Το 2014, η μουσάτη Conchita Wurst, αυστριακή drag-queen, θριαμβεύει (Φωτογραφία: Reuters).

[O τίτλος του άρθρου είναι αναφορά στην περίφημη ταινία La Cage aux Folles του 1978, σε σκηνοθεσία του Édouard Molinaro με πρωταγωνιστές τους Ugo Tognazzi και Michel Serrault].

 

Είναι ένα μοναδικό «αθλητικό» γεγονός που αρέσει μαζικά στους Ευρωπαίους να βλέπουν. Κατιτίς που μιλάει για γεωπολιτική και κοινωνιολογία. Ένας καρτουνίστικος γαλαξίας, με την ιστορία του, τη γεωγραφία του, την οικονομία και τους νόμους του, τους κατοίκους και τα ΟΥΦΟ του.

Οι θιασώτες ολάκερου του κόσμου ήδη ανατριχιάζουν αναμένοντας τη 14η Μαΐου, με τα μάτια τους να βουρκώνουν, βγάζοντας αστράκια. Λίγες μέρες απομένουν ίσαμε τον 66ο τελικό, που κάποιοι επιμένουν να ονομάζουν «διαγωνισμό τραγουδιού».

Οι λάτρεις του ξέφρενου σόου, της ποπ με τις παγιέτες και το γκλίτερ, περίμεναν ανυπόμονα εδώ και καιρό. Οι διασκεδαστικοί «eurofans» θα γιορτάσουν επιτέλους το αγαπημένο τους βαριετέ-φετίχ, αυτό το μουσικό ραντεβού του υπερθετικού τίποτα. Που το 2015 μπήκε στο Βιβλίο Guinness των ρεκόρ.

Του σόου που έχει τους περισσότερους τηλεθεατές στον κόσμο (40 εκατ. μόνο στο YouTube). Του πιο ακριβού επίσης: €30 εκατ. για τις δύο μοσχοβίτικες εβδομάδες το 2009. €45 εκατ. στην Κοπεγχάγη το 2014. €60 εκατ. δυο χρόνια αργότερα στο Μπακού, όπου η κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν εισήγαγε 1.000 λονδρέζικα ταξί για τις «ανάγκες».

Το 1998, έχουμε τη νίκη της τρανσέξουαλ Ισραηλινής Dana International (Φωτογραφία: Peter Bischoff).

Αποκορύφωμα του κιτς για τους μεν, αποθέωση του hype για τους δε, το τσίρκο αυτό συναρπάζει ακόμα και τους πανεπιστημιακούς. Ήδη από το 2015, ένα ακαδημαϊκό συνέδριο οργανώνεται από τη φιλοξενούσα χώρα. Στα μεγάλα πανεπιστήμια της Ευρώπης, ερευνητές ανατέμνουν σοφολογιότατα την επίπτωση του διαγωνισμού στη δόμηση της Ευρώπης, τις εθνικές ταυτότητες και τα ζητήματα φύλου.

Ο Marcel Bezençon, πατέρας της Eurovision, δεν θα πίστευε στ’ αφτιά του. Το 1956, στην Ελβετία, έπεισε 7 ευρωπαϊκές χώρες, χάριν της ομόνοιας, να συναγωνιστούν στο Λουγκάνο. Στο Teatro Kursaal της πόλης, οι καλλιτέχνες βάζουν τα δυνατά τους, σόλο, στη γλώσσα τους, μαζί και μια ορχήστρα. Οι χορογραφίες απαγορεύονται. 4 εκατ. τυχεροί κάτοχοι τηλεοπτικού δέκτη απολαμβάνουν εκείνον τον πρώτο τελικό.

«Η παράσταση είναι μέρος, όπως το Euro ή το Παγκόσμιο Κύπελλο, των μεγάλων λαϊκών τελετουργιών που ενώνουν ένα έθνος με ειρηνικό τρόπο», θα αποφανθεί ο ψυχίατρος Serge Hefez.

Έκτοτε, το σόου ζάχαρης άχνης διεύρυνε τα σύνορά του. Συγκεντρώνει 40 χώρες φέτος, από τον Ατλαντικό ώς την Κασπία θάλασσα, από την Ισλανδία ώς τις μεσογειακές ακτές και την Αυστραλία (!). Με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης, οι συμμετέχοντες από τους 25 το 1996 πάνε στους 43 δώδεκα χρόνια αργότερα.

«Μια μέρα, θα δώσουν το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης στη Γιουροβίζιον, γιατί είναι μια εκπομπή που φέρνει την ειρήνη στον κόσμο», διαβεβαιώνει Ελβετός δημοσιογράφος, καθότι Ελβετός.

