριτικής επιτροπής.

Το ίδιο είχε συμβεί και πέρσι, με τον Alejandro Aravena, επίσης σχετικά «άγνωστο» για τους «μη μυημένους» πριν από την βράβευσή του. Δεν γνωρίζω αν πρόκειται για μια νέα τάση/θέση του οργανισμού που απονέμει τα βραβεία Pritzker, ή για συμπτωματική συγκυρία. Προσωπικά θα προτιμούσα να συμβαίνει το πρώτο και θέλω να πιστεύω ότι μάλλον περί αυτού πρόκειται.

Les Cols Restaurant Marquee. (Photo credit: Hisao Suzuki / Pritzker Price)

Τι λένε οι ίδιοι για τη δουλειά τους; «Έχουμε συνηθίσει να κάνουμε “ανάγνωση” του Τόπου, σαν να μιλάει σε μας με την δική του αλφάβητο. Πάντα προσπαθούμε να απέχουμε από τη μόδα και τις διάφορες τάσεις. Όταν αρχίζουμε ένα έργο μάς ενδιαφέρει να μάθουμε τα πάντα για το χώρο στον οποίο θα υλοποιηθεί, για την ιστορία του, για τους ανθρώπους, για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.

Αν όλα αυτά δεν μας είναι γνωστά δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Είναι επίσης πολύ σημαντικό για μας να μελετήσουμε σε βάθος αυτό που πρόκειται να δημιουργήσουμε εκεί, να κατανοήσουμε όλες τις πτυχές του. Δεν θέλουμε να αρχίσουμε απλώς βασιζόμενοι σε υποθέσεις ή τυπολογίες».

«Όλο και περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται ότι θα χάσουμε τις τοπικές αξίες, τα ήθη και τα έθιμά μας. Οι Rafael Aranda, Carme Pigem και Ramon Vilalta μάς δείχνουν ότι είναι δυνατόν να πετύχουμε συνδυασμό και των δύο».

Soulages Museum. (Photo credit: Hisao Suzuki / Pritzker Price)

Τι αναφέρει η κριτική επιτροπή για τους τρεις Καταλανούς αρχιτέκτονες και τη δουλειά τους; «Η συνεργασία αυτών των τριών αρχιτεκτόνων παράγει ασυμβίβαστη αρχιτεκτονική ποιητικού επιπέδου, η οποία αντιπροσωπεύει το διαχρονικό έργο που αντανακλά μεγάλο σεβασμό για το παρελθόν, προβάλλοντας με σαφήνεια το παρόν και το μέλλον», σχολιάζει ο Glenn Murcutt, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής των βραβείων.

«Ζούμε σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο όπου θα πρέπει να βασιζόμαστε σε διεθνείς επιρροές, στις συναλλαγές, στο εμπόριο, στις συνεννοήσεις μεταξύ μας», αναφέρει χαρακτηριστικά η κριτική επιτροπή. Και συνεχίζει: «Όλο και περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται ότι, εξαιτίας αυτής της διεθνούς επιρροής, θα χάσουμε τις τοπικές αξίες, την τοπική τέχνη μας, τα ήθη και τα έθιμά μας. Οι Rafael Aranda, Carme Pigem και Ramon Vilalta μάς δείχνουν ότι είναι δυνατόν να πετύχουμε συνδυασμό και των δύο».


Διαβάστε ακόμα: Η Ελλάδα συρρικνώνεται.


Δεν θα σταθώ στο δίλημμα: «Παγκοσμιοποίηση» ή «Τόπος». Εξάλλου, και μόνον που θα τεθεί το συγκεκριμένο ερώτημα θα ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου, καθώς ήδη είναι εμφανής η «σύγκρουση» που υποβόσκει και τροφοδοτείται εδώ και χρόνια από τα σημεία τριβής των δύο θεωρητικών «στρατοπέδων».

El Petit Comte Kindergarten. (Photo credit: Hisao Suzuki / Pritzker Price)

Προσωπικά, αν μου επιτρέπεται, για το έργο των τριών Καταλανών αρχιτεκτόνων θα τολμούσα να κάνω την υπόθεση ότι ίσως μόνο μέσω των κειμένων τους που συνοδεύουν τις «ιδέες» τους θα μπορούσε να διακρίνει ένας «απλός» άνθρωπος τη δεύτερη ανάγνωσή του, αυτή που σχετίζεται με τις αξίες του χώρου τους, το τοπικό ιδίωμα, την κουλτούρα της περιοχής τους και τα έθιμά τους.

Θα σταθώ όμως στο γεγονός ότι η κριτική επιτροπή του Pritzker Prize φαίνεται ότι «αλιεύει» πια (και) από άλλες «θάλασσες» τους επόμενους πρωταγωνιστές.

