1930 – 2020: Ενενήντα χρόνια ανεπιτήδευτου αντρικού στυλ από ένα φτωχόπαιδο που ξεκίνησε από το Εδιμβούργο και θα γινόταν ίνδαλμα για τρεις γενιές ανδρών.

Περπατούσα στο Θησείο σκρολάροντας άσκοπα στο κινητό όταν είδα ότι πέθανε ο ήρωάς μου. Ακούγεται ίσως υπερβολικό, αλλά κυριολεκτικά πάγωσα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να πάω στο γραφείο και να γράψω ένα κείμενο για τον Σον Κόνερι. Όμως, αφού έκανα μερικά βήματα, γύρισα πίσω κι άρχισα να βηματίζω γρήγορα προς το σπίτι, για να το ανακοινώσω στον γιο μου, σαν κάτι σημαντικό, που μας αφορά οικογενειακώς. Νιώθοντας τα μάτια μου να βουρκώνουν, σκέφτηκα με αρκετή ματαιοδοξία τον γιο μου να θυμάται μετά από χρόνια τη μέρα που του ανακοίνωσε ο πατέρας του ότι πέθανε ο Σον Κόνερι.

Καθώς πληκτρολογώ τώρα αυτές τις γραμμές μην έχετε αμφιβολία ότι αντιλαμβάνομαι το ελαφρώς γελοίο των γραφομένων μου. Εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσύ βουρκώνεις για έναν 90χρονο εκατομμυριούχο ο οποίος στο κάτω κάτω της γραφής τα χόρτασε όλα στη ζωή του; Θα λυπηθούμε που έφυγε «πλήρης ημερών» αφού έπαιξε σε κορυφαίες ταινίες –όχι μόνο του James Bond– και χρυσοπληρώθηκε, πλάγιασε με πανέμορφες γυναίκες, λατρεύτηκε στον τόπο του, την Σκωτία, σαν εθνικός ήρωας, χρίστηκε μέχρι και ιππότης από την βασίλισσα;

Ίσως επειδή δεν μπορούσα κι εγώ να ερμηνεύσω αυτή μου τη συναισθηματική αντίδραση, έκανα μεταβολή και, αντί να πάω στο σπίτι, ακολούθησα το πρώτο μου ένστικτο και κατευθύνθηκα στο γραφείο. Ήθελα να βάλω τις σκέψεις μου στο χαρτί και να καταλάβω γιατί σήμαινε τόσα πολλά για μένα και για εκατομμύρια άλλους άντρες ο Sir Thomas Sean Connery.

Η πόρτα άνοιξε και είδα μπροστά μου τα έξυπνα φρύδια και τις χαμογελαστές ρυτίδες του Sir. Καθώς μου έσφιγγε το χέρι, διέκρινα μια ξεθωριασμένη άγκυρα που είχε κάνει τατουάζ στα νιάτα του.

Η συνάντηση στη Belgravia.

Ο υπογράφων με τον Κόνερι στο σπίτι του άρχοντα στη Belgravia, στο τέλος του 2004.

Ας βγάλω πρώτα από τη μέση το προσωπικό στοιχείο: Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τον πρώτο και καλύτερο 007. Ήταν το 2004 και, χάρη στη μεσολάβηση του φίλου του, Νάσου Κοκκινέα, πήγαμε με έναν συνάδελφο στο Λονδίνο για μια συνέντευξη με τον ηθοποιό, που είχε μόλις κυκλοφορήσει ένα CD (από το πολιτιστικό κέντρο Αθηναΐς), στο οποίο απήγγειλε την «Ιθάκη» του Καβάφη, με μουσική υπόκρουση Βαγγέλη Παπαθανασίου.

Χτυπώντας το κουδούνι δεν ήμουν αγχωμένος. Με το θράσος των 29  μου χρόνων ένιωθα ότι η ζωή μου χρωστούσε τα πάντα, γιατί όχι και ένα απόγευμα με τον Τζέιμς Μποντ. Η πόρτα άνοιξε και είδα μπροστά μου τα έξυπνα φρύδια και τις χαμογελαστές ρυτίδες του Sir.

