kots

«Στους όλο και πιο δημοκρατικούς καιρούς μας, όλοι μας πλέον, κύριε Πρόεδρε, αξιολογούμαστε διαρκώς. Από τους μαθητές μας, καλή ώρα, βαθμολογούμαστε, άτυπα έστω, κι όλοι εμείς οι κατά τεκμήριο υπεύθυνοι και επαρκείς δάσκαλοι».

Αξιότιμε κ. Πρόεδρε,

Παρακολουθώ, όπως όλοι μας, με ενδιαφέρον τις αντιδράσεις των ΕΛΜΕ και της ΟΛΜΕ στο νέο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας για την αναδιοργάνωση του Λυκείου και της διαδικασίας εισαγωγής στις σχολές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Επιτρέψτε μου να προσπεράσω τα ζητήματα της διαθεσιμότητας/ κινητικότητας ‒συγκεκαλυμμένης απόλυσης κατά την εκτίμησή σας, πλεοναζόντων κατά την κυβερνητική εκτίμηση‒ εκπαιδευτικών λειτουργών σε μια σειρά από σχολικά ιδρύματα των περιφερειών της χώρας. Όταν πρόκειται για την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση των βλασταριών μας κανένας, ασφαλώς, σωστός δάσκαλος δεν περισσεύει. Από την άλλη πλευρά, όμως, θα συμφωνήσετε, είμαι βέβαιος, πως το εκπαιδευτικό μας δυναμικό πρέπει να είναι ισότιμα κατανεμημένο στα διάφορα σχολεία μας. Κι αυτό είναι κάτι που η κεντρική διοίκηση τουλάχιστον το αμφισβητεί. Και εν πάση περιπτώσει δεν δυσκολεύομαι να ομολογήσω πως δεν έχω την απαιτούμενη σφαιρική ενημέρωση, προκειμένου να λάβω θέση επί του θέματος.

Ας συζητήσουμε όμως, παρακαλώ, το θέμα της βαρύτητας του συντελεστή της σχολικής βαθμολογίας για την είσοδο στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το απόλυτο κριτήριο ως σήμερα ήταν η επίδοση των διαγωνιζομένων στις πανελλαδικές εξετάσεις. Την προετοιμασία τους γι’ αυτές όλοι ξέρουμε ότι την είχαν σχεδόν αποκλειστικά αναλάβει τα φροντιστήρια (ω, ναι, η ξορκισμένη κατά τα άλλα εδώ και τόσο πολλά χρόνια «παραπαιδεία»). Τα σχολεία, έτσι, χρόνο με το χρόνο, μέρα με τη μέρα, απαξιώνονταν και μαραίνονταν. Οι μαθητές όλο και πιο έντονα δυσφορούσαν, καθώς το περιεχόμενο των παραδιδομένων σε αυτά μαθημάτων ακυρώνονταν, κι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές μαράζωναν, βλέποντας τις τάξεις να αδειάζουν, αν και το σχολικό ωράριο τυπικά διατηρούνταν, προκειμένου να δηλώνονται οι παρουσίες –διπλός φόρτος αυτός για τα παιδιά που υποχρεώνονταν να τρέχουν στα φροντιστήρια‒ προς εξασφάλιση του απαραίτητου πάντα απολυτηρίου.

Πολύ θα βοηθούσε στην απομόνωση των ανάξιων και άδικων εκπαιδευτικών η αποδοχή της αξιολόγησης όχι πια μόνο των μαθητών, αλλά και των δασκάλων τους. Την έχετε απορρίψει ως τώρα συλλήβδην.

Στις επιστολές που συνέταξε η Ομοσπονδία σας, με παραλήπτες τους μαθητές σας και τους γονείς τους, η επιχειρούμενη από την κεντρική αρχή αναβάθμιση της σχολικής επίδοσης παρουσιάζεται/χαρακτηρίζεται επί λέξει ως «εξεταστικό κάτεργο… απάνθρωπος μηχανισμός κοσκινίσματος… που βασίζεται στις συνεχείς εξετάσεις από το Γυμνάσιο μέχρι την τελευταία ώρα στο Λύκειο». Και μεταξύ των άλλων επιχειρημάτων, προς στήριξη της βαριάς αυτής καταγγελίας, εσείς προσωπικά, κύριε Πρόεδρε, στην πρόσφατη ομιλία σας στην επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής, επιστρατεύσατε (συγγνώμη για την άκομψη και τόσο ευαίσθητη, υπό τις σημερινές συνθήκες, λέξη) και την ετυμηγορία πως το ήδη δοκιμασμένο αυτό σύστημα, «οι βαθμοί (δηλαδή) του Λυκείου να μετρούν στο απολυτήριο και στην πρόσβαση (sic), δεν περπατάει… δημιουργεί (κυρίως) πιέσεις στην τοπική κοινωνία, ”βάλτε βαθμούς κ.λπ.”…»

