yanis

Είναι πολύ επικίνδυνο, να μαρτυράει κάποιος κάποιον που δεν τον έχει ποτέ βλάψει προσωπικά. Καθώς αυτός ο άλλος είναι εξαιρετικά πιθανόν πως με πρώτη ευκαιρία θα στραφεί με τη σειρά του εναντίον μας.

Κύριε Υπουργέ,

Το μεταρρυθμιστικό μέτρο υπ’ αριθμόν 3, το οποίο εισηγηθήκατε στους εταίρους και δανειστές μας, έχει οπωσδήποτε μια στέρεη λογική. Αν δεν απατώμαι δε, η αξιοποίηση συγκεκαλυμμένων φοροεπιτηρητών, προκειμένου να ενισχυθεί η φοροεισπρακτική ικανότητα του Δημοσίου ισχύει ήδη στις ΗΠΑ, καθώς και σε άλλες κατάλληλα οργανωμένες χώρες.

Ετέθη, ωστόσο, εδώ το ερώτημα: Οδηγεί άραγε η θέσπιση του μέτρου αυτού στην αντιμετώπιση -χωρίς δυσάρεστες παρενέργειες- των λογής-λογής τζαμπατζήδων (free-riders), οι οποίοι άκοπα κι ανέξοδα καρπώνονται τα οφέλη του κοινού/ συνεργατικού μόχθου ή μήπως συντελεί στην εδραίωση της πρακτικής της αλληλοκατάδοσης, στη γενίκευση, εντέλει, του απεχθούς χαφιεδισμού – για να λέμε, όταν χρειάζεται, τα πράγματα με το κοινό αποκρουστικό όνομά τους;

Με την άδειά σας, κύριε Υπουργέ, θα χρειαστεί τώρα να θεωρητικολογήσω κι εγώ λίγο. Και ξεκινώ από τους συναδέλφους σας οικονομολόγους, οι οποίοι μελετούν συστηματικά τις καθημερινές μας συναλλακτικές συμπεριφορές. «Behavioural economics» είναι ο όρος που δίνουν στο γνωστικό τους πεδίο οι εν λόγω ερευνητές – γνωστότεροι μεταξύ αυτών ο Έρνστ Φερ και ο Ρόμπερτ Μπόιντ, με τους διακεκριμμένους συνεργάτες τους.

Με κομψά μαθηματικά μοντέλα και πειστικές προσομοιωτικές ασκήσεις, τα oποία αποτυπώνουν την εξελικτική πορεία πολυμελών ή και ολιγομελών ομάδων, έχουν αναδείξει την αποτελεσματικότητα και τη ρώμη, την αντοχή στο χρόνο, δηλαδή, ενός ειδοποιού στην κυριολεξία γνωρίσματος των κοινωνιών των ανθρώπων: της αποκληθείσας «ενισχυμένης αμοιβαιότητας» (strong reciprocity).

Διαβάστε ακόμα: Προς κ. Αριστείδη Μπαλτά – Γιατί λείπει από την Ελλάδα η διάθεση για κυνήγι του ταλέντου;

Όπου με δυο λόγια, δεν αρκεί να ανταποδίδεις στον άλλο τα ίσα – ευεργετήματα που σου έχει προσφέρει ή προδοτικά χτυπήματα που έχει καταφέρει εναντίον σου- παρά επιβάλλεται να είσαι πρόθυμος να διαδώσεις την ευγενική/συνεργατική στάση των ευεργετών σου, όπως και να είσαι έτοιμος να καταγγείλεις τα τυχόν ανομήματα των προδοτών (μπαταχτσήδων και τζαμπατζήδων) που πάντα κυκλοφορούν ανάμεσά μας και που έτυχε να βρεθούν στο διάβα σου.

