_DSC1970

Στο “Stop over” ξετυλίγονται με μαεστρία τα αδιέξοδα των ανθρώπων που στερούνται την αξιοπρέπεια της ταυτότητας και της ελευθερίας τους.

Στην πορεία ενός μεγάλου ταξιδιού, ένας ενδιάμεσος σταθμός νοείται ως ένας τόπος ξεκούρασης, τροφοδοσίας, αναπλήρωσης πόρων, υλικών και ψυχικών. Στην περίπτωση της ιστορίας της ταινίας του Kaveh Bakhtiari, με τίτλο «Ενδιάμεσος σταθμός/ Stop over» (2013), αυτός ο σταθμός είναι ένας μη-τόπος, μια παγίδα με δυσνόητους και ανελέητους κανόνες, η οποία ωθεί τα θύματα-ταξιδιώτες σε όρια που δεν απέχουν απ’ αυτό που αντιλαμβανόμαστε βολικά ως «περιθώρια».

Σαν σύγχρονοι ήρωες μιας Οδύσσειας, αναγκάζονται να επιβιώσουν σ’ ένα καθεστώς παρανομίας και περιθωρίου, χωρίς ταυτότητα, σ’ ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες.
DSC00207

Διεισδυτική παρατήρηση της καθημερινότητας των ηρώων και των τρόπων με τους οποίους προσπαθούν να αποδράσουν από μια φυλακή χωρίς τοίχους, μια φυλακή με χάρτινα κάγκελα.

Σαν σύγχρονοι ήρωες μιας Οδύσσειας (πουθενά αλλού δεν θα ήταν τόσο πετυχημένη αυτή η κλισέ αναφορά), οι εφτά ήρωες της ταινίας, το παρελθόν των οποίων αγνοούμε, καθώς αυτός είναι ένας κανόνας του «σταθμού», προσπαθούν να συνεχίσουν το ταξίδι τους από το Ιράν στην Ευρώπη.

Παγιδεύονται στην Ελλάδα, σ’ ένα φυλάκιο της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, όπου αναγκάζονται να επιβιώσουν σ’ ένα καθεστώς μυστικότητας, παρανομίας και περιθωρίου, χωρίς ταυτότητα, σ’ ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες (ή όπου οι κανόνες αλλάζουν κατά την βούληση των Αρχών).

Affiche du film L'escale de Kaveh Bakhtiari

Η γαλλική αφίσα της ταινίας, η οποία είχε κάνει την πρεμιέρα της στις Κάννες.

Αυτό που πετυχαίνει σε μέγιστο βαθμό ο σκηνοθέτης είναι να αναδείξει το αδιέξοδο αυτής της πολιτικής, χωρίς να ασχολείται όμως μ’ αυτό. Η διεισδυτική παρατήρηση της καθημερινότητας των ηρώων και οι τρόποι με τους οποίους προσπαθούν να αποδράσουν από μια φυλακή χωρίς τοίχους, μια φυλακή με χάρτινα κάγκελα, ξεδιπλώνει τη σχεδόν μυθοπλαστική πλοκή της ταινίας. Ένα έξοχο δείγμα του ντοκιμαντέρ παρατήρησης που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω πέρσι στο Φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (και όχι στο Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ), αφού είχε κάνει την πρεμιέρα του στις Κάννες.

Ο σκηνοθέτης με ελάχιστα μέσα, χωρίς συνεργείο, με μια μικρή κάμερα που μπορεί να περνάει απαρατήρητη (όπως απαρατήρητοι θέλουν να περνούν οι ήρωες της ταινίας, καθώς τριγυρνούν μέσα στην Αθήνα), διεισδύει στη ιδιότυπη κρυψώνα εφτά συμπατριωτών του Ιρανών κι αφού ξεπεράσει τη δική τους εχθρική αρχικά στάση, καταφέρνει να φέρει στο φως τα προσωπικά δράματα, τους ξεχωριστούς ανάγλυφους χαρακτήρες που αναδύονται από τη σκληρή δοκιμασία.

