Ας πούμε μια αλήθεια: το φετινό Τσάμπιονς Λιγκ άνηκε στην κατηγορία «ό,τι να ‘ναι». Ειδικά από τη φάση των «8» και μετά κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει με σιγουριά ποια ομάδα θα προχωρούσε. Όλοι είχαν σίγουρες τη Μπαρτσελόνα και τη Σίτι -αποκλείστηκαν αμφότερες από τις Ρόμα και Λίβερπουλ στα προημιτελικά-, ενώ η Μπάγερν για μια ακόμη χρονιά δεν τα κατάφερε και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι ψυχολογικά έχουν εκεί στο Μόναχο.
Και κάπως έτσι το βράδυ της 26ης Μαΐου στο Κίεβο θα βρεθούν αντιμέτωπες η Ρεάλ με τη Λίβερπουλ, δηλαδή οι δύο ομάδες που προσπάθησαν δύο-τρεις φορές στη πορεία τους να κάνουν χαρακίρι αλλά δεν τα κατάφεραν, σε έναν τελικό που όποιος το είχε παίξει στο στοίχημα στο ξεκίνημα της σεζόν μάλλον τώρα βρίσκεται σε μια βίλα σε κάποιο εξωτικό νησί και έχει λύσει όλα τα προβλήματα της ζωής του.
Ρεάλ VS Λίβερπουλ λοιπόν, σε ένα ματς όπου με μια πρώτη ματιά σου δίνεται η αίσθηση ότι συγκρούονται δύο εντελώς διαφορετικές ομάδες. Όχι άδικα.
Από τη μία έχεις τους Μαδριλένους, μια από τις πιο ακριβές ομάδες του πλανήτη, σίγουρα την πιο σταθερή του Τσάμπιονς Λιγκ τα τελευταία χρόνια, που πάει για το εντυπωσιακό «3 συνεχόμενες κούπες».
Και από την άλλη έχεις τη Λίβερπουλ που επιβεβαιώνει το άσμα «ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο». Τι εννοούμε; Εδώ και χρόνια η ομάδα του Άνφιλντ ξεκινάει με στόχο το πρωτάθλημα και πριν καν από τα Χριστούγεννα παλεύει να βγει Ευρώπη (με εξαίρεση τη σεζόν 2013-14). Δεν διαφωνούμε, ιστορική ομάδα, με «βαριά φανέλα» (αν σας αρέσουν αυτά τα κλισέ), αλλά που έχει να πάρει πρωτάθλημα από το 1990 και ευρωπαϊκό τίτλο από το 2005. Κάνε τις αφαιρέσεις και καταλαβαίνεις για τη ξηρασία μιλάμε.
Κι όμως, αυτές οι δύο φαινομενικά τόσο διαφορετικές ομάδες, φέτος μοιάζουν πιο πολύ από πότε. Όχι μόνο επειδή το Τσάμπιονς Λιγκ είναι η τελευταία τους ευκαιρία να σώσουν μια χρονιά που έμειναν μακριά από τους τίτλους. Αγωνιστικά να το δει κάποιος, η συμπεριφορά και των δύο μέσα στο γήπεδο είναι εντελώς «ροκ».
Ας το δούμε λίγο αναλυτικά: και Ρεάλ και Λίβερπουλ από τη μέση και πάνω βγάζουν φωτιές. Η «Βασίλισσα» στη φετινή της πορεία στο ΤσουΛου φιλοδώρησε με 30 τέρματα τους αντιπάλους της, ενώ η ομάδα του Jürgen Klopp πέτυχε 10 περισσότερα! Δεν είναι τυχαίο πως οι Μαδριλένοι έχουν τον πρώτο σκόρερ της διοργάνωσης, τον Cristiano Ronaldo με 15 γκολ, ενώ η Λίβερπουλ έχει καπαρώσει τις 3 επόμενες θέσεις: Mohamed Salah (10), Roberto Firmino (10), Sadio Mané (9). Αν μη τι άλλο εντυπωσιακά στατιστικά.
Την ίδια ώρα όμως, η αμυντική τους γραμμή μοιάζει το λιγότερο με παιδική χαρά. Η Ρεάλ έχει δεχθεί έως τώρα 15 γκολ και η Λίβερπουλ 13. Ενώ σε 12 ματς έως τώρα η ομάδα της Μαδρίτης κράτησε ανέπαφη την εστία της μόλις 3 φορές και οι «Κόκκινοι» 5.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα της κακής αμυντικής τους λειτουργίας ήταν οι προημιτελικοί για τη Ρεάλ κόντρα στη Γιουβέντους και οι ημιτελικοί για τη Λίβερπουλ κόντρα στη Ρόμα. Και οι δύο ομάδες στους πρώτους αγώνες έδειχναν να είχαν καθαρίσει την πρόκριση και μάλιστα εύκολα. Όμως, στον επαναληπτικό χρειάστηκε να ανάψουν λαμπάδες -και να τους σπρώξει η διαιτησία- για να καταφέρουν να φτάσουν εδώ που είναι τώρα.
Βέβαια, αυτή η νοοτροπία «run and gun» (που λένε και οι μπασκετικοί) οφείλεται στους προπονητές τους. Από τη μια o Zinedine Zidane σε αυτά τα 2,5 χρόνια που βρίσκεται στο τιμόνι της Ρεάλ έχει δείξει ότι ξέρει να προσφέρει θέαμα, αλλά αμυντικά δύσκολα φτιάχνει μια γραμμή που τρώει κόκαλα. Όσο για τον Klopp; Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Από τα χρόνια του στη Ντόρτμουντ είχε τη λογική «αν βάλουμε ένα γκολ παραπάνω από όσα δεχθούμε τότε όλα καλά».
Και δεν πιστεύω ότι θα αλλάξουν και πολλά στον τελικό του Σαββάτου. Ναι, σίγουρα θα κοιτάξουν λίγο περισσότερο την άμυνά τους σε σχέση με άλλα παιχνίδια, αλλά το μυαλό και το βλέμμα τους θα είναι καρφωμένα στο μεσοεπιθετικό παιχνίδι: εκεί που και οι δύο ομάδες έχουν αποδείξει ότι αν βρεθούν σε καλή ημέρα είναι σαν να βλέπεις αγώνα στο Pro.
Συμπέρασμα; Δεν ξέρουμε ποιος θα πάρει την κούπα φέτος στο Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά αν Ρεάλ και Λίβερπουλ παίξουν στο ίδιο στυλ όπως όλη τη χρονιά, τότε θα είναι ο πιο ροκ τελικός που έχουμε δει. Και κανένας μας δεν θα βαρεθεί – που είναι και το πιο σημαντικό.
Διαβάστε ακόμα: Ο Andrés Iniesta δεν ήθελε ποτέ να γίνει ένας σταρ