Παρότι του έριχνα μισό κεφάλι και πλησίαζε τα 75, στα μάτια μου έμοιαζε γίγαντας. Φορούσε ένα γαλάζιο πουκάμισο με το μονόγραμμα SC στο στήθος και είχε σηκωμένα τα μανίκια. Καθώς μου έσφιγγε το χέρι, διέκρινα μια ξεθωριασμένη άγκυρα που είχε κάνει τατουάζ στα νιάτα του.

Η χειραψία του ήταν σφιχτή σαν τανάλια, ζεστή και στεγνή. Η υπέροχη φωνή του ήταν όπως στις ταινίες, κρουστή εξωτερικά και «ζυμωτή» στο κέντρο, σαν χωριάτικο καρβέλι από κάποιον νοερό σκωτσέζικο ξυλόφουρνο.

Μας οδήγησε σε ένα καλόγουστο αλλά όχι επιτηδευμένο ή υπερβολικά χλιδάτο σαλόνι, γεμάτο έργα τέχνης. Η σύζυγός του Micheline μας έφερε λευκό κρασί –ένα ιταλικό Pinot Grigio, αν θυμάμαι καλά– και τσιπς. Καθίσαμε για περισσότερες από δυο ώρες πίνοντας κρασί και μασουλώντας τσιπς, συζητώντας για τον Καβάφη, την ποίηση, την Ελλάδα, το σινεμά, το νόημα της ζωής.

Καθίσαμε για περισσότερες από δυο ώρες πίνοντας κρασί και μασουλώντας τσιπς, συζητώντας για τον Καβάφη, την ποίηση, την Ελλάδα, το σινεμά, το νόημα της ζωής.

Κάποια στιγμή αναστέναξε διακριτικά και κοίταξε γύρω του με κουρασμένο βλέμμα. Σηκωθήκαμε για να τον ευχαριστήσουμε, χωρίς ποτέ εκείνος να μας πει ότι είχε έρθει η ώρα να φύγουμε. Καθώς πλησίασα στην μπερζέρα του να τον χαιρετήσω, μου έτεινε το δεξί του χέρι και, κάνοντας να σηκωθεί, μου «άφησε το βάρος του» μουρμουρίζοντας κάτι σε στυλ «up we go…», όπως λένε στην Αγγλία οι μπαμπάδες όταν σηκώνουν τα παιδιά στην αγκαλιά τους. Κι εγώ τον τράβηξα κάπως διστακτικά, σαν να φοβόμουν ότι θα εξαρθρώσω τον ώμο του James Bond. Εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκα ότι ο Κόνερι, έχοντας φτάσει σε γωνία 45 μοιρών από το πάτωμα, άρχισε να μετεωρίζεται. Πριν προλάβω να αντιδράσω, ο γίγαντας ξεκίνησε να χάνει ύψος, να παραπατά και παραλίγο θα είχε βουλιάξει άγαρμπα στην πολυθρόνα αν δεν στηριζόταν στο μπράτσο της.

«Σε εμπιστεύτηκα, αλλά εσύ με άφησες να πέσω…» μου είπε μόλις στάθηκε στα δυο πόδια του, κοιτώντας με αυστηρά κάτω από τα πυκνά του φρύδια. Κι ύστερα χαμογέλασε πλατιά και με χτύπησε φιλικά στον ώμο: «Ίσως σου δώσω μια δεύτερη ευκαιρία».

Έκτοτε ανακαλούσα πάντα τη συνάντηση αυτή με ενοχές. Επειδή παραλίγο να μου… πέσει ο Σον Κόνερι, και για δύο ακόμα λόγους. Ο πρώτος είναι αστείος: Προτού πάμε στο διαμέρισμα, τηλεφώνησα στο σπίτι του για να επιβεβαιώσω την επίσκεψη και να ζητήσω οδηγίες για κουδούνια και ορόφους. Απάντησε η γυναίκα του, η Micheline Roquebrune που είναι Γαλλο-Μαροκινικής καταγωγής. Θέλοντας να φανώ χαριτωμένος, της μίλησα στα γαλλικά. Οι Γάλλοι τονίζουν τις λέξεις στη λήγουσα και έτσι την προσφώνησα «Μαντάμ Κονρί». Όμως στα γαλλικά η λέξη connerie, που μοιάζει και ορθογραφικά με το όνομα Connery, σημαίνει… «μαλακία». Έκανα μαλακία λοιπόν! Βεβαίως δεν μου είπε τίποτε η εξαιρετική αυτή κυρία. Άλλωστε οι Γάλλοι μια ζωή λένε τον άνδρα της Σον Κονρί χωρίς να ανοίξει μύτη.