Ο εργαστηριακές/πειραματικές ασκήσεις των μελετητών αυτών έδειξαν λοιπόν πως, ενώ στις καθαρά διαπροσωπικού χαρακτήρα «αναμετρήσεις» δύο ατόμων, οι «αλτρουιστικές»/συνεργατικές πρακτικές μπορούν όντως να ευοδωθούν ακόμα και μεταξύ «αμετανόητων εγωιστών» και χωρίς μάλιστα την παρέμβαση/διαμεσολάβηση μιας πιεστικής κεντρικής Αρχής.

Αυτό ήταν, άλλωστε, και το πόρισμα του πολιτειολόγου Ρόμπερτ Άξελροντ στο διάσημο έργο του «Η εξέλιξη της συνεργασίας», στο οποίο το επαναληπτικό τρέξιμο του περιώνυμου «Διλήμματος του φυλακισμένου» ανέτρεπε την «ισορροπία τρόμου» που απέπνεε το μαθηματικό αυτό παίγνιο, στα ευρύτερα πληθυσμικά σύνολα -και σε βάθος χρόνου πάντα- το συνεργατικό σχήμα αναπόδραστα τείνει να καταρρεύσει.

Oι συνθήκες εκείνες που ευνοοούν και προωθούν τη συνεργατική στρατηγική είναι ίδιες κι απαράλλαχτες μ’ αυτές που την υπονομεύουν και τη διαβρώνουν εκ των έσω

Και τούτο, λόγω της έκδηλης ή και υφέρπουσας απροθυμίας των μελών της ομάδας να μπλεχτούν σε αλλότριες υποθέσεις, να μπερδευτούν δηλαδή στα πόδια των άλλων και να στιγματίσουν συμπεριφορές συντοπιτών/συμπολιτών τους, οι οποίοι ενδεχομένως εκτιμούν πως δεν τους έχουν βλάψει προσωπικά σε τίποτα.

Δεν διστάζει έτσι, ειδικότερα, ο Μπόιντ να συμπεράνει πως οι συνθήκες εκείνες που ευνοοούν και προωθούν τη συνεργατική στρατηγική είναι ίδιες κι απαράλλαχτες μ’ αυτές που την υπονομεύουν και τη διαβρώνουν εκ των έσω. Καθώς εάν και εφόσον πεισθείς πως περιτριγυρίζεσαι από δυνητικούς προδότες, τους οποίους αμέσως και πάντοτε οφείλεις να καταδίδεις, προκειμένου να υπερισχύσει η προκομένη συνεργασία, ποιοι είναι αυτοί που μένουν και πού θα πρέπει να ψάξεις «με το φανάρι» να τους βρεις για να συνεργαστείς μαζί τους;

Αφήνοντας μάλιστα κατά μέρος το ότι η σε ακραίο βαθμό εξωθημένη φιλυποψία για τους γύρω σου ενδέχεται να σε οδηγήσει να στραφείς τελικώς και εναντίον του ίδιου σου του εαυτού. Δεν είναι λίγα, πράγματι, τα ιστορικά παραδείγματα του επιβεβλημένου αυτομαστιγώματος και της αυτοκαταγγελίας.

Οι φανατικές θρησκοληπτικές πρακτικές ξεχωρίζουν εδώ, αλλά και οι διαβόητες δίκες στα αλήστου μνήμης ολοκληρωτικά καθεστώτα, με «κατηγορουμένους» που πρώτοι αυτοί έσπευδαν να μαρτυρήσουν και να στηλιτεύσουν την ένοχη/προδοτική/ατιμωτική στάση τους έναντι της συμπαγούς «ορθοφρονούσης» κοινωνίας, δεν πάνε βέβαια πίσω.

Διαβάστε ακόμα: Το Λονδίνο των Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης.

Εξαιρετικά δυσοίωνη η προέκταση αυτή του σοφίσματος – με την καλή έννοια του όρου, ως επιχειρήματος που δύσκολα μπορεί να αντικρουσθεί, έτσι όπως περιελίσσεται γύρω από τον εαυτό του – του Μπόιντ. Ας επιστρέψουμε, λοιπόν, στο βασικό μας πρόβλημα που είναι η νομιμοποίηση και η εν τ’ αυτώ ηθική δικαίωση της καταμαρτύρησης μιας μεμπτής και βλαβερής για το σύνολο ατομικής πράξης. Για να διευκολύνουμε τη συζήτηση, θα επικαλεστώ ένα άλλο σόφισμα -καλοπροαίρετα πάντα- του «δικού» μας Αντιφώντα.

