photo

«Το χούι, κύριε Γενικέ μου, μοιάζει να είναι, τελικά, εξαιρετικά δύσκολο να φύγει από πάνω μας. Ακόμα και από αυτούς που δεσμεύτηκαν να το αποτάξουν, ομνύοντας στα σοσιαλδημοκρατικά τους πιστεύω».

Κύριε Γενικέ,

Το εύηχο όνομά σας με προτρέπει να σας ζητήσω κι εγώ μια μεγάλη χάρη. Να απαντήσετε σ’ ένα ερώτημα, από το οποίο πολλά εξαρτώνται, ως και η ειρήνη και η γαλήνη μέσα στο σπίτι μας: Ποιανών, τελικά, οι κλεψιές μάς οδήγησαν στο απίστευτο χάλι που ζούμε σήμερα;

Η οξυδερκέστατη κατά τα άλλα σύντροφος της ζωής μου έχει πεισθεί πως οι μικροεπαγγελματίες είναι αυτοί που μας κατάντησαν έτσι: «Ο υδραυλικός, ο ηλεκτρολόγος, ο τηλεορασάς, ο ταβερνιάρης της γειτονιάς είναι οι πραγματικοί εχθροί μου. Αψηφώντας και παραπλανώντας συστηματικά την εφορία, έχουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για το ότι όλοι εμείς οι άλλοι αγωνιούμε πλέον να τα βγάλουμε πέρα».

Έχει κάποιο δίκιο, δεν λέω, η καλή μου. Κι εμένα συχνά με ενοχλούν μερικοί όχι και τόσο άκληροι «μεροκαματιάρηδες», που η τελευταία τους έγνοια είναι το κοινό καλό. Ταυτοχρόνως όμως, σας δίνει, σ’ εσάς προσωπικά και στις υπηρεσίες σας, το συγχωροχάρτι που, αντιγράφοντας εσχάτως τις χειρότερες μαφιόζικες πρακτικές, πουλάτε ολόγυρα προστασία, συνοδευόμενη βέβαίως από τους απαραίτητους εκβιασμούς και τις τρομοκρατικές, στην κυριολεξία, απειλές. Των δικαστικών επιμελητών σας, λογουχάρη, που με κάθε λεπτομέρεια αποτυπώνουν τις παραγγελίες σας για δήμευση των σπιτιών ακόμα και των πιο ταλαίπωρων μικρο-οφειλετών και κατάσχεση ως και των πιο ισχνών τραπεζιτικών λογαριασμών, φτάνοντας μέχρι και την υφαρπαγή των επιδομάτων ανεργίας ή/ και αναπηρίας.

«Μ’ ένα σμπάρο δυό τρυγόνια: βουλώνουμε πρόχειρα το υγειονομικό έλλειμμα και συνετίζουμε κάπως περισσότερο τους αμετανόητους καπνιστές, μελλοντικούς δαπανηρούς επισκέπτες, έτσι κι αλλιώς, των νοσοκομείων μας».

Όσο δίκιο, λοιπόν, κι αν έχει η σύντροφός μου και όσο κι αν μετράει το συγχωροχάρτι που σας δίνει, πώς μπορεί κανείς να κλείσει τ’ αφτιά του στα ηχηρά ονόματα που παρέλασαν τελευταίως μπροστά στα μάτια μας –χρονιάρες μέρες μάλιστα– και στα ιλιγγιώδη εκείνα νούμερα των καταχρήσεων, σύμφωνα με το εισαγγελικό πόρισμα, των Κοντομηνάδων, Λαυρεντιάδηδων, Φιλιππίδηδων και Σία; Επί σκοπώ αφήνω απέξω τους επίορκους πολιτικούς, από πάντα ευδοκιμούσε, και συνεχίζει να ευδοκιμεί παντού, αυτό το φρούτο. Και προτιμώ να σταθώ στα καμάρια μας του «επιχειρηματικού» κόσμου, στους στυλοβάτες αυτούς της κοινωνίας και της οικονομίας μας –τρομάρα να μας έρθει με το λούμπεν καπιταλιστικό σύστημα που καταφέραμε περήφανα να στήσουμε.

Επιμένω πως χρειάζομαι την κρίση σας, κύριε Γενικέ, ώστε να λείψει τουλάχιστον ο ψυχοφθόρος καβγάς ανάμεσα σ’ εμένα και στον πιο δικό μου άνθρωπο. Προς τα πού πρέπει να γείρει η πλάστιγγα; Προς τους δειλούς, μοιραίους και άβουλους μικροαπατεώνες, ή προς τους διακεκριμμένους πλιατσικολόγους; Αν και ομολογώ πως –αρνούμενος οπωσδήποτε την πολύ πιθανή απόπειρα απεμπλοκής σας από το δίλημμα: βαραίνουν εξίσου και οι μεν και οι δε–, θα μπορούσα ίσως να προεξοφλήσω την απόφασή σας. Στέκομαι αυτήν τη φορά στους πρόσφατους χειρισμούς της Πολιτείας, την οποία εν προκειμένω εκπροσωπείτε, στο θέμα της κάλυψης της μαύρης τρύπας των υπηρεσιών υγείας. Προκρίθηκε κατ΄ αρχάς το εικοσιπεντάευρο εισιτήριο για κάθε νοσηλεία. Η διάταξη αποσύρθηκε, από το φόβο των Ιουδαίων –ποιοι ακριβώς να ’ταν αυτοί άραγε;– και αντικαταστάθηκε από έναν κλασματικό, είναι η αλήθεια, πρόσθετο φόρο στα πακέτα με τα τσιγάρα, καθώς και στα στριφτάκια. Μ’ ένα σμπάρο δυό τρυγόνια: βουλώνουμε πρόχειρα το υγειονομικό έλλειμμα και συνετίζουμε ταυτοχρόνως κάπως περισσότερο τους αμετανόητους καπνιστές, μελλοντικούς δαπανηρούς επισκέπτες, έτσι κι αλλιώς, των νοσοκομείων μας.

Μόνο που, απ’ ό, τι φαίνεται, υπήρξε πάλι κάποια δυστοκία στην προώθηση της ευρηματικής αυτής τροπολογίας. Στον κατάλογο των κατά τι ακριβότερων πλέον καπνικών προϊόντων είχατε παραλείψει να περιλάβετε τα πούρα και τα πουράκια. Το χούι, κύριε Γενικέ μου, μοιάζει να είναι, τελικά, εξαιρετικά δύσκολο να φύγει από πάνω μας. Ακόμα και από αυτούς που δεσμεύτηκαν να το αποτάξουν, ομνύοντας στα σοσιαλδημοκρατικά τους πιστεύω. «Τα πούρα είναι αυτά που μας μάραναν;» θα ρωτήσετε ίσως. Δεν ξέρω, αλλά πάντως αυτά ήταν που, στο αρχικό σας σχέδιο τουλάχιστον, έμειναν για μιαν ακόμα φορά απείραχτα. Κι έτσι το βάρος έπεσε πάλι στους ώμους των θεριακλήδων, που μένουν ωστόσο ικανοποιημένοι με τα πληβεία χάρτινα τσιγάρα τους. Μόνη τους παρηγοριά πως μπορούν να σιγοτραγουδήσουν και σ’ αυτήν την περίσταση: Για μας τα ντόρτια κι οι διπλές και γι’ άλλους οι εξάρες.

Με εκτίμηση,
Δ.Π.

 

Ο Δημήτρης Ποταμιάνος είναι Ομότιμος καθηγητής Επικοινωνίας και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Αλληλέγγυες μέρες» (Μάιος 2013) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top