Ο τρίτος λόγος της ενοχής μου προέκυψε λίγους μήνες μετά, όταν ανακάλυψα ότι οι εικόνες που είχε βγάλει ο φωτογράφος μας δημοσιεύτηκαν στο βρετανικό περιοδικό Hello μαζί με ένα διόλου κολακευτικό κείμενο για μια διαμάχη του ζεύγους Κόνερι με κάποιους  γείτονες τους στη Belgravia. Και μπορεί να μην ευθυνόμουν για το δημοσίευμα αυτό, όμως ένιωσα ότι άθελά μου η δημοσιογραφική μας αποστολή ίσως είχε γίνει αφορμή για να πληγεί η εμπιστοσύνη του Σον Κόνερι προς τον Νάσο Κοκκινέα που μας είχε συστήσει τόσο ευγενικά.

Δούλευε γαλατάς από τα 9 και μέχρι να τον ανακαλύψουν οι παραγωγοί του 007 είχε διατελέσει από μπόντι μπίλντερ μέχρι στιλβωτής φέρετρων.

Το ταπεινό ξεκίνημα ενός θρύλου.

Το βιβλίο «Being A Scot» κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Weidenfeld & Nicolson.

To 2008, κυκλοφόρησε το βιβλίο «Being A Scot», που έγραψε ο Sean Connery μαζί με τον Murray Grigor. Έσπευσα να το αποκτήσω όχι μόνο επειδή θαύμαζα τον Κόνερι, αλλά για έναν ακόμα λόγο: Είχα αρχίσει να ενδιαφέρομαι για την εν μέρει σκωτσέζικη καταγωγή μου (μέσω Αυστραλίας) από την πλευρά της μητέρας μου. Στα τριάντα και κάτι, με δύο παιδιά, ξεκίνησα να φοράω το δαχτυλίδι του προπάππου μου με το σκωτσέζικο οικόσημο και με φανταζόμουν στα γεράματα να αποσύρομαι στον προγονικό μας πύργο στη μέση της λίμνης και να πίνω malt με τον Σον Κόνερι… Ή έστω Pinot Grigio με τσιπς αλάτι-ξίδι από τα Marks and Spencer, αφηγούμενος ιστορίες στα εγγόνια μου από τις περιπέτειές μου ως μαθητευόμενου Μποντ.

Στο βιβλίο ο Κόνερι δεν στήνει βέβαια ένα ανάλογο σκηνικό φωτισμένο από τις κεχριμπαρένιες φλόγες κάποιου αριστοκρατικού τζακιού. Μιλάει για τα παγωμένα πρωινά των παιδικών του χρόνων στο Εδιμβούργο, σε μια εργατική πολυκατοικία με λάμπες γκαζιού και κοινόχρηστη τουαλέτα τέσσερις ορόφους κάτω από το διαμέρισμα που ζούσε η οικογένειά του.

Διαβάζοντας την ιστορία του ανακάλυψα πως το παλικαράκι αυτό δούλευε γαλατάς από τα 9 και είχε αφήσει το σχολείο στα 13 για να εργαστεί σκληρά σε διάφορες δουλειές, από οδηγός λεωφορείου μέχρι στιλβωτής φέρετρων, κάνοντας ακόμα το μοντέλο, τον μπόντι μπίλντερ, τον ποδοσφαιριστή και το «παιδί» της πισίνας.

Γνωρίζοντας την ταπεινή του αφετηρία τον εκτίμησα ακόμα περισσότερο και κατάλαβα γιατί ένας ακομπλεξάριστος λαϊκός τύπος από την κρύα και υγρή Σκωτία ήταν παραδόξως ο ιδανικός για να ενσαρκώσει τον κομψό, «τραγανό» πράκτορα στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος (θα εξηγήσω παρακάτω γιατί).

Sean Connery, ο πιο κουλ τύπος που υπήρξε.

Οι αξίες του υψηλού «τζεϊμσμποντισμού».

