Μου συνέβη πρώτη φορά πριν από πολύ καιρό στο μετρό. Όπως συνηθίζω να κάνω, κρατούσα το βιβλίο μου σκορπώντας τη διαδρομή μου σε λέξεις. Ξαφνικά, μια κυρία που καθόταν απέναντι μου κι από το παρουσιαστικό της κατάλαβα πως θα πρέπει να είχε στην κατοχή της αρκετά ένσημα στο κατηχητικό (ξέρετε, αυτές τις κυρίες με τα κέρινα πρόσωπα, τα γκρι ρούχα και τον στριφυγυριστό κότσο), άρχισε να κοιτάζει το εξώφυλλο σκανδαλισμένη. Χμ, κρατούσα τη «Λεσβία» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου. Aσύγγνωστο λάθος.
Επεισόδιο Νο2: λίγο πριν από την καραντίνα, ξανά στο μετρό, αυτή τη φορά περισσότερο υποψιασμένος, προσπαθούσα να κρύψω από την κοινή θέα το βιβλίο που κρατούσα. Ήταν το εξαίρετο, εμπρηστικό και αντικομφορμιστικό βιβλίο του Αραγκόν «Το Μουνί της Ιρέν». Προς τι η αιδημοσύνη; Μην με πουν σεξομανή ή ανώμαλο; Ή, μήπως, οι τύψεις ήρθαν και με βρήκαν στο λαιμό στη σκέψη ότι κάποιες γυναίκες, μπρος στη γιγαντόσωμη θέα της λέξης που οι ίδιες σπάνια λένε, ενώ είναι ανατομικό σημείο του σώματός τους, θα με περάσουν για σεξιστή;
Έχοντας ζήσει το ανάπτυγμα της πολιτικής ορθότητας και του σεξουαλικού ακτιβιστισμού στις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά και της προβληματικής γύρω από το #ΜeToo, και σε γνώση του «προβλήματος να είσαι γυναίκα» στη σύγχρονη κοινωνία, εγώ ο κακός άντρας, έβαλα δίχως να το θέλω τον εαυτό μου στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ενέπλεξα τη σκέψη μου στις σπείρες μιας ενοχής δίχως τέλος.
Φοβάμαι πως αυτό -γενικά- δεν έχει τέλος. Στις συναθροίσεις μου με γυναίκες που γνωρίζουν κάτι περισσότερο από λογοτεχνία έμαθα να προσέχω τι λέω όταν με ρωτούν για τον Μπουκόφσκι, τον Χένρι Μίλερ, τον Χέμινγουεϊ, ακόμη και τον Τζόναθαν Φράνζεν. Για να μην πω για τον Φίλιπ Ροθ. Επίσης, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αναφερθώ στον Στάνλεϊ Κοβάλσκι, ούτε στο βούτυρο του Μπράντο στο «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι». Είπατε, Ουελμπέκ; Ω προς θεού. Αυτός ο Γάλλος πρέπει απαραίτητα να μείνει εκτός συζήτησης. Η αυτολογοκρισία, κατ’ ουσίαν, αντιβαίνει κάθε ελευθερίας του ατόμου, καμιά φορά όμως μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια στην αστικού τύπου κοινωνικοποίηση.
Συχνά, εμείς οι άντρες καταπνίγουμε πράγματα που θέλουμε να πούμε για τις γυναίκες επειδή φοβόμαστε πως θα κατηγορηθούμε ως μισογύνηδες. Αυτό, όμως, εγείρει μια ερώτηση: δίνουμε περισσότερη αξία στις γυναίκες όταν τους προσφέρουμε το τεκμήριο της αμφιβολίας ή όταν τους λέμε ευθαρσώς αυτό που πιστεύουμε; Μήπως αυτή η σιωπή είναι το αντίθετο του προοδευτικού; Από την άλλη, απέναντι σε κάθε φράση, πράξη ή κίνηση που μπορεί να θεωρηθεί σεξιστική, θάλλει ένας θηλυκός διδακτισμός που προσπαθεί να σε συνετίσει σε μια βιοπολιτική περί των φύλων.
Έχω διαβάσει κάμποσο Μισέλ Φουκώ για να ξέρω τι σημαίνουν οι ομολογίες της σάρκας, πώς η γνώση και η εξουσία επενεργούν πάνω στα έμφυλα υποκείμενα και, ναι, ας το παραδεχθούμε, ο ανθρώπινος πολιτισμός φτιάχτηκε και αναπτύχθηκε κυρίως από άντρες και προοριζόταν για άντρες. Κάποια κατάλοιπα πάντα μένουν. Ερώτηση: μένουν μόνο στους άντρες, άραγε;
Όσοι έχουμε κρυφακούσει συζητήσεις γυναικών να μιλούν για άλλες γυναίκες θα έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με έναν θερμό κύμα κατηγοριών, οικτιρμών και ιταμοτήτων. Αν, δε, στην κουβέντα μπουν και οι άντρες, τότε λαμβάνουμε μια δωρεάν διαπεραστική εμπειρία για το πώς μας βλέπουν. Υπογείως, χωρίς να το καταλάβουμε, όταν μιλάμε για συγκεκριμένες γυναίκες ή συγκεκριμένους άντρες, καταλήγουμε σε μια ομογενοποίηση. Το μέρος γίνεται όλον κι αυτό είναι εντελώς λάθος. Είναι όλες οι γυναίκες πόρνες; Προφανώς και όχι. Έχουμε γνωρίσει γυναίκες που συμπεριφέρονται ως τέτοιες; Αναμφίβολα, ναι. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως τις παίρνει όλες η μπάλα.
