Ερωτική νοσταλγία, μέσα από τον φακό του Ruslan Lubanov (Φωτό: yellowkorner.com).

Ο κόσμος δίνει ενίοτε την εντύπωση ότι πορεύεται προς τα μπρος κοιτάζοντας προς τα πίσω. Οι επιλογές μας δεν γίνονται στη βάση μιας προβολής τους στο μέλλον, αλλά σε σχέση μιας εξιδανικευμένης μήτρας του παρελθόντος. Τότε που υπήρχαν σύνορα, οι τεχνολογικές εξελίξεις ήταν ελεγχόμενες και η κλιματική αλλαγή άγνωστη λέξη.

Η «Εποχή της Νοσταλγίας» είναι φαινόμενο που εκδηλώνεται ακόμα και στην πολιτική: Με τον Τραμπ να κραυγάζει στους εκλογείς «Make America Great Again», τους οπαδούς του Brexit να νοσταλγούν τα περασμένα μεγαλεία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τον Ερντογάν να αφιονίζει πεινασμένο λαό με την ανασύσταση της Οθωμανικής.

Η νοσταλγία πουλάει παντού: στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, στα αρώματα, στα ρολόγια, στη μόδα, στη διαφήμιση. Αντανακλάται στο καταναλωτικό boom των βιολογικών και οικολογικών προϊόντων, στις πιένες που γνωρίζει το Mini Cooper ή το New Beetle λίγο πριν. Στην αναζήτηση της αυθεντικότητας. Στην επιστροφή στις ρίζες. Η μετανεωτερικότητα δεν είναι άλλο από μια συνέργεια του αρχαϊσμού με την τεχνολογική εξέλιξη.

H νοσταλγία εξιδανικεύει το παρελθόν, επειδή φοβόμαστε το μέλλον.

Οπουδήποτε στον κόσμο, εργαλειοποιείται ως συναισθηματικό όπλο, εξιδανικεύοντας το παρελθόν μέσα από μια θετική μυθολογία ώστε να διασκεδάσει τους φόβους μας για το μέλλον. Το οποίο μέλλον, αντίθετα, είθισται να πέφτει θύμα των πλέον δυσοίωνων προβλέψεων. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι η «επιστημονική φαντασία», πάντα αρνητική και στρεσογόνα (Αρμαγεδδών, Mad Max, Blade Runner…). Και η Γκρέτα.

Blade Runner: όταν η εργαλειοποίηση της νοσταλγίας οδηγεί σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας που έχουν αρνητικό πρόσημο.

Γενεαλογία

Nοσταλγία είναι, κατ’ αρχάς, η λαχτάρα επιστροφής στην πατρίδα, το γενέθλιο τόπο. Μετά η λέξη θα πάρει τη σημασία της έλλειψης, έλλειψης κάποιου πράγματος που γνωρίσαμε αλλά έπαψε να υπάρχει ή κάποιου πράγματος που άλλαξε μορφή, υποβαθμίστηκε, γνώρισε τη φθορά.

Όμως, είναι και μια έκφραση ανικανοποίητου: εμφανίζεται όταν το παρόν δεν στέκεται στο ύψος του παρελθόντος. Δεν είμαστε νοσταλγοί στα 20 χρόνια μας, δεν αναρωτιόμαστε αν αυτό που ζούμε είναι καλό ή όχι, αν είναι μοντέρνο όσο πρέπει. Η νοσταλγία έρχεται αργότερα. Χρειάζονται χρόνια αναφοράς, για ν’ αρχίσεις να συγκρίνεις. Και να χαρακτηριστείς οπισθοδρομικός, αντιδραστικός, παρελθοντολάγνος. Ο εξωραϊσμός του παρελθόντος είναι ένας τρόπος να αντέξουμε τα γηρατειά: τουλάχιστον ζήσαμε μια ωραία ζωή, το ανάποδο θα ήταν πολύ εκνευριστικό.

