Εδώ κι ένα εικοσιτετράωρο, με δύο εντελώς διαφορετικές αφορμές, σκέφτομαι το πώς “μοιραζόμαστε” τις ειδήσεις στα social media. Όχι πώς τις γράφουμε και τις μεταδίδουμε οι δημοσιογράφοι (λέω να το γλιτώσω το καταθλιπτικό επεισόδιο αυτό το μήνα), αλλά το πώς τις μεταφέρουμε μέσα από τους λογαριασμούς μας στο Twitter ή το Facebook, εκεί όπου ο καθένας είναι ο αρχισυντάκτης του χώρου του, ο οποίος αναρτά και σχολιάζει ό,τι θέλει με τις δικές του προτεραιότητες, τη δική του γλώσσα, τη δική του αισθητική.
Χθες το απόγευμα, οι φίλοι μου στο Facebook ασχολούνταν κυρίως με δύο τελείως διαφορετικές ειδήσεις. Με την αποτρόπαια δολοφονία ενός παιδιού και με το ρεπορτάζ μιας τοπικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης, το οποίο κατήγγειλε ότι ένας αναπληρωτής υπουργός έβγαλε στο εξωτερικο €80.000, χωρίς να τον κατονομάζει.
Στη δεύτερη περίπτωση, η μη αναφορά του ονόματος προκάλεσε ένα όργιο κουτσομπολιών, ενώ οι δημοσιογράφοι ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον και τις πηγές μας για το όνομα του υπουργού, το οποίο φυσικά κανείς από εμάς δεν θα ανέφερε στα ρεπορτάζ, τα κείμενα ή τις εκπομπές του χωρίς χειροπιαστά στοιχεία – πόσω μάλλον που δεν το έκανε και η ίδια η εφημερίδα που ξεκίνησε το θέμα. Παρ’ όλα αυτά, οι μισοί μου φίλοι στο Facebook έγραφαν κανονικότατα το όνομα ενός αναπληρωτή υπουργού, για τον οποίο, όταν δεν τον στόλιζαν με διάφορα επίθετα, διάβαζα κανονικά πορίσματα και δίκες προθέσεων.
Στη χώρα που το 2012 ένας πρώην υφυπουργός του ΠΑΣΟΚ αυτοκτόνησε υπό το βάρος κατηγοριών εναντίον του οι οποίες εξέπεσαν, το τοξικό κλίμα που έφτιαξαν κάποια ΜΜΕ και συνάδελφοί μας και που καλλιεργήθηκε από τους πολιτικούς με τη σκανδαλολογία χτυπάει καμιά φορά και τα καλύτερα μυαλά. Το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε καν ποιος είναι, αν το έκανε και γιατί το έκανε, δεν απασχόλησε ιδιαίτερα. Πέσαμε θύματα της αρένας την οποία κάποιοι από εμάς με πάθος καταγγέλλαμε τα προηγούμενα χρόνια της αποθέωσής της μέσα στη χειρότερη κρίση που έχουν ζήσει οι γενιές που γλίτωσαν τα βιώματα της χούντας.
Στην πρώτη περίπτωση, του παιδιού, της Άννυ, έπαθα σοκ ανοίγοντας το Facebook και βλέποντας δεκάδες αναρτήσεις ειδήσεων με άκρως περιγραφικους τίτλους για το έγκλημα. Η είδηση ανέβαινε όπως ανεβάζεις μια είδηση οικονομική, ένα τραγούδι ή μια φωτογραφία. Θυμήθηκα τον εαυτό μου, μικρότερη, σε μια αίθουσα σύνταξης, να γράφω ειδήσεις για ένα ραδιοφωνικό δελτίο και να σκαλώνω στην περιγραφή του φόνου ενός βρέφους και να μου γυρνάει το στομάχι ανάποδα και να θέλω να ξεράσω τον πρωινό καφέ μου και να χρειάζομαι δυο τσιγάρα, για να γράψω τρεις αράδες. Δεν επικρίνω, αναρωτιέμαι. Καθένας στέκει διαφορετικά απέναντι στη φρίκη. Τα σχόλια ακόμη πιο ανατριχιαστικά. Δικάστηκαν όλοι, εκτός από τον φονιά, για τον οποίο διάβασα αναλυτικές περιγραφές για το ποιο φρικτό τέλος του αξίζει.
Είναι άσχετες αυτές οι δύο ειδήσεις μεταξύ τους; Ναι, μα δεν είναι καθόλου άσχετες μεταξύ τους οι αντιδράσεις μας. Μια φίλη μού θύμισε τις Ευμενίδες, τις Ερινύες όπως τις έγραψε ο Αισχύλος στο τρίτο έργο της τριλογίας της Ορέστειας, το οποίο πραγματεύεται το Δίκαιο, το Άδικο και την Εκδίκηση. Οι Ευμενίδες, έξαλλες για την αθώωση του μητροκτόνου από την Αθηνά, απειλούν ότι θα πλημμυρίσουν με μίσος και φαρμάκι την Πολιτεία, για να παρέμβει η σοφή θεά τάζοντάς τους τιμές με ένα αντάλλαγμα: “Και συ μη σπείρης στους δικούς μου αυτούς τους τόπους ζιζάνια φονικά, που βλάβουνε τα σπλάχνα των νέων και με χωρίς κρασί τους ξεφρενώνουν”.
Κάπως έτσι, με αυτές τις μυθολογικές μορφές και με αυτόν το φοβερό διάλογό τους με τη θεά, απέδωσε ο Αισχύλος την ιδέα της δικαιοσύνης. Κι από τότε μπορούμε να το πάρουμε απόφαση πως έχουμε την τύχη να ζούμε σε μια Πολιτεία που το βάρος της κρίσης και της ετυμηγορίας το έχουν αναλάβει άλλοι, οι θεσμοί κι οι άνθρωποι που τους υπηρετούν στο χώρο και με τον τρόπο και με τις προϋποθέσεις που όρισε η Πολιτεία να το κάνουν. Και να είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό.
Διαβάστε ακόμα: Κάθε Δευτέρα, φτου κι απ’ την αρχή, με τη διαπραγμάτευση, την αλλαγή στρατηγικής και τη συμφωνία που δεν έρχεται.