Με «παράσημο» τη συνάντηση μου με τον άρχοντα, με την εκλεκτική σκοτσέζικη μας συγγένεια που φανταζόμουν ότι με καθιστούσε… πρεσβευτή του εν Ελλάδι και βέβαια λόγω της μεγάλης και γνήσιας αγάπης μου για τις ταινίες του 007, πριν από μερικά χρόνια αυτοανακηρύχθηκα «τζεϊμσμποντολόγος». Και άρχισα μεταξύ αστείου και σοβαρού να αρθρογραφώ στο (τότε) περιοδικό Status, στο Andro.gr και να κάνω σχόλια στο ραδιόφωνο υπερασπιζόμενος τον ανώτατο τζεϊμσμποντισμό –που προσωποποιείται στη σεπτή μορφή του Κόνερι– ενάντια στον αναθεωρητικό «καγκουρο-μποντισμό» του Ντάνιελ Κρεγκ ή του Τομ Χάρντι (που λένε ότι πιθανότατα θα διαδεχτεί τον Κρεγκ –και οι δυο τους εξαιρετικοί ηθοποιοί κατά τα άλλα).

Η μελέτη του τζεϊμσμποντισμού και της κεφαλαιώδους συνεισφοράς του Κόνερι σε αυτόν έγινε κάτι σαν χόμπι μου. Και η υπεράσπιση των ιερών αξιών του μια διασκεδαστική εμμονή. Μόλις προχθές, σε ένα δείπνο με φίλους και ομοϊδεάτες σχεδιάζαμε –χαριτολογώντας– μια διαδήλωση (!) με πανό έξω από την βρετανική πρεσβεία ενάντια στον… διορισμό του Τομ Χάρντι ως 007, με το επιχείρημα ότι έχουν γίνει διαδηλώσεις για πιο ασήμαντες αφορμές στην Αθήνα.

Είχαμε γελάσει πολύ αλλά και μελαγχολήσει όταν τους είπα ότι κυκλοφόρησε μια φωτογραφία στα ΜΜΕ με τον Κόνερι υποβασταζόμενο. Φαινόταν ότι στα 90 του πλέον δεν του έμενε πολύς χρόνος ζωής. Ωστόσο δεν περιμέναμε ότι θα πέθαινε λίγες μέρες μετά.

Ο Μποντ του Κόνερι έδειξε σε κάθε άντρα ότι μπορεί να είναι σκληρός χωρίς να είναι άγαρμπος,  ότι η αίσθηση του καθήκοντος δεν αποκλείει το κυνήγι της ηδονής.

Τώρα λοιπόν που ο άρχοντας έφυγε από τη ζωή, επιτρέψτε μου να καταθέσω, με την ιδιότητά μου ως «τζεϊμσμποντολόγου», στο επίσημο όργανο του τζεϊμσμποντισμού εν Ελλάδι –το Andro.gr– τι πιστεύω ότι είχε ο Κόνερι που τον καθιστούσε ανεπανάληπτο ως 007 (και ευρύτερα).

Είχε φυσικά την τύχη να είναι ο πρώτος και καλύτερος που ενσάρκωσε τον James Bond. Είναι αυτός που όρισε το μέτρο για τον τζεϊμσμποντισμό και συνεπώς είναι μάλλον αδύνατον να ξεπεραστεί, παρά μόνο αν αλλάξουν τόσο πολύ τα κοινωνικά ήθη (και είναι αλήθεια ότι τα βλέπουμε να αλλάζουν γοργά) σε σημείο που ο ήρωάς μας να θεωρηθεί ένα αλκοολικό σεξιστικό ιμπεριαλιστικό «τοξικό αρσενικό».

Μέσα από την κατασκοπική πένα του Ίαν Φλέμινγκ, που εμπνεύστηκε τον ρόλο, την σαμπανιζέ μπαγκέτα του σκηνοθέτη Τέρενς Γιάνγκ, που κινηματογράφησε τον πρωταγωνιστή σαν ευζωιστή αίλουρο, την άποψη του τετραπέρατου παραγωγού Άλμπερτ Μπρόκολι, που σιγοντάριζε, και την αυθεντική, λαϊκή αρχοντιά ενός «γιου καθαρίστριας από το Εδιμβούργο», γεννήθηκε ένας υπερήρωας νέου τύπου.