Δεν είμαστε νοσταλγοί στα 20 χρόνια μας, η νοσταλγία έρχεται αργότερα. Χρειάζονται χρόνια αναφοράς, για ν’ αρχίσεις να συγκρίνεις.

Η σύγχρονη νοσταλγία έχει μια γενεαλογία. Την ώρα που αναπτύσσεται μια εκμηχανισμένη κοινωνία, βιομηχανική, εμφανίζεται και η διαλεκτική πρόοδος/νοσταλγία. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ανατέλλει ο ρομαντισμός του Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ ή του Ζαν-Ζακ Ρουσό που μιλάει πλέον όχι απλώς για νόστο, αλλά για οντολογική απώλεια. Αυτό το αίσθημα λύπης θα κορυφωθεί το 1857 με τον Κύκνο του Μποντλέρ, που είναι το μεγάλο ποίημα της νοσταλγίας.

Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη εκδηλώνεται μια ανησυχία, την οποία εκφράζει τέλεια ο Τζον Κιτς, απέναντι στο νέο κόσμο που διαγράφεται μετά τον Νιούτον: έναν κόσμο απομαγεμένο, από τον οποίο οι νεράιδες έχουν εκδιωχθεί, εξ ου κι αυτή η ανάγκη επιστροφής στα παραμύθια και το δημοτικό τραγούδι. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους συνθέτες. Το Regenlied ή τα Hemiweh Lieder του Μπραμς είναι η πεμπτουσία αυτής της σπαρακτικής άρνησης.

Tο αίσθημα λύπης για τη διαλεκτική πρόοδος/νοσταλγία θα κορυφωθεί το 1857 με τον Κύκνο του Μποντλέρ, που είναι το μεγάλο ποίημα της νοσταλγίας.

Συνεπώς, πρέπει να απαντηθούν τα εξής: Πρέπει να καταδικάζουμε τη νοσταλγία; Σε τι μας χρησιμεύει; Είναι μια εκδήλωση του φόβου μας για το μέλλον; Και, το κυριότερο, η νοσταλγία αποτελεί τροχοπέδη για την πρόοδο;

Στους αδαείς μπορούμε να πουλήσουμε, μπορούμε να τους κάνουμε να καταπιούν ένα σωρό πράγματα. Ένα καλό μηντιακό σφυροκόπημα αρκεί. Η εμπορική (ή άλλη) επιτυχία είναι εξασφαλισμένη. Έλα μου όμως ντε που ορθώνονται διαρκώς ενοχλητικά εμπόδια. Διότι στους οπαδούς του «κάθε πέρσι και καλύτερα» προτείνονται ολημερίς βελτιώσεις και «μικρές επαναστάσεις», τις οποίες δυσκολεύονται πολύ να απορρίψουν. Τα κλιματιστικά, ας πούμε. Ακόμα και οι νοσταλγοί δεν θέλουν να βάζουν μπροστά το αυτοκίνητο με τη μανιβέλα, να ανεβαίνουν πέντε ορόφους κουβαλώντας κάρβουνο ή να εγχειρίζονται όπως πριν από 50 χρόνια.

Όσο τελευταίο μοντέλο κι αν είναι, όσο υψηλές επιδόσεις κι αν έχει ένα αυτοκίνητο, φρένα δεν μπορεί να μη διαθέτει.

Η νοσταλγία του μέλλοντος

Αλλά υπάρχει κι εκείνη η κακοχρονισμένη νοσταλγία του μέλλοντος. Καθότι, το άτιμο, μπορεί να φέρει κάτι τελείως άλλο από εκείνο που περιμέναμε. Δεν αίρεται στο ύψος των προσδοκιών μας. Οπότε προκύπτει το παράδοξο: ένα μέλλον ονειρεμένο στο παρελθόν που γίνεται παρόν -παρόν και ταυτόχρονα ατελές, ανεπαρκές. Μιλάμε για έναν κόσμο, μια χώρα, ένα νησί που καλείται «Ουτοπία». Νοσταλγούμε όχι ότι δεν βρισκόμαστε εκεί, αλλά το ότι δεν καταφέραμε να είμαστε εκεί, παρά τους «αγώνες».