Πρόκειται για τον εύστροφο αυτόν δικολάβο – ή δικηγόρο του διαβόλου, αν προτιμάτε – που ισχυριζόταν πως παρουσία άλλων/τρίτων/μαρτύρων καλό και σώφρον είναι να τηρούμε τα «νόμιμα» -άνωθεν/έξωθεν προερχόμενες οδηγίες- αλλ’ όταν απουσιάζουν οι εν λόγω δυνητικοί επικριτές των πράξεών μας, φρονιμότερο και σαφώς απολαυστικότερο είναι να υπακούουμε στα παραγγέλματα της φύσης μας. Στα «φυσικά», όπως τα αποκαλούσε, εσωτερικά κελεύσματα.

Ο ίδιος αυτός πολυμήχανος σοφιστής μάς έδινε και μιαν άλλη εχέφρονα σύσταση: Είναι ανώφελο, αν όχι και πολύ επικίνδυνο, να μαρτυράει κάποιος κάποιον που δεν τον έχει ποτέ βλάψει προσωπικά. Καθώς αυτός ο άλλος είναι εξαιρετικά πιθανό πως με πρώτη ευκαιρία θα στραφεί με τη σειρά του εναντίον μας.

H γενικευμένη παραίτηση από το δικαίωμα/αίτημα καταγγελίας των παραβατικών συμπεριφορών ενός ή περισσοτέρων μελών μιας κοινότητας μοιραίως συνεπιφέρει την παρακμή της συνεργατικής στρατηγικής.

Ως εδώ ο καλός μας ο Αντιφών δεν μας βοηθάει, βέβαια, και πολύ στην αντίκρουση του σκεπτικού για την επαπειλούμενη κατάρρευση του συνεργατικού οικοδομήματος εν τη απουσία του προσαρμοστικού αισθήματος/γνωρίσματος της «ενισχυμένης αμοιβαιότητας» – αναγκαίου όσο και ικανού αιτήματος για τη διατήρηση της συνεργατικής τάξης.

Να σημειωθεί οπωσδήποτε εδώ ότι τη συλλογιστική αυτή ασπάζεται και ο Άξελροντ στο εν πολλοίς αναθεωρητικό του δοκίμιο για τις τύχες της συνεργασίας, με τίτλο «Η πολυπλοκότητα (complexity) της συνεργασίας».

Περνώντας κι αυτός τώρα από τις άμεσες διαπροσωπικές σχέσεις στις νέες καταστάσεις που αναδεικνύονται στο εσωτερικό «απρόσωπων» συνομαδώσεων, μας προειδοποιεί πως η γενικευμένη παραίτηση από το δικαίωμα/αίτημα καταγγελίας των παραβατικών συμπεριφορών ενός ή περισσοτέρων μελών μιας κοινότητας μοιραίως συνεπιφέρει την παρακμή της συνεργατικής στρατηγικής.

Διαβάστε ακόμα: Τα ευαίσθητα σημεία που ανά πάσα στιγμή απειλούν την προσπάθεια της Ελλάδας να επιστρέψει στην κανονικότητα.

Ας μην απογοητευόμαστε, όμως, με τόση βιασύνη. Η με σαφές κόστος επικράτηση των «κοινωνικών προτύπων» της αμοιβαιότητας και της αλληλοβοήθειας («social norms» είναι ο όρος που εισάγει εδώ ο Άξελροντ) -κόστος, σημειωτέον, όχι μόνο για τους αποκαλυπτόμενους απατεώνες, αλλά και για όλους εκείνους που θα δαπανήσουν χρόνο και ενέργεια για την αποκάλυψη των τζαναμπέτηδων συμπολιτών τους- έχει ακόμα περιθώρια να ακμάσει, εφόσον τα περί ου ο λόγος πρότυπα πλαισιωθούν και υποστηριχθούν εγκαίρως από τα κατάλληλα «μεταπρότυπα» (metanorms).