Η περίφημη σκηνή στο Goldfinger όπου ο Κόνερι βγαίνει από τη θάλασσα με στολή βατραχανθρώπου, κατεβάζει το φερμουάρ και αποκαλύπτει ένα άψογο ιβουάρ tuxedo με παπιγιόν (!).

Αυτός ο νέος τύπος υπερήρωα μπορούσε να παλεύει με τα χέρια του, να πιλοτάρει αεροπλάνα και να χειρίζεται υποβρύχια παραμένοντας ατσαλάκωτος. Η σκηνή στο Goldfinger όπου ο Κόνερι βγαίνει από τη θάλασσα με στολή βατραχανθρώπου, κατεβάζει το φερμουάρ και αποκαλύπτει ένα άψογο ιβουάρ tuxedo με παπιγιόν είναι η απόλυτη έκφραση –στα όρια, φυσικά, της παρωδίας αλλά τι πειράζει;– αυτού του δίπολου σκληράδας – φινέτσας.

Το δίπολο αυτό στην περίπτωση του Κόνερι δεν έχει καμία εγγενή αντινομία, δεν «κλοτσάει», αλλά συνεργάζεται σαν γιν και γιανγκ, με τον έναν πόλο να τροφοδοτεί τον άλλο. Έχουμε να κάνουμε με ένα ομοούσιο και αδιαίρετο δίπολο που ενυπάρχει παντού, στο γωνιώδες σαγόνι και στα σαρκώδη χείλη του πρωταγωνιστή, στο σηκωμένο φρύδι και στη ζεστή ματιά, στην αντρική σκληράδα και στην αγορίστικη σκανταλιά, στις γυμνές γροθιές και στο πιο προηγμένο λέιζερ, στο καθήκον και στην απόλαυση, στο πιστόλι και στο χάδι, στο «καλό» μποντ γκερλ και στο «κακό» μποντ γκερλ, που είναι και οι δύο σέξι αφού ο μποντισμός είναι σαν το σεξ που έχει μέσα του τη βία και την τρυφερότητα, το κορμί και το μυαλό, την ευθύνη και την ανευθυνότητα, την έξαψη και το ρίγος, τη λαγνεία και την ιερουργία.

Ο Μποντ του Κόνερι έδειξε σε κάθε άντρα ότι μπορεί να είναι σκληρός χωρίς να είναι άγαρμπος, ότι μπορεί και πρέπει να είναι τζέντλεμαν χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα θεωρηθεί φλώρος, ότι η αίσθηση του καθήκοντος δεν αποκλείει το κυνήγι της ηδονής.

Μιλάμε για μια στάση ζωής και ένα ολόκληρο σύστημα αξιών που θα τολμούσε κανείς να πει ότι δεν βρίσκουμε ούτε σε θρησκείες ούτε σε ιδεολογίες. Ναι, ο 007 του Κόνερι, του Φλέμινγκ, του Γιανγκ και του Μπρόκολι είναι «θρησκεία» με πιστούς και «ιδέα» με ιδεολόγους μποντιστές.

Ασφαλώς «ιδέα» και «θρησκεία» μπορούν να είναι και αντίθετοι κινηματογραφικοί ήρωες, όπως ο Big Lebowski, για παράδειγμα. Βεβαίως και θα πενθήσουμε και τον Τζεφ Μπρίτζες αν ο Dude –χτύπα ξύλο– ανέλθει στους ουρανούς. Το σινεμά, αλλά και η μουσική ή τα σπορ, μας τροφοδοτούν διαρκώς με ήρωες που βάζουμε στο πάνθεον της ποπ κουλτούρας μας. Ε, ένας τέτοιος ήρωας –πολύ σημαντικός!– είναι ο Μποντ. Και ο ήρωας αυτός ήταν σαρξ εκ της σαρκός του Σον Κόνερι.

Ο Μποντ του Κόνερι μας διδάσκει ότι ένας αληθινά κουλ τύπος είναι το ίδιο χαλαρός και γοητευτικός είτε κυλιέται στις λάσπες είτε πίνει σαμπάνια σε ένα παλάτι.

