Ο Ηomer Simpson είναι ο ορισμός του ζαμαν φου. Απλώς δεν ασχολείται με τίποτα.

Χθες, είδα ένα σχόλιο σ’ ένα άρθρο μου που είχα ανεβάσει. Έλεγε: «Χεστήκαμε». Το αναφέρω γελώντας, αν και τη στιγμή που διάβασα το μονολεκτικό αυτό σχόλιο μού ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

Οιοσδήποτε γίνεται αποδέκτης ενός παρόμοιου μηνύματος ταλαντεύεται ως προς το σωστό τρόπο αντίδρασης, μεικτά συναισθήματα τον κατακλύζουν, κατά βάθος δεν ξέρει πώς να το πάρει.

Βέβαια, σου κακοφαίνεται, αλλά απ’ την άλλη ανησυχείς και λίγο (βρε, μπας κι έχει δίκιο; τι κάθισα κι έγραψα; μπας και πρόκειται για μπούρδα;) Μετά νευριάζεις, σκέφτεσαι να απαντήσεις αναλόγως, κι αμέσως αποδραματοποιείς το θέμα, αφού, στην τελική, δεν σου καίγεται καρφί.

Κανένα «Σκασίλα μας» δεν είναι ουδέτερο. Διότι εκείνος που «χέστηκε» δεν «χέστηκε». Διαφορετικά, δεν θα το έλεγε.

Γιατί το κουφό με το «ζαμάν φου» ή αλλιώς «στα παπάρια μας», δεν είναι το τι έγραψες στα παλιά σου τα παπούτσια αλλά ότι δεν είναι καθαρογραμμένο. Εξηγούμαι: Κανένα «Σκασίλα μας» δεν είναι ουδέτερο. Διότι εκείνος που «χέστηκε» δεν «χέστηκε». Διαφορετικά, δεν θα το έλεγε. Διαφορετικά, δεν θα αισθανόταν υποχρεωμένος να σε ενημερώσει. Διαφορετικά, δεν θα καθότανε καν να το ξεστομίσει.

Είναι απολύτως φυσιολογικό να μην ενδιαφέρονται όλοι για όλα. Δεν μπορείς να παθιάζεσαι με κάθε συζήτηση, κάθε ζήτημα, κάθε ταινία, κάθε πόνο, κάθε σχόλιο, κάθε σκέψη κι ό,τι άλλο κατέβει στην γκλάβα του καθένα.

Πρέπει να κάνεις μια επιλογή -από έλλειψη χρόνου, από έλλειψη περιέργειας ή, πιο ωμά, λόγω περιορισμένης δυνατότητας κατανόησης και μη διαθεσιμότητας του νιονιού σου. Οπότε, καλά κάνεις και «χέστηκες» πότε-πότε.

Οταν πραγματικά αδιαφορείς, ούτε που σκέφτεσαι πως δεν σε νοιάζει. Έχεις φύγει παρακάτω…

Το παράδοξο είναι πώς, όταν πραγματικά αδιαφορείς, ούτε που σκέφτεσαι πως δεν σε νοιάζει. Έχεις πάει παρακάτω… Το γεγονός ότι «σκοτίστηκες» και το δηλώνεις, παίρνει πολύ περισσότερο χρόνο, χώρο και ενέργεια. Είναι μάλιστα ένδειξη κάποιου ενδιαφέροντος, έστω ενοχλημένου.

Λες και τα πράγματα, οι κουβέντες ή τα πρόσωπα για τα οποία «χέστηκες» μπαίνουν σε μια ιδιαίτερη, επαμφοτερίζουσα κατηγορία: άξια απαξίας, άξια να μπεις στον κόπο να τα απαξιώσεις, άξια ενός «ωχ αδερφέ».

Εντάξει, θέλεις και να πληγώσεις τον άλλον. Αλλά γιατί να το κάνεις μ’ αυτόν τον παράδοξο τρόπο; Γιατί απαξιώνεις αποκαλύπτοντας το ενδιαφέρον σου για ‘κείνον που θέλεις να κοροϊδέψεις; Γιατί δεν τον βρίζεις στα ίσα ή δεν αφήνεις να το πάρει το ποτάμι και ν’ ασχοληθείς με κάτι άλλο;

Διότι το διακύβευμα δεν είναι τόσο αυτός τον οποίο γράφουμε στα απαυτά μας, όσο εκείνος που αδιαφορεί (δηλαδή εμείς). Το δικό μας «χέστηκα» είναι το θέμα, η υποτιθέμενη αλλά ματαιωμένη απαξίωσή του άλλου. Αυτό που τη σπάει σε κείνον που απαξιώνει, είναι ακριβώς ότι δεν καταφέρνει να αδιαφορήσει πλήρως και τελείως. Να φτάσει σ’ ένα… ζεν της απέχθειας!

Φυσικά, σκασίλα σας.

 

Διαβάστε ακόμα: Πώς να βρίζεις με στυλ.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top