Αν θέλουμε να διυλίσουμε τον κώνωπα, το διαφημιστικό σποτ στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Χρήστος Λούλης είναι σεξιστικό. Αν θέλουμε να το δούμε στην ευρύτερη εικόνα του είναι εντελώς αθώο μπρος στη διαφήμιση της καλής μαμάς που προσέχει τον μπαμπά, τα παιδιά, τον σκύλο, τη γάτα, τα παπούδια και τους γείτονες και πλένει τα ασπρόρουχα στους 60 βαθμούς με το απορρυπαντικό, που, πρώτη μια γυναίκα θα πάει να αγοράσει την επόμενη ημέρα στο σούπερ μάρκετ. Σεξιστικό; Ναι, διότι καθορίζει ρόλους.
Ο Λούλης μιλάει για την μια, την υποτιθέμενη κοπέλα του. Η διαφήμιση του απορρυπαντικού μιλάει για όλες τις γυναίκες και απευθύνεται σε όλες τις γυναίκες. Εκεί γιατί, άραγε, γίνεται αποδεκτός ο σεξισμός; Επειδή είναι πιο ραφιναρισμένος;
Όπως υπάρχουν μικρόνοες άντρες έτσι υπάρχουν και γυναίκες που έχουν το μυαλό πάνω από το κεφάλι. Όπως υπάρχουν μπρουτάλ αρσενικά που θεωρούν ότι οι γυναίκες αξίζουν να κατέχουν μόνο τη θέση της δούλας, έτσι και υπάρχουν γυναίκες που ευνουχίζουν τους συζύγους τους προγραμματικά και με σκοπό να τους επιβληθούν σ’ αυτόν τον αδιάπτωτο αγώνα μεταξύ φύλων μέσα στο σπίτι.
Οι καλύτεροι «πελάτες» του Σοπενχάουερ στις μέρες μας είναι οι γυναίκες. Κι ας τις έχει περάσει γεννές δεκατέσσερις κι ας τρεφόταν ερωτικά μόνο με πόρνες γιατί τις άλλες δεν τις άντεχε. Ολη η ροζ λογοτεχνία είναι ένας αστερισμός σεξισμού, κατάφορτος από συγκεκριμένους ρόλους, όπου, τι παράξενο, η γυναίκα έχει συνήθως το ρόλο του παθητικού δέκτη ή ακόμη και του θύματος. Ποιος διαβάζει αυτά τα αναγνώσματα; Οι γυναίκες κατά κύριο λόγο. Οι ίδιες, όμως, το απόγευμα στο Facebook είναι σε θέση να κατακεραυνώνουν τους κακούς άντρες που τις βλέπουν σαν κουνούπια του αγρού, ενώ είναι φτιαγμένες για Αμαζόνες (ουπς, έγραψα κάτι σεξιστικό;).
Να πούμε μια αλήθεια: η σκόνη που σηκώθηκε γύρω από το σποτ της Πολιτικής Προστασίας έχει ολοκάθαρα πολιτικά κίνητρα και ουδεμία σχέση έχει με τον μανδύα του σεξισμού. Όλο αυτό είναι μια κλασική παραφιλολογία, κουτσομπολιό, ψιλο-ίντριγκα, που περιφέρει το ισχνό σαρκίο της καθημερινά στα social media. Το μόνο που αλλάζει είναι το θέμα. Σήμερα «δέρνουμε Λούλη», αύριο ποιος ξέρει;
Σεξισμός είναι η γενίκευση και όχι η περιπτωσιολογία. Σεξισμός είναι να πεις πως οι γυναίκες είναι βουτηγμένες στο ψέμα, την υποκρισία και την απερινόητη βλακεία, ενώ έχεις γνωρίσει στη ζωή σου κάποιες λίγες τέτοιες. Οι χαρακτηρισμοί οφείλουν να απευθύνονται σ’ αυτές τις συγκεκριμένες και όχι στο σύνολο (ισχύει και το αντίστροφο από γυναίκα προς τον άντρα). Εκτός αν θεωρούμε πως ο σεξισμός υπάρχει μόνο λόγω των ανδρών, ενώ οι γυναίκες είναι αθώες του αίματος και της έπαρσης. Εχω την εντύπωση πως η πολλή κορεκτίλα έφαγε τη γάτα.
Οσο για μένα, ειλικρινά δεν ξέρω αν την επόμενη φορά, όταν και όποτε ξαναμπώ στο μετρό, θα πρέπει να ελέγχω διπλά και τριπλά το εξώφυλλο του βιβλίου που διαβάζω. Μήπως να το γυρίσω στους Βίους των Αγίων ή κι αυτά τα αναγνώσματα θεωρούν υποδεέστερες τις γυναίκες; Αβυσσος.
Διαβάστε ακόμα: To «sex story» του κορονοϊού: γιατί γέμισε ο τόπος γυμνές φωτογραφίες;