– Γιαγιά, να σε ρωτήσω, τι είναι αυτό το πτυχίο ελεύθερης εστίασης που έχεις πάνω από το πιάνο;
– Δεν είναι πτυχίο Παναγιωτάκη, ήταν ένα επιδοτούμενο σεμινάριο που είχα παρακολουθήσει με επιτυχία στα τελειώματα του κορωνοιού. Λίγο πριν φύγει για πάντα από τις ζωές μας ο κορωνοιός, είχαμε πια ξεχάσει διάφορες βασικές λειτουργίες της παλιάς μας καθημερινότητας, όπως το να βγεις με φίλους να φας σε ένα εστιατόριο χωρίς παλτό.
– Δηλαδή;
– Πώς είναι αν μάθεις μια γλώσσα και αν την εξασκήσεις για πολύ καιρό την ξεχνάς τελείως; Κάπως έτσι. Το κράτος λοιπόν, αποφάσισε να επιδοτήσει κάποια σεμινάρια επανένταξης στην καθημερινότητα, διότι αν το καλοσκεφτείς είχαμε συνηθίσει την απομόνωση, τις αποστάσεις, είχαμε μεταλλαχθεί σε ειδική κατηγορία αστικού wild life με συγκεκριμένες ρουτίνες, κραυγές κλπ. Για να καταλάβεις, το animal planet είχε ζητήσει άδεια να τοποθετήσει σταθερές κάμερες για να κινηματογραφήσει τις καθημερινές μας συνήθειες και να τις μελετήσει.
– Και τι σας έκαναν στο σεμινάριο; Σας πλήρωσαν για να τρώτε;
– Μας πλήρωσαν για να θυμηθούμε και να αφομοιώσουμε τους νέους παλιούς κανόνες. Το σεμινάριο περιλάμβανε κάποια θεωρητικά μαθήματα και μια ομαδική δοκιμασία – προσομοίωση επίσκεψης σε εστιατόριο για πρακτική εξάσκηση.
– Σιγά το δύσκολο, πες μου για την πρακτική εξάσκηση στο εστιατόριο.
– Καθόλου εύκολο, Παναγιωτάκη μου. Τα θεωρητικά μαθήματα δεν τα είχα παρακολουθήσει ολόκληρα, μερικές φορές έκανα κοπάνα και είχα ένα ολόγραμμά μου μπροστά στην κάμερα για να μην πάρω απουσία και χάσω την επιδότηση και, και έκανα αλλά πράγματα εκείνη την ώρα, γιατί σιγά την γνώση εδώ που τα λέμε. Η προσομοίωση όμως με ζόρισε. Έπρεπε να πάμε 12 άτομα στο «εστιατόριο», να παραγγείλουμε, να φάμε, να πληρώσουμε κλπ.
– Αλήθεια γιαγιάκα;
– Εμ τι; Οι 2 από τους 12 κόπηκαν με το καλημέρα γιατί δεν είχαν πατήσει στα θεωρητικά, δεν ήξεραν καν ότι υπάρχει ειδικό κεφάλαιο dress code και ήρθαν στην προσομοίωση με με πιτζάμες και τσόκαρα, όπως δηλαδή παραλαμβάνουν το φαγητό από το delivery στο σπίτι τους.
Μας υποδέχτηκε κύριος που μας είπε ότι λέγεται σερβιτόρος και μας ρώτησε αν έχουμε κάνει κράτηση, ερώτηση παγίδα γιατί αν έλεγες ναι σε πήγαιναν στο τραπέζι σου, αν έλεγες όχι έπρεπε υποχρεωτικά από μόνος σου να πας στο μπαρ να περιμένεις. Στο δε μπαρ, η σωστή διαδικασία ήταν να παραγγείλεις στον μπάρμαν ένα ποτό και να φας φιστίκια από ένα μπολ, το οποίο αν το σκάναρες στο μικροβιοσκάνερ σου (εγώ το έχω πάντα μαζί μου μαζί με τα κλειδιά του σπιτιού), θα εντόπιζες μικρόβια άλλων, μη φιλικά με την προσωπική σου πανίδα! Εγώ είπα ότι έχω κράτηση, δεν είμαι καμία γκρούβαλη να τρώω από το κοινόχρηστο μπολ με το χέρι!
– Και μετά;
– Στο τραπέζι έπρεπε να περιμένουμε λίγο, “σαν να περιμένεις να ανοίξει μια αργή ιστοσελίδα” έλεγε στο βιβλίο. Όσο περιμέναμε έπρεπε να μιλάμε μεταξύ μας και δεν έπρεπε να φοράμε μάσκα. Η μάσκα ήταν μείον 4 βαθμοί και η προσωπίδα μείον 3. Μετά ήρθε πάλι ο κύριος «σερβιτόρος» και μας μοίρασε κάτι πολύ κυριλέ φυλλάδια ντελίβερι. Και μετά άρχισε να μας λέει λεπτομέρειες για τα πιάτα ημέρας που δεν τα είχε στο φυλλάδιο και είχε την απαίτηση να τα θυμόμαστε!
Αφού αποφάσισε ο καθένας τι ήθελε να φάει, μετά αρχίσαμε να ψάχνουμε πάνω στους καταλόγους τα τηλέφωνα για να τα παραγγείλουμε. Φώναξα τον κύριο «σερβιτόρο» να διαμαρτυρηθώ γιατί δεν έβρισκα ούτε τηλέφωνο για παραγγελίες ούτε κάποιο app για να παραγγείλω από εκεί. Μου είπε ότι παραγγέλνουμε σε αυτόν, ο οποίος τα σημειώνει με στυλό (!) σε ένα μπλοκάκι (!) και τα πηγαίνει, πρόσεξε, δεν τα στέλνει με μήνυμα, τα πηγαίνει με τα πόδια του, πίσω στην κουζίνα στον σεφ… Ντάξει, τριτοκοσμικά πράγματα, τι να λέμε τώρα.
