Παρά τις όποιες προσπάθειες, εκ μέρους του Δήμου για παράδειγμα, αλλά και αρκετές θαρραλέες πρωτοβουλίες, να εμπεδωθεί μια κουλτούρα του ποδηλάτου στις μετακινήσεις στην πόλη, τα πράγματα δεν εξελίσσονται προς την επιθυμητή κατεύθυνση: η Αθήνα δεν μπορεί –ούτε πρόκειται ποτέ– να γίνει Άμστερνταμ, Βερολίνο, Ζυρίχη ή Πεκίνο, ούτε καν Καρδίτσα. Δεν βοηθάνε μήτε οι αποστάσεις μήτε η μορφολογία μήτε η πλημμυρίδα των τετράτροχων.
Το ποδήλατο, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές μητροπόλεις, αλλά και τις γερμανικές πανεπιστημιουπόλεις, εξορίστηκε από τους αθηναϊκούς δρόμους, κυρίως στο δεύτερο, και χειρότερο ίσως, κύμα εσωτερικής μετανάστευσης που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Μέχρι τότε, υπήρχε, πάντως, μια «γενηά» που μεγάλωσε με αυτά, κυρίως τις καλοκαιρινές διακοπές στα νότια προάστια, αλλά και στην Αίγινα ή τη Ρόδο, όπως (ξανα)βλέπουμε στις παλιές, ασπρόμαυρες ταινίες, όταν ακόμα η Πατησίων ήταν ο δρόμος των καταστημάτων με την επωνυμία «Εμπορία ποδηλάτων» και κάθε γειτονιά είχε τουλάχιστον ένα ποδηλατάδικο, στο οποίο επιδιόρθωνες κάποια ζημιά ή, ακόμα, μπορούσες να νοικιάσεις ένα ποδήλατο.
Ήταν η εποχή που, μαζί με τον γαλατά και τον ταχυδρόμο, σχεδόν κάθε σπίτι είχε ένα ποδήλατο: στις μάρκες τους (τα ιστορικά, τσεχοσλοβάκικα Eska, με το παλιομοδίτικο, αλλά χαλκέντερο μοντέλλο Eska Cheb, τα στίλβοντα, αγγλικά Raleigh, «the King of the road», όπου στα γυναικεία ένα πλαστικό ακτινωτό πλέγμα προστάτευε τα κορίτσια, ώστε η φούστα τους να μη μπλεχτεί στην πίσω ρόδα, τα Phillips, με τις ταχύτητες της Sturmey Archer, τα Manhattan, τα αγωνιστικά Peugeot κ.ά.) μπορούσες να διακρίνεις το οικονομικό βαλάντιο, στον εξοπλισμό τους το μεράκι του αναβάτη ή τη φροντίδα του πατέρα, στον τρόπο οδήγησης (ορθοπεταλιά, χωρίς χέρια) τη δεξιοτεχνία ή τη ματαιοδοξία του αναβάτη. Κάπου δύο δεκαετίες μετά, έκαναν θραύση τα διαβολικά ΒΜΧ, που στροβιλίζονταν στους δρόμους και στις πλατείες χωρίς σκοπό, αλλά με πολλές ακροβατικές φιγούρες, και, λίγο αργότερα, τα Mountainbikes και, μετά, τα ΚΤΜ.
Τα τελευταία χρόνια, είναι γεγονός, υπάρχει μία «αναβίωση», στα όρια του lifestyle, καθώς όλο και περισσότεροι, νέοι στη μεγάλη πλειοψηφία τους, κυκλοφορούν στην πόλη με ποδήλατο, η κρατική τηλεόραση αφιέρωνε μέχρι πρότινος ειδικές εκπομπές (όμως ποτέ δεν σκέφτηκε να μεταδώσει τον Γύρο της Γαλλίας), όπου οι «ειδικοί» πρότειναν μοντέλα και εξοπλισμό, συνήθως ακριβά, ακόμα και κάποια ποδηλατάδικα εμφανίστηκαν δειλά στο κέντρο. Μαζί με την «επιστροφή στο ποδήλατο» όμως, εμφανίστηκε και η μάστιγα των κλοπών. Ό,τι γνωρίζαμε από το αριστούργημα του Λουίτζι Μπαρτολίνι και, πολύ περισσότερο, στη νεορεαλιστική κινηματογραφική μεταφορά του από τον Βιτόριο ντε Σίκα, εμφανίστηκε με το πιο αποκρουστικό πρόσωπο των «συμμοριών», που κλέβουν ποδήλατα και τα προωθούν πάραυτα «έξω», όπως μαθαίνουμε από το ρεπορτάζ της «Καθημερινής» (14. 7.). Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό και, πάντως, τα θύματα των κλοπών δεν απογοητεύονται. Σαν τον Λαμπέρτο Ματζιοράνι, τον πρωταγωνιστή της ταινίας, ψάχνουν στα στέκια και τις πιάτσες τα χαμένα ποδήλατα της νιότης τους.
Ο Κώστας Θ. Καλφόπουλος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.