Είναι τέτοια η δύναμη της διαπολιτισμικής επικοινωνίας που παρέχει στις ημέρες μας η σύγχρονη τεχνολογία, ώστε το συνθετικό «μείγμα» που τελικά προκύπτει διεθνώς, σε μέσους όρους, έχει σχεδόν «εξ ορισμού» ως κυρίαρχο υπόβαθρο την οικουμενικότητα των συστατικών στοιχείων που το χαρακτηρίζουν. Μοιάζει σαν να έχει γεννηθεί μια διεθνής γλώσσα, που όλοι την καταλαβαίνουν, και η οποία με τον α ή β τρόπο αναγνωρίζεται σε κάθε νέα αρχιτεκτονική δημιουργία.

Σε αυτό το κάποτε αντιφατικό και άλλοτε όχι, σίγουρα όμως γοητευτικό αρχιτεκτονικό πανόραμα, ο «πολυεθνικός αρχιτέκτων», όπως τον αποκαλεί ο Ανδρέας Γιακουμακάτος, είναι πλέον πραγματικότητα.

Bell-Lloc Winery. (Photo credit: Hisao Suzuki / Pritzker Price)

Θα σταθώ όμως στο γεγονός ότι η κριτική επιτροπή του Pritzker Prize φαίνεται ότι «αλιεύει» πια (και) από άλλες «θάλασσες» τους επόμενους πρωταγωνιστές. Και κατά τη γνώμη μου πράττει ορθά. Ελπίζω να μην είναι μια προσωρινή «μόδα» αλλά να βασίζεται στη στέρεη πεποίθησή της ότι «χρυσός» δεν είναι πάντα και μόνον ο «χρυσός», όσο λαμπερός και αν φαντάζει.

Εύκολο είναι να κριτικάρουμε τους λεγόμενους «stararchitects», αλλά εξαιρετικά δύσκολο να γίνει κάποιος από μας ένας από αυτούς.

Και ότι οφείλει να συνεχίσει να ανιχνεύει στο «περιθώριο», πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, για να προσπαθήσει να ανακαλύψει νέους δρόμους που ίσως δεν έχει καν φανταστεί. Οι περισσότεροι αρχιτέκτονες ζουν ζωές σε «σιωπηλή απόγνωση», στο σκοτάδι της αφάνειας, όμως όταν το σκοτάδι είναι βαθύ τότε μπορεί να δει κάποιος τα πιο λαμπερά αστέρια.

La Lira Theater Public Open Space. (Photo credit: Hisao Suzuki / Pritzker Price)

Και αυτό πρέπει να το καταλάβουν -και μάλλον φαίνεται ότι τους έχει ήδη απασχολήσει – οι αρμόδιοι του βραβείου Pritzker, οι οποίοι κρατούν στα χέρια τους και τις τύχες ανθρώπων και μαζί θεωρήσεις και τάσεις της αρχιτεκτονικής που οδηγούν στο αύριο.


Διαβάστε ακόμα: Πώς ο Νίκος Μπαλάνος, μετά τον Έλγιν και πριν τη… Gucci, προξένησε τις μεγαλύτερες φθορές στην Ακρόπολη.


Η διεύρυνση της «δεξαμενής» από την οποία ο φορέας του βραβείου αυτού αναζητά κάθε χρόνο τον «επίδοξο νικητή», θεωρητικά ευνοεί εμάς τους Έλληνες. Επί τη ευκαιρία, πολύ θα ήθελα αλήθεια να ξέρω αν έχει αναρωτηθεί κάποιος στη χώρα μας, γιατί κανένας Έλληνας αρχιτέκτονας δεν έχει τιμηθεί μέχρι σήμερα με το συγκεκριμένο βραβείο. Ή ακόμη, πώς συμβαίνει να μην προσκαλούνται ελληνικά αρχιτεκτονικά γραφεία σε διεθνείς «κλειστούς» αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς σημαντικών έργων;

Sant Antoni-Joan Oliver Library. (Photo credit: Hisao Suzuki / Pritzker Price)

Εύκολο είναι να κριτικάρουμε τους λεγόμενους «stararchitects», αλλά εξαιρετικά δύσκολο να γίνει κάποιος από μας ένας από αυτούς. Τις απαντήσεις τις έχω. Στον καθρέφτη του ντόπιου χτιστού περιβάλλοντος, η ελληνική κοινωνία αναγνωρίζει τον εαυτό της, σε μια αμφίδρομη, καθόλου εποικοδομητική σχέση, όπου η «βάση» επηρεάζει την «κορυφή» και αντίστροφα.

Θα σταματήσω όμως εδώ. Πολλοί θα θεωρήσουν ότι είμαι ένας απαισιόδοξος. Αλλά κάνουν λάθος. Όπως έλεγε και ένας καθηγητής μου, είμαι ένας αισιόδοξος με εμπειρία, ο οποίος δεν ανέχεται τις εικονικές λύσεις σε πραγματικά προβλήματα.

 

Διαβάστε ακόμα: Καρανικισμός, η έσχατη εκδοχή ΤΟΥ Συστήματος.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top