– Ήπιατε τίποτα;
– Πήραμε και ένα κρασί, μας έφερε ποτήρια, όλα γυάλινα ολόιδια μεταξύ τους, ευτυχώς είχα μαζί μου μαρκαδόρο για να σημειώσω το όνομα του καθενός πάνω μη γίνει καμία στραβή. Εκεί χάσαμε πολλούς βαθμούς, μέγα φάουλ, το σωστό ήταν ο καθένας να έχει το ποτήρι του, ας είναι ίδιο με των υπολοίπων, μπροστά του, και να το κοιτάει συνέχεια μην μπερδευτεί με των άλλων.
Όταν ήρθαν τα πιάτα, πάλι γυάλινα σερβίτσια, όχι μιας χρήσης, είχαμε μαζέψει όλοι λεφτά για να πληρώσουμε και να αφήσουμε και φιλοδώρημα, μας άφησε τα πιάτα στο τραπέζι, αφήσαμε τα λεφτά, βάλαμε μπουφάν και τα πήραμε για να βγούμε απέξω να τα φάμε, εκτός από 2 που κατευθύνθηκαν προς μια τηλεόραση που είχε στο μπαρ και κάθισαν μπροστά της με το πιάτο τους.
Κανονικά έπρεπε να κοπούμε όλοι, ήταν λάθος κίνηση. Μας φώναξε ο κύριος «σερβιτόρος»: «πού πηγαίνουν οι κύριοι;», «τι πρόβλημα υπάρχει;», «πληρώσαμε τα πάντα κανονικά», είπαμε. «Ναι αλλά πρέπει να φάτε καθιστοί στο τραπέζι σας». Γυρίσαμε πίσω, καθίσαμε, και ξεκινήσαμε να τρώμε. Εδώ να σου πω Παναγιωτάκη μου ότι ένιωσα μεγάλη αηδία να τρώμε όλοι στο ίδιο τραπέζι, να μιλάμε, να μασάμε σε τόσο κοντινή απόσταση…ήταν σαν να κάνω μπάνιο στην ίδια μπανιέρα ταυτόχρονα με άλλους 9.
– Ίου ρε, γιαγιά!
– Πριν ξεκινήσουμε, ήρθε ο σερβιτόρος, έσκυψε από πάνω μου και είπε «να σας τρίψω λίγο πιπέρι;», «ωπά αγόρι μου, τόσο κοντά μου μόνο ο οδοντίατρος και ο άντρας μου με έχουν πλησιάσει τα τελευταία 8 χρόνια, κάνε πέρα!» είπα από μέσα μου, και απέξω μου είπα «βεβαίως!», γιατί το κεφάλαιο «να σας τρίψω πιπέρι/παρμεζάνα» cheek-to-cheek ήταν sosάρα. Όσο τρώγαμε, ήρθε ένα πιάτο που το άφησαν στη μέση του τραπεζιού. Κανείς δεν το είχε παραγγείλει και φωνάξαμε να το πάρουν πίσω γιατί είχε μάλλον γίνει λάθος. Και τότε θυμήθηκα, υπήρχε στο βιβλίο ένα κεφάλαιο τελείως αντιsos που λεγόταν «πιάτα για την μέση», και ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Είπε παιδιά σόρι γι’ αυτό που θα δείτε αλλά πρέπει. Και πήρα με το δικό μου πιρούνι από το πιάτο της μέσης και το έβαλα στο στόμα μου, και πήρα και ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ!
– Έλεος ρε γιαγιά, θα κάνω εμετό με αυτά που μου λες!
-Ναι όμως αυτό ήταν που απογείωσε την βαθμολογία μου. ‘Όταν τελειώσαμε ήρθε ο σερβιτόρος και μας ρώτησε αν μας άρεσε.
– Γιατί δεν του πες «φέρε ένα πιρούνι να δοκιμάσεις να έχεις άποψη γιατί σε νιώθω πολύ κοντινό μου άνθρωπο πλέον»; Μόνο αγκαλιά δεν σας πήρε όσο ήσαστε εκεί.
– Η αλήθεια είναι ότι εκεί όλοι αγανακτήσαμε, ούτε για τα reviews δεν υπάρχει app; Πρέπει να το κάνουμε προφορικά; Το πέρασα το σεμινάριο τελικά, με τον καλύτερο βαθμό, πήρα και επιβράβευση εκτός από την επιδότηση, γιατί την ώρα που έπρεπε να πληρώσουμε, είπα «αφήστε το σε μένα» πήρα τον λογαριασμό και κατευθύνθηκα προς το ταμείο και έκανα στα ψέματα ότι θα πληρώσω εγώ.
Βέβαια Παναγιώτη μου, τι τα θες, όπως κάθε πτυχίο, κάθε σεμινάριο, έτσι και αυτό δεν είχε αντίκρισμα στην πραγματική ζωή. Το πρώτο εστιατόριο που πήγα όταν ξανάνοιξαν ήταν γαλλικό και φάγαμε fondue τυριών…
Διαβάστε ακόμα: Χιούμορ – Πώς έκαναν το εμβόλιο οι πολιτικοί μας.