Αλλά υπάρχουν κόντρες στην οικογένεια. Ομηρικές. Χαλάνε τη γιορτή. Το 1975, η συμμετοχή της Τουρκίας, προκαλεί την απόσυρση της Ελλάδας, λόγω Κύπρου. Τρία χρόνια αργότερα, η Ιορδανία φροντίζει να κομπλάρει το Ισραήλ. Το 2005, ο Λίβανος αποσύρεται εξαιτίας του Ισραήλ. Το 2011, η Αρμενία απέχει του Μπακού και, 4 χρόνια αργότερα, η Ουκρανία απορρίπτει τη ρωσική συμμετοχή. Λίγα λέω, το παιχνίδι καλά κρατεί.

Δεν έχει νόημα να αναφερθούμε στους ιλιγγιώδεις αριθμούς των ποσών που αλλάζουν χέρια. Ο κόσμος ψοφάει. «Η παράσταση είναι μέρος, όπως το Euro ή το Παγκόσμιο Κύπελλο, των μεγάλων λαϊκών τελετουργιών που ενώνουν ένα έθνος με ειρηνικό τρόπο», θα αποφανθεί ο ψυχίατρος Serge Hefez.

O Bilal Hassani εκπροσώπησε τη Γαλλία στη Eurovision (Φωτογραφία: Kan).

Μετά, περνάμε σε άλλο register. Το 1998, έχουμε τη νίκη της τρανσέξουαλ Ισραηλινής Dana International. Η LGBTQ κοινότητα το γιορτάζει. Όπως και με το θρίαμβο το 2014 της μουσάτης Conchita Wurst, αυστριακής drag-queen.

Κάθε εποχή έχει και το διακύβευμά της. «Η Eurovision είναι ταυτόχρονα μια προοδευτική βιτρίνα που προσφέρει παγκόσμια προβολή στα υποκείμενα ζητήματα και ο εκπρόσωπος των μειονοτικών εκφράσεων»,  εξηγεί ο κοινωνιολόγος Philippe Le Guern.

Όμως, η λατρεία των LGBTQ (λεσβίες, γκέι, bi, trans) για τον ευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού δεν χρονολογείται από τη νίκη της Conchita Wurst. Εδώ και δεκαετίες, οι αξίες που διέπουν τη Γιουροβίζιον βρίσκουν μεγάλη ανταπόκριση στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα.

Πάνω στη σκηνή της Γιουροβίζιον, τα τελευταία 20 χρόνια, η κοινότητα των LGBTQ βρήκε έναν χάρου πλένουν χώρο έκφρασης.

Πάνω στη σκηνή της Γιουροβίζιον, τα τελευταία 20 χρόνια, η κοινότητα των LGBTQ βρήκε έναν χαρούμενο χώρο έκφρασης. Πάρα πολλά μέλη της κοινότητας είναι φανατικοί φαν του τηλεοπτικού διαγωνισμού.

Μπορεί να μην απευθύνεται μόνο στους γκέι, ωστόσο ο θεσμός αναδεικνύει αρκετά στοιχεία της γκέι ποπ κουλτούρας. Τη χορευτική μουσική, τη ντίσκο της δεκαετίας του ‘70, τις ντίβες, τη λάμψη του βαριετέ. Χαρακτηριστικά, τις προάλλες, στην εκπομπή Στούντιο 4, ο Θανάσης Αναγνωστόπουλος παραπονιόταν στον Φωκά Ευαγγελινό πως «χάθηκε η υπερβολή, πως ο διαγωνισμός έγινε πιο μουσικός».

Για να μελετήσει το προφίλ των φαν του διαγωνισμού, ο Brian Singleton, καθηγητής δραματικής τέχνης στο Trinity College του Λονδίνου και συγγραφέας ενός άρθρου πάνω στην κοινωνιολογία των φαν της Γιουροβίζιον το 2007, πήγε και βρήκε την OGAE, τη βασικό εκπρόσωπο των συνδέσμων των fan clubs. Μπορεί να μην ανήκουν όλοι τους στην γκέι κοινότητα, όμως οι ομοφυλόφιλοι αποτελούν όπως λέγεται την πλειοψηφία.

Το «coming out» της Γιουροβίζιον έγινε με το μαλακό, αρχίζοντας απ’ το κοινό.

Τη δεκαετία του ’60, εξηγεί, μια ολόκληρη γενιά γκέι έβλεπαν την εκπομπή με την οικογένειά τους. Ενώ η κοινωνία της εποχής θέλει άντρες που δεν εκφράζουν τις ευαισθησίες τους, η Γιουροβίζιον είναι φίσκα στις συγκινήσεις: όλα αυτά τα τραγούδια σε απευθείας μετάδοση για τον έρωτα που γεννιέται και πεθαίνει. Η υπερβολική θεατρικότητα είναι κομμάτι του παζλ. Το γκλάμουρ, το θέαμα, είναι πράγματα στα οποία οι γκέι επενδύουν ώστε να ξεφύγουν από τις ασφυκτικές νόρμες της τότε αρρενωπότητας.