Ας το δούμε, παρακαλώ ξανά, αυτό το «κλπ.», καθώς και την αντίληψή σας, γενικότερα και ειδικότερα, για την «τοπική κοινωνία». Συζητούσα τις προάλλες με μια καθ’ όλα άξια συνάδελφο, καθηγήτρια Λυκείου, η οποία παρατηρούσε πως με το προτεινόμενο νέο υπουργικό σχέδιο αφεύκτως θα δημιουργηθούν εντάσεις, καθώς παραμονεύει ο κίνδυνος ορισμένοι εκπαιδευτικοί να «χαριστούν» σε μερικούς ιδιαίτερα προσφιλείς σε αυτούς, για διαφόρους λόγους, μαθητές, εγκαθιστώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο ανισοτήτων. Απόρησα, το λιγότερο που μπορώ να πω. «Μα αυτό, επιτέλους, είναι δικό σας θέμα. Πώς είναι δυνατόν να αρνείστε την αξιολόγηση/κρίση των ίδιων των μαθητών σας ‒τι πιο πειστική πρόσκληση για να ξανακάτσουν στα θρανία του σχολείου;‒ από τον φόβο και μόνο πως μερικοί ασυνείδητοι εκπαιδευτικοί θα ευνοήσουν καταχρηστικά τ’ «αγαπημένα» τους παιδιά ή/ και κατά προέκταση τα καμάρια των τοπικών αρχόντων και άλλων πολυπραγμόνων τοπικών παραγόντων ‒αφήνοντας κατά μέρος τις εξίσου κατακριτέες τοπικιστικές διακρίσεις υπέρ της περιούσιας ημέτερης κοινότητας και, συνεπώς, κατά των υπολοίπων διαμερισμάτων της χώρας; Απομονώστε τους, επιτέλους, αυτούς τους ανέντιμους «συναδέλφους», δουλειά δική σας είναι αυτή, όχι της κεντρικής εξουσίας, στην οποία για μιαν ακόμα φορά, αναθέτετε, ως μη όφειλε, να ρυθμίσει τα του οίκου σας».

Και ξέρετε, τώρα, κύριε Πρόεδρε, και κάτι άλλο: Πολύ θα βοηθούσε, πιστεύω, στην εν λόγω επιβεβλημένη απομόνωση, στον οστρακισμό, αν προτιμάτε, των ανάξιων και άδικων εκπαιδευτικών, η ομόθυμη και ένθερμη πλέον αποδοχή της αξιολόγησης όχι πια μόνο των μαθητών, αλλά και των δασκάλων τους ‒των επιδόσεων, όπως και των λοιπών «πεπραγμένων» τους. Την έχετε απορρίψει ως τώρα συλλήβδην. Διαβάζω στο κείμενο της προαναφερθείσας προς γονείς, κηδεμόνες και μαθητές επιστολής: «Μας επιβάλλουν να αξιολογηθούμε, να μετατρέψουμε ό, τι περισσότερο αγαπάμε… σπουδές, καλλιέργεια… εργασίες που κάνουμε μαζί με σένα (τον αγαπημένο μας μαθητή), εκδρομές, θεατρικά, συζητήσεις, πρόβες, συναυλίες σε ”χαρτιά” που θα γεμίσουν τους φακέλους μας μήπως και γλυτώσουμε για λίγο (sic ) την απόλυση».

Αυτό που είδα, κύριε Πρόεδρε, είναι μόνο η ανανέωση της αξίωσης για τη δικαίωση των δικών σας (παρωχημένων ενδεχομένως ‒σας πέρασε ποτέ αυτό από το νου;) «πάγιων θέσεων».

Ενίσταμαι: Γιατί, κύριε Πρόεδρε, τόση εμπάθεια, αλλά μαζί και ηττοπάθεια; Στους όλο και πιο δημοκρατικούς καιρούς μας, όλοι μας πλέον, αδιακρίτως, κρινόμαστε και αξιολογούμαστε διαρκώς, επί καθημερινής βάσεως. Από τους ομοίους μας, αλλά και από όλους τους άλλους άμεσα ενδιαφερομένους. Από τους μαθητές μας, καλή ώρα (και κατά πρώτο λόγο, θα έλεγα), βαθμολογούμαστε, άτυπα έστω, κι όλοι εμείς οι κατά τεκμήριο υπεύθυνοι και επαρκείς δάσκαλοι. Και για να ξαναγυρίσουμε στο επίμαχο ζήτημα του οστρακισμού των ανέντιμων ανάμεσά μας. Δεν θα πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες, στην περίπτωση αυτή, οι αρνητικές ενδεχομένως κρίσεις των μαθητών τους; Αν οι συνάδελφοί σας δεν βρίσκουν τον τρόπο να τους κάνουν πέρα, ας εμπιστευτούν επιτέλους τη μαθητική κοινότητα, την οποία με τόση έμφαση διαβεβαιώνουν πως υπεραγαπούν.