Το φιζίκ του Κόνερι, αρρενωπό και βελούδινο, σε συνδυασμό με την προσωπική του εμπειρία / λαϊκότητα, τον έκαναν μη ανταγωνιστικό απέναντι στους άλλους άνδρες και ακαταμάχητο για τις γυναίκες. Κυρίως όμως του έδωσαν την δυνατότητα / πειστικότητα να εκφράσει το κορυφαίο στοιχείο του ρόλου, που δεν έχει φωτιστεί επαρκώς κατά τη γνώμη μου αλλά και υπερβαίνει τον ρόλο:

Ο Μποντ του Κόνερι μας διδάσκει ότι ένας αληθινά κουλ τύπος νιώθει άνετα και είναι το ίδιο χαλαρός και γοητευτικός υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, είτε κυλιέται στις λάσπες είτε πίνει σαμπάνια σε ένα παλάτι. Όποιος μπορεί να ακολουθήσει αυτόν τον κανόνα στη ζωή του δεν θα μιζεριάσει ποτέ και θα τον σέβονται όλοι.

Ο ρόλος του στους «Αδιάφθορους» του χάρισε το Όσκαρ.

Σημασία έχει να ωριμάζεις.

Έχοντας μακρηγορήσει για τη γνωριμία μου μαζί του και τον ρόλο του ως 007, δεν θα επεκταθώ στις άλλες –εξαιρετικές– ερμηνείες του Κόνερι. Θα αναφέρω μόνο en passant ότι κέρδισε το Όσκαρ για τον ρόλο του στους περίφημους «Αδιάφθορους» του Μπράιαν ντε Πάλμα, ότι πρωταγωνίστησε στο καλτ «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» του Τζον Χιούστον, ότι υποδύθηκε με άνεση ακόμα και τον μπαμπά του Χάρισον Φορντ και του Ντάστιν Χόφμαν.

Μετουσιώνοντας τον σέξι ανδρισμό του (είχε χάσει έγκαιρα και το μαλλί του) σε γλυκιά στιβαρότητα και αξιοπιστία, μπορούσε από νωρίς να παίζει τον ρόλο του σοφού, του πατέρα, του βασιλιά, του ιερωμένου (στο «Όνομα του Ρόδου»). Μεγαλώνοντας ωρίμαζε πολύ όμορφα, θα λέγαμε παραδειγματικά.

Ως το τέλος δεν ανταγωνίστηκε τον χρόνο, δεν αυτογελοιοποιήθηκε προσπαθώντας να το παίξει «τζόβενο» όπως τόσοι άλλοι σταρ, ούτε μιζέριασε με τη φθορά. Είναι οπωσδήποτε επιτυχία του ότι τον κρατάμε στο μυαλό μας περισσότερο με το γκρίζο μουστάκι και το κιλτ παρά με το γυαλιστερό μαλλί, το γυαλιστερό πιστόλι και το σμόκιν.

Σημασία έχει να γερνάς όμορφα, και όσο γερνάς και παλιώνεις να γίνεσαι ακόμα καλύτερος. Σαν το καλό κρασί, ή μάλλον σαν το καλύτερο σκωτσέζικο ουίσκι.

Και εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο δίδαγμα του Κονερισμού πλέον, και όχι απλώς του τζεϊμσμποντισμού: Είναι ωραίο να είσαι πρίγκιπας και τυχοδιώκτης, να κινείσαι με άνεση σε αλάνες και σαλόνια, αλλά στο τέλος της ημέρας, αν σε ευλογήσει η μοίρα να ζήσεις ως τα γεράματα, όπως είχε την τύχη ο Κόνερι, σημασία έχει να γερνάς όμορφα, και όσο γερνάς και παλιώνεις να γίνεσαι ακόμα καλύτερος. Σαν το καλό κρασί, ή μάλλον σαν το καλύτερο σκωτσέζικο ουίσκι. Χωρίς να λυπάσαι για τη φθορά, που σημαίνει χωρίς να φοβάσαι το θάνατο. Ο Σον ήξερε να ζει, αλλά ήξερε και να πεθαίνει.

Στη δύση της καριέρας του, συγκινημένος από τη διαχρονική αγάπη του κοινού.

Το «Rosebud» και η «Tich».

