Ο συγγραφέας Βασίλης Παπαθεοδώρου ήταν άνθρωπος υπεράνω πάσης υποψίας ώσπου δεκάδες βίντεο παιδικής πορνογραφίας βρέθηκαν στον υπολογιστή του.

Ίσως μένει στη διπλανή πόρτα από τη δική σου. Ενδέχεται να είναι ο συνάδελφος στο απέναντι γραφείο. Κάποιος που συναντάς καθημερινά στη στάση του λεωφορείου ή να βρίσκεστε το πρωί στο καφέ και να ανταλλάσσετε ματιές και κάποιες ξέπνοες καλημέρες.

Δεν σου προκαλεί καμία αρνητική εντύπωση, αλλά ούτε και κάποια σφόδρα θετική. Τίποτα πάνω του δεν υποχρεώνει τη ματιά σου να σκαλώσει σε μια υπόνοια ενοχής ή σε κάποια περίεργη ακίδα σκοτεινής αμφιβολίας.

Ώσπου ξαφνικά μαθαίνεις πως αυτό το ανθρωπάκι που δεν σου γέμιζε το μάτι και που δεν θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς ότι έκρυβε μέσα του κάτι σκοτεινό έγινε κάτι σαν τον Δράκο του Νίκου Κούνδουρου, δίχως όμως το καφκικό στοιχείο της περιπέτειας του εν λόγω ήρωα.

Στην περίπτωση του κακοπαθημένου ήρωα της ταινίας, η αθωότητά του κραυγάζει. Στις μέρες μας οι θύτες μοιάζουν να είναι ολοφάνεροι. Προκαλούν δίκαιη οργή για τις πράξεις τους. Τους αξίζει κάθε τιμωρία αν αποδειχθεί στο δικαστήριο ότι τέλεσαν τα εγκλήματα που τους αποδίδονται.

Οι κοινωνίες συγκροτούνται από έλλογα όντα που συχνάκις θυμούνται, εκεί στο μέγα βάθους του ψυχισμού τους, ότι δεν φτιάχτηκαν μόνο από φως, αλλά και από σκοτάδι.

Είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Είναι οι υπεράνω υποψίας. Αυτοί που θα τους έκανες παρέα με αδιαφορία, που δεν σου χαλάνε την ημέρα, ακόμη κι αν δεν στη φτιάχνουν. Αυτοί που αν σε ρωτήσουν στη συνέχεια θα πεις «καλός άνθρωπος ήταν. Δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα».

Μόνο που το δικαίωμα οι άνθρωποι δεν περιμένουν να το πάρουν από κάποιον άλλον. Δεν είναι σκυτάλη το δικαίωμα που περνάει από χέρι σε χέρι. Θεωρητικά, ναι, για να αποκτήσεις μια μορφή εκπλήρωσης των αναγκών σου, άρα να έχεις κατοχή κάποιου πράγματος, οφείλεις να ακολουθήσεις τον «χρυσό» κανόνα της ελευθερίας που δεν καταπατά την αντίστοιχη ελευθερία του άλλου.

Μην ξεχνάμε ποτέ ότι οι κοινωνίες συγκροτούνται από έλλογα όντα που συχνάκις θυμούνται, εκεί στο μέγα βάθους του ψυχισμού τους, ότι δεν φτιάχτηκαν μόνο από φως, αλλά και από σκοτάδι. Τούτο το σκότος είναι που υπαγορεύει πολλές φορές την κατάλυση κάθε λογικής, κάθε νομιμότητας. Τούτο το σκότος είναι που καθυποτάσσει την αιδώ και την μετατρέπει σε αιχμηρό μαχαίρι.

Ας μην περιμένει κανείς να δει κτηνώδεις φυσιογνωμίες στη θέση του ανθρώπινου προσώπου που διέπραξε κάποιο έγκλημα.

Ο καλός γείτονας που είχε οικονομική επιφάνεια και βοηθούσε τους πάντες. Ο επιτυχημένος συγγραφέας που έγραφε ιστορίες για τις παιδικές ψυχές. Κάμποσοι καθημερινοί άνθρωποι, όχι κάποια τέρατα. Ας μην περιμένει κανείς να δει κτηνώδεις φυσιογνωμίες στη θέση του ανθρώπινου προσώπου (η Χάνα Άρεντ μιλούσε για την κοινοτοπία του κακού) διότι θα ξεπέσει στο αμφιβόλου κύρους «άσπρο-μαύρο» των κοινωνιών και των ανθρώπων.