Ως μεταπρότυπο θα συνεχίσει πλέον να σχολιάζει ο ίδιος μελετητής την επιφυλακή και τη δυσανεξία μας, εντέλει, απέναντι σε διαπιστωμένες παραβιάσεις των συνομολογημένων προτύπων, τα οποία πρωτίστως συντηρούνται –και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για μας, όπως θα δούμε εναργέστερα πιο κάτω- από το φόβο και την έγνοια πως θα υποστούμε εμείς οι ίδιοι ζημία, αν παραλείψουμε να καταγγείλουμε τις αξιόμεμπτες πράξεις.

Ας δώσουμε δύο παραδείγματα, για να στηρίξουμε το κρίσιμο αυτό επιχείρημα. Το ένα, κατά το μάλλον ή ήττον ευφρόσυνο, το άλλο αναφανδόν αποκρουστικό. Το πρώτο, το σαφώς ενθαρρυντικό: η πρακτική του whistle-blowing, όπου το ευσυνείδητο στέλεχος μιας επιχείρησης, αψηφώντας τον κίνδυνο να χάσει τη σταθερή και προνομιούχο ενδεχομένως δουλειά του, αλλά συνεκτιμώντας και τις καταστροφικές συνέπειες, για τον ίδιο, τους οικείους του και τα άλλα μέλη της κοινότητας, των συνεχών «παρασπονδιών» της εταιρείας του, αποφασίζει να βγάλει τα άπλυτά της στη φόρα.

«Ο συνετός άνθρωπος είναι αυτός που, ενώ έχει τον πειρασμό να βλάψει τον συνάνθρωπό του, διστάζει, φοβούμενος ότι δεν θα επιτύχει το σχέδιό του», λέεει ο Αντιφών.

Το δεύτερο παράδειγμα, το απωθητικό τώρα: Το λυντσάρισμα ενός «διαδηλωτή», ο οποίος συμμετέχει σε μια ρατσιστική «συγκέντρωση», αλλά που τολμά να διαχωρίσει τη θέση του -«τι πράγματα είναι αυτά, ντροπή μας!»- από τους μαινόμενους ομοϊδεάτες του. Οι οποίοι έχουν βάλει φωτιά στο Δικαστικό Μέγαρο όπου δικάζεται ένας Αφροαμερικανός, αμφισβητούμενα κατηγορούμενος για το βιασμό μιας λευκής γυναίκας.

Ας τολμήσει λοιπόν ο λιγόψυχος «σύντροφος» να τα ξαναβάλει με τα μέλη της εξαγριωμένης/«παλληκαρίσιας» αδελφότητάς του. Θα χάσει και τα μισά δόντια που τού ’μειναν από τον προηγούμενο άγριο ξυλοδαρμό του, προς γνώση και συμμόρφωσή του.

Πλάι όμως στα μεταπρότυπα, ο διακεκριμένος Αμερικανός Πολιτειολόγος μας θα συγκρατήσει και μια σειρά από άλλους μηχανισμούς που βοηθούν στο να διατηρηθούν εν ισχύει οι κοινωνικές μας νόρμες. Από αυτούς (ιεραρχική οργάνωση, νομική κάλυψη, καλλιέργεια φήμης, αποτρεπτικές πρακτικές κ.ά.), θα ήθελα να επιμείνω, για λόγους οικονομίας και συνάφειας με τον προβληματισμό μας, στη διαδικασία εσωτερίκευσης των προτύπων.

Διαβάστε ακόμα: Αντιγερμανισμός και εθνική ανοησία.

