Πόσο ακόμη θα βρέχει; (Φωτογραφία: από την ταινία A Rainy Day in New York του Woody Allen).

Μάρτιος. Τι καιρό θα κάνει αύριο; Έχω καταντήσει, καθημερινά, πουρνό-πουρνό, ν’ ανοίγω την εφαρμογή weather.com. Πράγμα το οποίο είναι μια ομολογία αποτυχίας. Χώρια ότι περνάω μέρος της μέρας μου να μιλάω για τον καιρό. Με τον περιπτερά, τις ταμίες στο σουπερμάρκετ, τα φιλαράκια.

Από μια άποψη, αυτό είναι καλό. Βλακώδες, αλλά καλό. Μετά από τόσους μήνες αυτοπεριορισμού, απαγορεύσεων και τηλεργασίας, λόγω πανδημίας, έστρεψα την προσοχή μου και σε κάτι άλλο πέραν των τεσσάρων τοίχων του σπιτιού μου.

Έχει κρυφά θέλγητρα το κουβεντολόι για τον καιρό. Ξορκίζει το κακό κι εξημερώνει τους ανθρώπους.

Με τη διαφορά ότι ο κωλόκαιρος μου θυμίζει το χρώμα τους: άσπιλο γκρίζο. Πράγμα που σε αναγκάζει να αναφέρεσαι ολημερίς στις καθημερινές εμπειρίες σου, ήτοι το ψοφόκρυο και τον κωλόκαιρο. Ένας τρόπος κι αυτός ν’ απολαμβάνεις το χειμώνα, τις νιφάδες, να ατενίζεις το μολυβένιο ουρανό, ευτυχής που ζεις ακόμα. Εξάλλου, αυτή δεν είναι η κοινωνική προσφορά της μετεωρολογίας και του Αρναούτογλου;

Έχει κρυφά θέλγητρα το κουβεντολόι για τον καιρό. Ξορκίζει το κακό κι εξημερώνει τους ανθρώπους. Κινητοποιεί. Είτε πρόκειται για τις πρώτες διστακτικές ακτίνες ηλίου είτε για το τι θ’ απογίνουν τ’ άγρια άλογα που καλπάζουν στο Κτήμα Τατοΐου. Πάντα το παραλήρημα ήταν θερμοκρασιακό. Χάρη στον καιρό, ο απέραντος κόσμος μας μικραίνει: κόπτεσαι για την πυρπολημένη Εύβοια και Καλιφόρνια, βάζοντας αντηλιακό στις πλαζ της Σαντορίνης.

Παραδόξως, το να μιλάς για βαθμούς, νεφώσεις και θερμοκρασίες κάτω του «κανονικού» έπαψε να είναι ανώδυνο. Παύει να καλύπτει ένα επικοινωνιακό κενό στο αλισβερίσι, όπως όταν πας σινεμά με την καλή σου. Αλλά πλέον εκφράζει κάτι από τα μέσα σου, όπως μια «οικολογική ανησυχία» (δεν θέλει και πολύ) ή μια ψυχική κατάσταση. Είθισται τα δυο τους να πηγαίνουν σετάκι.

Ο Μάρτης γδάρτης τελειώνει. Σειρά τώρα θα έχουν οι κενολόγες κοινοτοπίες: «Πολλή ζέστη, ρε φίλε».

Η συζήτηση για τον καιρό ήταν ανέκαθεν τεθλιμμένη. Μέχρι τον Μοντεσκιέ, ο οποίος προτείνει στο Πνεύμα των Νόμων του 1748 την περίφημη θεωρία του περί κλίματος. Διευκρινίζει πως η ηθική, ως παρεπόμενο της φύσης, θριαμβεύει επί του κλίματος, χάρη στους νόμους και την παιδεία. Ουδείς καθορίζεται από το τι καιρό κάνει. Ωστόσο προκύπτει θέμα: Η ηθική υπερισχύει του κλίματος, αλλά το κλίμα υπερισχύει του ηθικού;

Στο διάολο, από την επόμενη βδομάδα έχουμε άνοιξη. Ο Μάρτης γδάρτης τελειώνει. Σειρά τώρα θα έχουν οι κενολόγες κοινοτοπίες: «Πολλή ζέστη, ρε φίλε». Με τη διαφορά ότι τούτη η φρασούλα των δυο μόλις λέξεων δεν απογοητεύει κανέναν. Είναι πάντα αληθής, δεν προσφέρεται σε παρανοήσεις, δεν σε απογοητεύει ποτέ.

Σε mood… Shining ή σκέφτεστε κάτι άλλο;

Ε, ναι. Ο συνάδελφός σας θα εξάρει τη δράση σας. Η μαμά σας θα μιλήσει για τους άθλους σας στο ποτάμι. Ο Χιλιανός φίλος σας θα το επιβεβαιώσει. Το ίδιο και τ’ αφεντικό σας. Εγώ θα εμπιστευτώ τον ανεμιστήρα μου.

Προτρέχω, αλλά ο καύσωνας είναι παγκόσμιος. Και αυτάρκης. «Κάνει ζέστη». Τελεία. Δεν έχεις τίποτα να προσθέσεις. Τα λέει όλα. Σπάνια στιγμή. Σε δυο λέξεις, έχεις συμπυκνώσει τα πάντα. Τη διάθεσή σου της στιγμής… αλλά κυρίως τη σχέση σου με τον κόσμο.

Ναι, θα κάνει ζέστη. Κορμιά θα παραστήσουν τα ηλιοτρόπια. Δεν υπάρχει κάτι παραπάνω να πεις. Πρόκειται για το άκρον άωτον της κοινοτοπίας.

Ναι, θα κάνει ζέστη. Κορμιά θα παραστήσουν τα ηλιοτρόπια. Δεν υπάρχει κάτι παραπάνω να πεις. Πρόκειται για το άκρον άωτον της κοινοτοπίας, της έλλειψης πάθους, της διαφωνίας, των small talks δίχως αύριο. Μιλάς για τα πάντα και το τίποτα, κυρίως το τίποτα. Είναι καθησυχαστικό και νιώθεις πνευματώδης.

Μ’ αρέσει να το τραβάω. Το τίποτα είναι καλύτερο ή χειρότερο απ’ το κενό; Το τίποτα της επερχόμενης θαλπωρής και του «καλού καιρού» τι μας τραγουδάει; Διότι βλέπετε ότι υπάρχει κατιτίς στρογγυλό στη δήλωση «Κάνει ζέστη». Μια ικανοποιητική εξάντληση, σχεδόν ηδονική.

Μια γκοφρέτα, μια βάφλα. Γλυκαιμικό. Αλλά σου ζεσταίνει την καρδούλα. Και ταυτόχρονα, σε εκνευρίζει. Γιατί, ό,τι μας ζεσταίνει μας κάνει και ιδρώνουμε. Πράγμα που ενισχύει την καύση, διπλασιάζει τη ζέστη. Οπότε, καίγεσαι, τρελαίνεσαι. Η επάρκεια χάνεται. Στην καλύτερη, την τραβάς στα κύματα.

Γιατί το πρόβλημα με τη «συζήτηση για τον καιρό» δεν έγκειται στο ότι είναι κενή, άδεια, μπανάλ. Αλλά, αντίθετα, πως είναι πλήρης, στρογγυλή, ικανή να γλυκάνει τα αλισβερίσια μας, όταν δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει. Εντέλει, ας μιλήσουμε για θέρμη.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιατί αγαπώ τα γαλλικά.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top