Η Πολωνή ποιήτρια Wislawa Szymborska γράφει: «Παρά τις ομορφιές του, το νησί παραμένει έρημο / και τα ίχνη των βημάτων που βρίσκουμε στις όχθες / κατευθύνονται όλα, χωρίς εξαίρεση, προς τ’ ανοιχτά / Λες και το μόνο που κάναμε ήταν να ξαναφεύγουμε».

Οι οπαδοί του Brexit νοσταλγούν τα περασμένα μεγαλεία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (Φωτογραφία: themorningbulletin.com.au).

Διαλεκτική

Ωστόσο, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η νοσταλγία δεν βάζει τελικά φρένο στην πρόοδο, αλλά παίζει μάλλον ρυθμιστικό ρόλο. Όσο τελευταίο μοντέλο κι αν είναι, όσο υψηλές επιδόσεις κι αν έχει ένα αυτοκίνητο, φρένα δεν μπορεί να μη διαθέτει. Ξέρουμε πως υπάρχουν «Δρ. Μαμπούζε», ότι η τεχνολογία μπορεί να χάσει τα λογικά της, πως χρειάζονται δικλείδες ασφαλείας.

Ο Καρτέσιος, μιμούμενος του Στωικούς, έλεγε: «Να δεχόμαστε τον κόσμο όπως είναι, και να αλλάζουμε τις επιθυμίες μας αντί να θέλουμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο». Αλλά βρίσκω αυτήν τη στάση κάπως κομφορμιστική, ολίγον μοιρολατρική. Ό,τι παρήλθε δεν είναι αναγκαστικά ξεπερασμένο και άγονο.

Ένα smartphone που χρησιμοποιείται σωστά είναι εκατομμύρια φορές πιο χρήσιμο κι από τον καλύτερο ελβετικό σουγιά.

Ωστόσο, οφείλουμε να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα σε οικονομικό πλούτο και κοινωνική ευζωία. Η τεχνολογική μοντερνικότητα είναι φορέας φανταστικής προόδου, της οποίας το Internet είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα –και πιο αλλοτριωτικά. Ένα smartphone που χρησιμοποιείται σωστά είναι εκατομμύρια φορές πιο χρήσιμο κι από τον καλύτερο ελβετικό σουγιά. Αλλά στην εποχή μου ήταν πιο ωραία: κοιμόμασταν στην τάξη.

Η νοσταλγία δεν είναι μόνο μια συγκινησιακή απόκριση σ’ αυτό που ο Γιανκέλεβιτς αποκαλεί «μη αντιστρεψιμότητα του χρόνου», ένας θρήνος γι’ αυτό που χάθηκε. Είναι κι ένας διάλογος μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Η κοινωνική αβεβαιότητα, η μείωση της δυνατότητας ελέγχου του ατόμου πάνω στον κόσμο που τo περιβάλλει και η δυσκολία που νιώθει να κάνει προβολή του εαυτού του σ’ ένα βέβαιο και ευτυχισμένο μέλλον δημιουργούν πρόσφορο έδαφος.

Η ζωή μας είναι καμωμένη τόσο από παρελθούσες ευτυχίες όσο κι από μελλοντικές υποσχέσεις. Το να νοσταλγείς είναι καλό, είναι η ικανότητά μας να απομνημονεύουμε το θετικό πρόσημο του παρελθόντος. Το να μπορείς να φαντάζεσαι χαμένους παραδείσους, σε βοηθάει να σκεφτείς ότι και το μέλλον μπορεί να κρύβει κάποιους άλλους.

Νομίζω πως καλό θα ήταν στο σχολείο να συμπληρώσουμε το μάθημα της Ιστορίας με κείνο του Μέλλοντος (της προοπτικής), καθώς όπως έλεγε ο Adam Key «Ο καλύτερος τρόπος να προβλέψουμε το μέλλον είναι να το επινοήσουμε».

 

Διαβάστε ακόμα: Εγκώμιο στα μικρά στήθη.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top