Χάρη σ’ αυτή, ξανασυναντάμε εδώ, διαφωτιστικότερα πλέον, τον Αντιφώντα. Η ακραιφνής ηδονιστική τοποθέτηση του οξυδερκούς προγόνου (τιμούμε και χαιρόμαστε τη φύση μας «κατά μόνας», αλλά σεβόμαστε και τηρούμε τους νόμους παρουσία άλλων) συνετέλεσε ώστε να περιληφθεί ο Αθηναίος σοφιστής μεταξύ των αρνητών της νομιμοφροσύνης και της καθεστηκυίας τάξης.

Θεωρώ, ωστόσο, ότι το επιχείρημά του είναι ασφαλώς πιο σύνθετο από την απλή αντιπαράσταση των συμπεριφορών μας κατά τα (ηδονικά) «φυσικά» με εκείνες κατά τα (αλγεινά) νόμιμα. Γνωρίζει, πιστεύω, πολύ καλά ο Αντιφών πως υπάρχει και μια τρίτη θέση που κατέχουν οι άλλοι στη ζωή μας, πέραν αυτής όπου μας αφήνουν στη μακάρια μοναξιά και ησυχία μας ή εκείνης όπου μας δυναστεύουν με την οχληρή παρουσία τους («l’ enfer c’ est les autres», κ.ο.κ.). Και η θέση αυτή είναι βέβαια μέσα μας.

«Ο συνετός άνθρωπος», δεν θα διστάσει να καταλήξει ο Αντιφών, «είναι αυτός που ενώ έχει τον πειρασμό να βλάψει τον συνάνθρωπό του, διστάζει, φοβούμενος ότι δεν θα επιτύχει το σχέδιό του. Και για να βρεθεί έτσι με αυτό που δεν θέλει, αντί να κερδίσει αυτό που επιθυμεί. Και καθώς είναι έτσι διστακτικός, ο χρόνος που μεσολαβεί είναι αρκετός, ώστε να αλλάξει το σχέδιό του… Μόνον αυτός που έχει τη δύναμη να συγκρατείται και να νικά τον εαυτό του μπορεί να κρίνει πότε ένας άνθρωπος ενεργεί με σωφροσύνη».

Η εγρήγορση για την αποκάλυψη των λογής-λογής παραβιάσεων ενός «κοινοτικού συμβολαίου», όχι μόνον εμφανίζεται πλέον να έχει μειωμένο κόστος, αλλά αποτελεί και πηγή ευχαρίστησης.

Πώς συμβιβάζεται, όμως, τώρα το κήρυγμα της αυτοσυγκράτησης -από το φόβο έστω του άλλου και της οργανωμένης κοινότητας- με τα όσα λέγαμε προηγουμένως για την προτεραιότητα της αδέσμευτης και εν τ’ αυτώ απολαυστικής γιορτής της φύσης μας;

Παρατηρεί λοιπόν ο W.K. C. Guthrie, στο κλασικό έργο του «Οι σοφιστές»: «Λογικά, υπάρχει πρόβλημα. [Από την άλλη όμως μεριά], όσο ζει κάποιος σε μια κοινότητα που την κυβερνά ο νόμος, δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσικό και πρακτικό από αυτήν τη σύσταση για συμμόρφωση [και αυτοέλεγχο, προς αποφυγή τριβών με τους άλλους], βασισμένη ακριβώς στην αρχή της ίδιας της φύσης μας, που είναι η μεγιστοποίηση της ηδονής και η ελαχιστοποίηση του πόνου και της ταλαιπωρίας».

Το αξίωμα κατά Αντιφώντα της αλυπίας, η οποία προαναγγέλλει άλλωστε την ευδόκιμη προοδευτική κατάκτηση της επικούρειας αταραξίας, είναι λοιπόν ο κεντρικός μοχλός που θέτει σε λειτουργία το μηχανισμό της εσωτερίκευσης των προτύπων, τον οποίο εξήραμε προηγουμένως.

Διαβάστε ακόμα: Γιατί είναι ολέθριο σφάλμα η διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων.