Το κακό πυκνώνει ολοένα και περισσότερο πάνω από τα κεφάλια μας. Το τελευταίο διάστημα, δε, κάθε είδηση που αναφέρεται σε σεξουαλικά εγκλήματα πέφτει πάνω μας σαν πέτρα και μας βρίσκει στα γεμάτα. Πάντα διαπράττονταν τέτοιου είδους έκνομες πράξεις. Απλώς τώρα βρίσκουν πολύ πιο εύκολα γόνιμο χώρο στην ειδησεογραφία και, επιπλέον, τα θύματα βρίσκουν τη δύναμη να μιλήσουν. Ακόμη κι αν υπάρχουν πολλά περισσότερα που κρατούν το στόμα τους κλειστό.

Εδώ υπάρχει μια δίοδος ελπίδας, αλλά και μια επικίνδυνη «στροφή». Από τη στιγμή που τα στόματα ανοίγουν, ως κοινωνία έχουμε το δικαίωμα να πιστεύουμε πως το κακό δεν μένει άτρωτο, όπως πιστεύει, αλλά ηττάται στρατηγικά. Δεν εξαλείφεται (πώς θα μπορούσε άλλωστε;), αλλά δεν μοιάζει στα μάτια μας ως βουνό που δεν μπορείς να ανέβεις και να το κατακτήσεις με όπλο το νόμο.

Ο κίνδυνος είναι να αρχίσουμε ο ένας να υποπτεύεται τον άλλον ως οιονεί δράστη μιας πράξης που μπορεί να έχει τελεαστεί κι εμείς ακόμη να μην το γνωρίζουμε. Είμαστε όλοι ένοχοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου ή αθώοι που δεν έχουμε σκοπό να προβούμε σε κάποια έκνομη πράξη; Εχει σημασία πώς τοποθετούμαστε σ’ αυτό το δίλημμα που στέκει μπροστά μας και ενδέχεται να μας μετατρέψει σε δημόσιους κατήγορους και ενίοτε σε εξοβελιστέα θύματα.

Καλό είναι να σιωπούμε από θλίψη και ειλικρινές σοκ και να αφήνουμε τις διωκτικές Αρχές να βρίσκουν τους δράστες και στη συνέχεια τη Δικαιοσύνη να πράττει το καθήκον της.

Εκ των υστέρων όλοι ήξεραν, όλοι κάτι υπέθεταν, όλοι έχουν να καταμαρτυρήσουν κάτι εναντίον του δράστη (φερόμενου ή όχι). Μόνο που πολλές φορές αυτή η καταγγελία είναι αποτέλεσμα εσωτερικής ευχαρίστησης να πατήσεις πάνω στο σβέρκο του πεσμένου και λιγότερο να συνεισφέρεις στην ουσιαστική αποκάλυψη των πράξεών του.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις καλό είναι να σιωπούμε από θλίψη και ειλικρινές σοκ και να αφήνουμε τις διωκτικές Αρχές να βρίσκουν τους δράστες και στη συνέχεια τη Δικαιοσύνη να πράττει το καθήκον της. Το να ενοχοποιούμε ο ένας τον άλλο θα έχει ως αποτέλεσμα να γεμίσουμε τις ζωές μας με τοξικά ιζήματα που θα αφήσουν μέσα μας το αίσθημα του βέβαιου φόβου και της διαρκούς απειλής του ενός έναντι του άλλου.

Εντέλει, ας επιμείνουμε πως στη ζυγαριά το τάσι του καλού είναι πιο βαρύ από εκείνο του κακού, άρα οι περισσότεροι βρίσκονται στην απάνεμη όχθη κι όλοι στην ταραγμένη. Αλλιώς, θα πέσουμε όλοι στο πάτο του ποταμού και σωτηρία δεν προβλέπεται.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιατί δεν γράφονται βιβλία για τα εγκλήματα στην Ελλάδα;

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top