Πριν σας απευθύνω την παρούσα ανοιχτή επιστολή, διάβασα προσεχτικά το πολύ κατατοπιστικό, επικριτικό προς την ηγεσία του υπουργείου όσο όμως και νηφάλιο άρθρο του Δ/ρος του L.S. E, κ. Αποστόλη Διαμαντόπουλου στα Νέα (9-9-13). Στο ζήτημα που εξετάζουμε, της «επιλεκτικής» κρίσης των μαθητών από τους κατά τόπους σχολικούς δασκάλους τους, εισηγείται την εντελώς αυτονόητη πρόβλεψη δύο, ή και τριών αν χρειάζεται, βαθμολογητών, μεμφόμενος μάλιστα τους συντάκτες του υπουργικού σχεδίου νόμου για το ότι (και αυτοί) την παρέλειψαν. Εύλογη η μομφή του, αλλά θα το επαναλάβω: Ποιος εμποδίζει το άλφα ή βήτα σχολείο να ρυθμίσει το ίδιο τις πρακτικές εκκρεμότητες που, ενδεχομένως, αφήνει ένα σωστό στην κατεύθυνσή του γενικής ισχύος σχέδιο;

Ο κ. Διαμαντόπουλος αποκαλύπτει στο άρθρο του άλλες πολύ πιο ευάλωτες πλευρές της προτεινόμενης νέας «μεταρρύθμισης του σχολείου». Επιμένει ιδιαίτερα στη λανθασμένη επιλογή της «δήθεν μετριοπαθούς» πρότασης για την αναμόρφωση του Λυκείου, στηριζομένης στη διάκριση των προσφερομένων μαθημάτων σε «γενικής παιδείας» και (επαγγελματικού) «προσανατολισμού», «προκαθορίζοντας και περιορίζοντας τις επιλογές μαθητών και ΑΕΙ». Εναλλακτικά, ήταν ήδη διαμορφωμένη μια πιο «ριζοσπαστική» πρόταση, που δυστυχώς παραμερίστηκε, για «ένα Λύκειο ενιαίο, χωρίς προκαθορισμένες ”κατευθύνσεις” μαθημάτων, αλλά με ευρεία δυνατότητα των μαθητών να επιλέξουν από τα προσφερόμενα μαθήματα, διαμορφώνοντας το δικό τους πρόγραμμα (σπουδών)». Εδώ, τα Πανεπιστήμια από την πλευρά τους θα όριζαν «χωρίς παρεμβάσεις του Υπουργείου» τις προτεραιότητες και τις «απαιτήσεις» τους, «επηρεάζοντας (οπωσδήποτε) έτσι (και) τις επιλογές των μαθητών».

Πείθομαι, προσωπικά, από την επικριτική στάση του συναδέλφου απέναντι στη συγκεκριμένη υπαναχώρηση του Υπουργείου Παιδείας, θα επιμείνω όμως ότι η καλύτερη αντίκρουση της ατυχούς αυτής επιλογής θα ήταν η κατάθεση και εφαρμογή βελτιωτικών (αυτο) ρυθμιστικών προτάσεων στο πλαίσιο μιας εν εξελίξει ορθά κινούμενης, σε γενικές γραμμές, μεταρρυθμιστικής διαδικασίας. Δεν είδα καμία διάθεση από την πλευρά σας, αξιότιμε κύριε Πρόεδρε, για μια τέτοια ουσιαστική συζήτηση, παρά μόνο την ανανέωση της αξίωσης για τη δικαίωση των δικών σας (παρωχημένων ενδεχομένως ‒σας πέρασε άραγε ποτέ αυτό από το νου στη διαδικτυακή εποχή που ζούμε;) «πάγιων θέσεων». Λυπάμαι, αλλά ούτε έχει και κανένα νόημα, πιστεύω, να σας ζητήσω να το ξανασκεφτείτε το πράγμα από την αρχή και να αποφύγετε τις «μαχητικές κινητοποιήσεις» που θα θολώσουν ακόμα περισσότερο τα νερά.

Φιλικά και με εκτίμηση,
Δ. Π.

 

Ο Δημήτρης Ποταμιάνος είναι Ομότιμος καθηγητής Επικοινωνίας και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Αλληλέγγυες μέρες» (Μάιος 2013) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top