Η εγρήγορση για την αποκάλυψη των λογής-λογής παραβιάσεων ενός «κοινοτικού συμβολαίου», όχι μόνον εμφανίζεται πλέον να έχει μειωμένο κόστος, αλλά αποτελεί και πηγή ευχαρίστησης. Συνιστά, με άλλα λόγια, με τη σειρά της μία από τις προνομιακές απολαυστικές ενασχολήσεις μας.

Με όλο το σεβασμό, θα διαφωνήσω εδώ με τον μέντορά μας Άξελροντ, ο οποίος υποσημειώνει πως η εν λόγω στάση ταιριάζει κατά κύριο λόγο, αν όχι αποκλειστικά, στους φορτικά «καθωσπρέπει» (righteous) ανθρώπους. Αυτοί είναι που αντλούν ικανοποίηση, ηδονίζονται στην κυριολεξία, με τη συστηματική επισήμανση των κακώς κειμένων γύρω τους, με το στιγματισμό πρωτίστως των επιβουλών/προσβολών κατά των παραδεδεγμένων αξιών.

Όλοι ανεξαιρέτως χαιρόμαστε και συγκινούμαστε όταν νικά ο δίκαιος, ο υπέρμαχος δηλαδή των αξιών που μας ενώνουν, και τιμωρείται παραδειγματικά εκείνος που τις αψηφά, τις καταπατά και τις τσαλακώνει.

Ασφαλώς και προσιδιάζει η στάση αυτή στους συχνά φορτικούς και πληκτικούς υπέρμαχους του καθωσπρεπισμού. Δεν παύει, ωστόσο, να είναι και για όλους εμάς τους άλλους η αφετηρία για την προσαρμοστική ανάδειξη του αισθήματος δικαίου. Αίσθημα που είναι βέβαια κτήμα κοινό -κατεξοχήν δε ψυχαμοιβό- και όχι ιδιοτροπία ορισμένων «ζηλωτών» ανάμεσά μας.

Όλοι ανεξαιρέτως, ωστόσο, είτε είμαστε διατεθειμένοι να συμβάλουμε προσωπικά στην απονομή δικαιοσύνης είτε όχι, χαιρόμαστε και συγκινούμαστε συχνά μέχρις δακρύων -ας αναλογιστούμε λίγο τις εμπειρίες μας στο θέατρο ή στον κινηματογράφο- όταν νικά ο δίκαιος, ο υπέρμαχος δηλαδή των αξιών που μας ενώνουν, και τιμωρείται παραδειγματικά εκείνος που τις αψηφά και με τον άδικο τρόπο του τις καταπατά και τις τσαλακώνει.

Μακρηγόρησα, είναι η αλήθεια, κύριε Υπουργέ, αλλά έχετε βέβαια κι εσείς ιδίαν πείραν από τέτοιες μακροσκελείς θεωρητικές εισηγήσεις. Κι ελπίζω, πάντως, να μην εξάντλησα την υπομονή σας, όπως ασφαλώς και αυτήν των αναγνωστών της τακτικής αυτής στήλης με τις «ανοιχτές επιστολές» όπου δει.

Συμπερασματικά, ωστόσο, είναι προφανές πως βρίσκεστε στο σωστό δρόμο. Επ’ ουδενί λόγω δεν θά ’πρεπε να κάνετε πίσω από την πρότασή σας, για τη σύσταση ενός ειδικού «σώματος» μυστικών ελεγκτών της φορολογικής τάξης.

Τώρα, το αν θα έπρεπε ντε και καλά να εξαγγελθεί η στελέχωση του σώματος αυτού από νοικοκυρές σε απόγνωση, άφραγκους σπουδαστές και αμέριμνους, κατά τεκμήριο, τουρίστες/περιηγητές, αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία (καταχρηστικής ενδεχομένως σπουδής).

Με εκτίμηση

Δημήτρης Ποταμιάνος

 

Διαβάστε ακόμα: Γιατί εμείς τα βαμπίρ έχουμε γραμμένα τα ασφαλιστικά ταμεία και τα botox.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top