Οι λιγοστοί «πιστοί» του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου ήταν παρόντες στο ξόδι του (φωτογραφία: Menelaos Myrillas/SOOC).

H ζωή είναι αυταπόδεικτη, αυθύπαρκτη. Δεν χρειάζεται εξηγήσεις γύρω από τη ρωμαλέα φύση της. Είναι τόσο δεδομένη που ουδείς σώφρων κάνει δεήσεις για το γεγονός ότι σηκώθηκε άλλο ένα πρωί από το κρεβάτι του και ό,τι, τέλος πάντων, εξακολουθεί να ανήκει στην τάξη των ζώντων.

Ο θάνατος, πάλι, χρειάζεται αποδείξεις γιατί υπάρχει μόνο διά της απουσίας του πρωταγωνιστή. Πριν από λίγες ώρες ήταν παρών, μοιραζόταν το ίδιο οξυγόνο μ’ εμάς, αποτελούσε αναπόσπαστο μέλος του συνόλου της κοινότητας των ανθρώπων.

Το ύστατο χαίρε στον Κωνσταντίνο δεν θα είναι πάνδημο και βροντώδες.

Το γεγονός ότι παύουμε να ονομάζουμε «κύριο» έναν αποθανόντα δείχνει έκδηλα πως μέσα μας έχει αρχίσει να παγιώνεται η σκέψη πως δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι χθόνιο, κάτι ταυτοποιήσιμο, αλλά με κάτι αέρινο. Πλάσμα του εξώκοσμου, της άλλης όχθης.

Κι όμως, ενώ ο «ήρωας» της ιστορίας αναχωρεί, ο μύθος παραμένει. Κι αυτή την κρυμμένη άλω δεν θέλεις να την χάσεις αμέσως. Επιθυμείς να την συναντήσεις ακόμη μια φορά, να μοιραστείς μαζί της μια κοινή στιγμή. Κλίνεις ευλαβικά το γόνυ στον αναλλοίωτο μύθο του νεκρού κι όχι στον ίδιο.

Αυτός βρίσκεται πραγματικά αλλού. Εκεί που, πάλι, αν είσαι σώφρων και δεν κατατρύχεσαι από θανατολάγνες σκέψεις, θέλεις να μεταφερθείς όσο πιο αργά γίνεται. Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα. Το ύστατο συναπάντημα με τον τεθνεόντα είναι σαν μια μακρινή συνάντηση με θέα τον Αχέροντα.

Στα ανάντη τμήματα του ποταμού, αυτά που βρίσκονται κοντά στις πηγές, στέκει ο ζωντανός και στα κατάντη, αυτά που βρίσκονται προς τις εκβολές, ο νεκρός μας αποχαιρετάει για τελευταία φορά πριν τον τραβήξει η γη στα σπλάχνα της.

Γιατί, άραγε, πηγαίνουμε -όσοι πηγαίνουμε- σε προσκυνήματα γνωστών προσωπικοτήτων; Τι είναι αυτό που μας τραβάει να εγκολπωθούμε το δράμα για το χαμό ενός ανθρώπου που ούτε συγγενής μας ήταν ούτε καν γνωστός;

Ας το κατανοήσουμε δίχως φόβο και πάθος: μόνο ο θάνατος είναι ικανός να δημιουργήσει μύθο στη ζωή. Παράδοξο; Κι όμως, βαθύτατα ανθρώπινο.

Τις τελευταίες ημέρες γίνεται πολύς λόγος για το ποιος πολιτικός θα παραστεί ή δεν θα παραστεί στην κηδεία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου. Προφανώς στην περίπτωσή αυτή παράγεται αρκετή δόση σπέκουλας και κομματικού μικροσυμφέροντος.

Όχι, εδώ η παρουσία δεν είναι αμελητέα. Δεν λογίζεται ως μια πράξη τιμής, αλλά ως ένδειξη μιας κρυφής ιδεολογίας που φέρει κάποιος, εν μέσω δημοκρατίας, και τώρα, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, τη φανερώνει δημοσίως. Γίνεται να υπάρχει βασιλόφρων βουλευτής ή υπουργός;

Προσκύνημα στην κηδεία του Μίκη Θεοδωράκη (φωτογραφία: George Vitsaras / SOOC).