Ο ίδιος είναι προστατευμένος ως κάτοχος ελβετικού διαβατηρίου, όμως δοκιμάζεται και συμπάσχει, καθώς συνδέεται συγγενικά με έναν απ’ αυτούς. αλλά συγκρατεί τη σωστή απόσταση που του υπαγορεύει το κάλεσμα του κινηματογραφιστή. Αυτή είναι η δοκιμασία του ντοκιμαντέρ, για όποιον προσπάθησε να μιλήσει για τις ζωές και τα πάθη των ζωντανών ηρώων του.

O εγκλωβισμός τους από παράλογες πολιτικές και η μέχρι αυτοκτονίας βούλησή τους να δραπετεύσουν αναδεικνύουν το αδιέξοδο της ελληνικής κοινωνίας.

Η ταινία, ένα προϊόν πολύμηνης παρατήρησης, κτίστηκε με δεξιοτεχνία στο μοντάζ, το οποίο κράτησε ατόφια τη χρονολογική εξέλιξη και την αγωνία για την τύχη των χαρακτήρων. Με άριστη οικονομία στη χρήση των διαλόγων, της μουσικής και της δύναμης της εικόνας, χωρίς συνεντεύξεις και επεξηγήσεις, με θάρρος μπροστά στο πάθος και με αφηγηματική οξυδέρκεια, αναπτύσσει τα αδιέξοδα των ανθρώπων που στερούνται την αξιοπρέπεια της ταυτότητας και της ελευθερίας τους.

D.ATHIRIDIS

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Αθυρίδης

Πίσω στα δικά μας, η ταινία, η οποία έχει ήδη γνωρίσει πανευρωπαϊκή αναγνώριση και επιτυχία, μας αφορά, καθώς διαδραματίζεται επί ελληνικού εδάφους και αποτυπώνει την ουσία αυτού που αποκαλούμε στις μέρες μας μεταναστευτικό ζήτημα. Είτε πρόκειται για πολιτικούς πρόσφυγες είτε για οικονομικούς μετανάστες, όλοι φεύγουν από τις εστίες τους, αναζητώντας έναν τόπο προοπτικής και ευημερίας, ο οποίος βρίσκεται κάπου στην Ευρώπη και όχι στην δοκιμαζόμενη από την ανεργία και την ύφεση Ελλάδα.

Η αναγκαστική, ιδιότυπη φυλάκισή τους στη χώρα, ο εγκλωβισμός τους από παράλογους θεσμούς και πολιτικές και η μέχρι αυτοκτονίας βούλησή τους να δραπετεύσουν αναδεικνύουν το αδιέξοδο της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, η οποία αυτοαναγορεύεται σε θύμα της μετανάστευσης. Εκεί, πλέον, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία ενδυναμώνονται ως αίτιο και αιτιατό της καλλιέργειας και διάδοσης της ακροδεξιάς ρητορείας.

Οι φύλακες μισούν τους φυλακισμένους, καθώς είναι κι οι ίδιοι φυλακισμένοι στην ιδρυματοποίηση που τους επιφυλάσσει ο ρόλος τους μέσα σε δυσλειτουργικούς και απάνθρωπους θεσμούς. Η ταινία σ’ αυτό ακριβώς πετυχαίνει: στο να μας δείξει αυτό που θεωρούμε ξένο, μα όμως συμβαίνει μέσα μας.

*To CineDoc προβάλλει από το 2009 βραβευμένα ελληνικά και διεθνή ντοκιμαντέρ στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, τον κινηματογράφο Δαναός, καθώς και σε κινηματογραφικές λέσχες, σχολεία και πολιτιστικούς οργανισμούς σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και της Κύπρου. Τις προβολές, που διαρκούν όλο τον χρόνο, από τον Οκτώβριο έως τον Μάιο, συνοδεύουν παράλληλες εκδηλώσεις. Πληροφορίες για το πρόγραμμα: www.cinedoc.gr, τηλ. 210 7211073.

 

Διαβάστε ακόμα: Η απογείωση του νέου ελληνικού σινεμά.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top