Στον «Πολίτη Κέιν» ο Όρσον Γουέλς υποδύεται έναν πανίσχυρο εκδότη και πολιτικό που μοιάζει να έχει κατακτήσει κάθε κορυφή στη ζωή του αλλά πεθαίνοντας μόνος και πικραμένος στην φαραωνική βίλα του, εκστομίζει τη λέξη «Rosebud». Όλη η ταινία (μια από τις κορυφαίες στην ιστορία του σινεμά) αφιερώνεται στην αναζήτηση της σημασίας της λέξης αυτής, που παραμένει ως το φινάλε ένα άλυτο αίνιγμα.

Λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι του τέλους, με το μυστήριο να παραμένει, βλέπουμε το προσωπικό της βίλας να καταγράφει τα υπάρχοντα του πεθαμένου βαρόνου των μίντια. Ένας υπηρέτης βρίσκει το έλκηθρο που έπαιζε μικρός ο Τσαρλς Φόστερ Κέιν και, θεωρώντας το σαβούρα, το πετάει στη φωτιά. Καθώς οι φλόγες τυλίγουν το έλκηθρο, η κάμερα ζουμάρει στην επιγραφή πάνω στο ξύλο και τότε διαβάζουμε τη μάρκα «Rosebud». Η λέξη αυτή, η τελευταία κουβέντα του Πολίτη Κέιν, δεν ήταν παρά η φωνή του παιδιού μέσα του, που στον επιθανάτιο ρόγχο του ανακαλούσε το πιο πολύτιμο αντικείμενο από τα βάθη της ψυχής του, το μοναδικό που του έδωσε ποτέ αληθινή χαρά, πέρα από όλα τα πλούτη και τη δόξα του κόσμου.

Στο βιβλίο «Being A Scot», ο Σον Κόνερι μάς μιλάει για την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του, όταν σε ηλικία 13 ετών απέκτησε το πρώτο του αλογάκι, ένα πόνι από τα Highlands, την Tich, με την οποία μοίραζε γάλα στις φτωχογειτονιές του Εδιμβούργου. Ίσως, σκέφτομαι, η Tich και το μικρό κάρο του γαλατά που έσερνε, να ήταν το δικό του Rosebud, η ανάμνηση που θα πέρασε μπροστά από τα μάτια του προτού αφήσει την τελευταία του πνοή στη βίλα του στις Μπαχάμες, την 31η Οκτωβρίου του 2020.

Η διαφορά του Κόνερι με τον Κέιν είναι ότι ο χαρακτήρας του Όρσον Γουέλς είχε το προσωπικό του Rosebud βαθιά απωθημένο, ενώ ο Κόνερι κρατούσε πάντα τη δική του ανάμνηση σαν φυλαχτό –και τη μοιράστηκε μαζί μας γεμάτος υπερηφάνεια στη βιογραφία του.

Ο Σον παρέμεινε ως το τέλος στον πυρήνα του εκείνο το παιδί που γύριζε το Εδιμβούργο με το πόνι και το μικρό του κάρο, μοιράζοντας γάλα στις λαϊκές γειτονιές.

Ο Πολίτης Κέιν τα είχε όλα αλλά ήταν δυστυχισμένος, για τη χαμένη αθωότητα της νιότης του, για τα μεγαλεπήβολα «σχέδια της ζωής του που βγήκαν όλα πλάνες», όπως θα έλεγε ο (αγαπημένος του Κόνερι) Καβάφης. Ο Σον παρέμεινε ως το τέλος στον πυρήνα του εκείνο το λαϊκό παιδί που γύριζε το Εδιμβούργο με το πόνι και το μικρό του κάρο, με το χαμόγελο στα χείλη.

Το διάβαζες σε κάθε ρυτίδα του προσώπου του ότι ήξερε από πού έρχεται, γι’ αυτό και δεν φοβόταν πού θα πάει. Αυτή η αυτογνωσία είναι που του έδινε την αυτοπεποίθηση όχι μόνο για να είναι σταρ αλλά κυρίως για να παραμένει ένας γλυκός και γήινος τύπος παρά τη δόξα. Ναι, ο Sir Thomas Sean Connery απόλαυσε την εύνοια της μοίρας σαν ημίθεος, αλλά ήταν και βαθιά ανθρώπινος. Γι’ αυτό αγαπήθηκε με τρόπο ανθρώπινο και τρυφερό.

 

 

Διαβάστε ακόμα: Ο Κίμων Φραγκάκης στα Ίχνη του «Γατόπαρδου».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top