Υπάρχει η μουσική, υπάρχει και η λάμψη που τη συνοδεύει. Υπάρχει το θέαμα, η επίδειξη, η εκκεντρικότητα, ακόμα και η πρόκληση, ό,τι χρειάζεται ώστε η συμμετοχή να αποτυπωθεί στο κοινό που καλείται να ψηφίσει.

Τω καιρώ εκείνω, αυτή η τηλεοπτική τελετουργία είναι ένα παράθυρο στον κόσμο. Μόνον εθνικά κανάλια είχαν τότε, δεν υπήρχε πρόσβαση σε κάτι άλλο, μία όψη του κόσμου, μια γλώσσα. Δεν υπήρχε ίντερνετ. Και για μια βραδιά μέσα στη χρονιά, μπορούσες να δεις ανθρώπους από άλλες χώρες, άλλες κουλτούρες και να μετρήσεις τις διαφορές. Βλέποντας ανθρώπους διαφορετικούς, σε βοηθούσε να αποδεχτείς τη δική σου διαφορετικότητα, ίσως και να τη διεκδικήσεις. Να γίνεις μέρος ενός τεράστιου melting pot διαφορετικών ταυτοτήτων.

Το «coming out» της Γιουροβίζιον έγινε με το μαλακό, αρχίζοντας απ’ το κοινό. Οι γκέι συναντιούνταν μεταξύ τους για να τη χαρούν, την ώρα που τα πρώτα fan clubs οργανώνονται στα ’80s, για να μετατραπούν σε βασικούς παίκτες. Να εξελιχθούν στο «second biggest gay pride in the world».

Οι περσινοί νικητές, Maneskin (Φωτογραφία: world-today-news.com).

Δεν είναι τυχαίο ότι το ζήτημα των LBGTQ ατόμων άρχισε να τίθεται στη Γιουροβίζιον ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Είναι ακριβώς η εποχή όπου πολιτικοί και νομοθέτες αρχίζουν και ενδιαφέρονται για τα δικαιώματά τους. Είναι τότε που σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες καταργούνται οι κόκκινες γραμμές που έθεταν εμπόδια στους ομοφυλόφιλους στη δουλειά τους ή στη θητεία τους στο Στρατό. Κάποιες απ’ αυτές αρχίζουν να επιτρέπουν τον πολιτικό γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου.

Oι queer θεωρίες φαντάζουν γοητευτικές για τι ακριβώς κάνει η Γιουροβίζιον.

Την ίδια χρονιά με τον Brian Singleton, ο Γάλλος κοινωνιολόγος Philippe Le Guern δημοσιεύει μια μελέτη με τίτλο Aimer l’eurovision, une faute de goût? (Κακογουστιά το να σ’ αρέσει η Γιουροβίζιον;). Σ’ αυτή, αναφέρεται στον Pierre Bourdieu, για τον οποίο η θέση που κατέχει ένα άτομο στην κοινωνική ιεραρχία έρχεται και δένει με τα γούστα του και τις πολιτισμικές πρακτικές του.

Από την άποψη αυτή, ο φαν της Γιουροβίζιον -ανεξαρτήτως ερωτικής ταυτότητας- αποτελεί ένα καλό παράδειγμα εκείνων των μικροαστικών κοινών που άγονται και φέρονται μαϊμουδίζοντας το κυρίαρχο γούστο, αλλά χωρίς να διαθέτουν τα προσόντα. Μπερδεύοντας για παράδειγμα έναν τυχαίο τραγουδιστή οπερέτας μ’ έναν λαμπρό τενόρο της όπερας. Στην περίπτωση αυτή, ο φαν περιγράφεται ως κάποιος που εκλαμβάνει πράγματα ασήμαντα ως αριστουργήματα. Οι άνθρωποι αυτοί προσκολλώνται σ’ ένα κιτσάτο ταρατατζούμ.

Στο πλαίσιο αυτό, οι queer θεωρίες φαντάζουν γοητευτικές: από τη μία, υπονοούν ότι η Γιουροβίζιον συγκροτεί μια αποθήκη σηματοδοτήσεων για όσους είναι σε θέση να τις αναγνώσουν. Από την άλλη, εξηγεί ανέξοδα την αποθέωση του κιτς ως παράγοντα υπονόμευσης. Ένας τρόπος να αρνηθούν την υποταγή τους στο σύστημα, και τον ετεροκαθορισμό τους.

 

 

Διαβάστε ακόμα: Εγκώμιο στο χανγκόβερ.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top