Για κάποιους η απάντηση στο ερώτημα είναι κεφαλαιώδης. Ειδικά για εκείνους που υποστηρίζουν πως τα πάντα είναι πολιτική. Μόνο που ο θάνατος είναι κλασικά… απολιτίκ. Παίρνει τους πάντες: από τον Χίτλερ έως τον Στάλιν κι από τον Άρη Βελουχιώτη έως τον Κωνσταντίνο. Σε κάθε ζωντανό υπάρχει ένας θάνατος. Εξαίρεση δεν δίδεται άμα τη αφίξει στον κόσμο τούτο.

Στον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη έγινε λαϊκό προσκύνημα. Στο θάνατο της Ελισάβετ μόνο ο Τάμεσης (sic) δεν έκλαψε μπρος στο μνήμα της. Προφανώς και το ύστατο χαίρε στον Κωνσταντίνο δεν θα είναι πάνδημο και βροντώδες. Πολλοί Έλληνες δεν γνωρίζουν καν ποιος ήταν και τι ρόλο έπαιξε στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.

Όσοι, όμως, τον ξέρουν και τάχθηκαν στο πλευρό του, επιθυμούν να τον «συναντήσουν» άλλη μια φορά. Είναι, άραγε, κακό αυτό; Θα πρέπει να λιθοβοληθούν δημοσίως; Όπως το πολίτευμα δεν κινδύνευε όσο ζούσε, άλλο τόσο δεν χρειάζεται να φοβάται τώρα.

Προσκυνάς το κιβούρι κάποιου διότι θέλεις να αποτρέψεις για λίγο το απευκταίο που όμως είναι αναπόδραστο.

Εκτός και πιστεύουμε πως οι ελάχιστοι βασιλόφρονες που έχουν απομείνει στην ημετέρα θερμαίνονται από τον φανατισμό των πρωτοχριστιανών και σύντομα θα ανακράξουν «ανεστήθη ο βασιλεύς Κωνσταντίνος την τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς».

Ας το κατανοήσουμε δίχως φόβο και πάθος: μόνο ο θάνατος είναι ικανός να δημιουργήσει μύθο στη ζωή. Παράδοξο; Κι όμως, βαθύτατα ανθρώπινο. Μια ανθρωπότητα δίχως νεκρούς θα είναι ολότελα κουτσή. Δεν θα ξέρει τι της έχει συμβεί. Το ίδιο θα συνέβαινε αν ήμασταν πλάσματα υπεραιωνόβια και το τέλος μας έμοιαζε με κουκκίδα που ολοένα απομακρυνόταν από τον ορίζοντά μας.

To παλλαϊκό προσκύνημα στην κηδεία της Βασίλισσας Ελισάβετ (φωτογραφία: apnews.com).

Το έλεγε τόσο ορθά ο Κωστής Παπαγιώργης: «Μόνο οι νεκροί δίνουν βάθος στις ψυχές των ζωντανών. Ενώ λοιπόν ο θάνατος είναι μια φριχτή κοινοτοπία -ο χαμός των άλλων εννοείται-, ο προσωπικός μας χαμός δεν μπορεί να φθαρεί από την επανάληψη διότι συμβαίνει μόνο μία φορά (και ουσιαστικά καμία). Ζούμε επειδή οι άλλοι πεθαίνουν όταν όμως έρχεται η στιγμή να ενταχθούμε κι εμείς στις αναρίθμητες σκιές των ”άλλων”, αρχίζουν οι διαμαρτυρίες».

Προσκυνάς το κιβούρι κάποιου διότι θέλεις να αποτρέψεις για λίγο το απευκταίο που όμως είναι αναπόδραστο. Είναι σαν να λες στον νεκρό, από προνομιούχα θέση, «ήμουν κι εγώ εκεί, στον θάνατό σου». Κι αν αυτό το λες σε έναν γνωστό, τότε, ευλόγως, η ενθύμηση, αλλά και η φυσική σου παρουσία στην κηδεία του, μεγεθύνει το εσωτερικό σου ανάστημα. Σε κάνει σημαντικό. Σου προσφέρει έναν μύθο να πορεύεσαι.

Γιατί να στερήσει κανείς από κάποιον αυτό το έρμα; Ποιο το κέρδος από μια τέτοια «απαγόρευση»; Προς τι ο ψόγος, όταν το προσωπικό «κέρδος» είναι σημαντικό και διόλου επικίνδυνο για το σύνολο της κοινωνίας;

«Αφίετε τα παιδία ελθείν προς εμέ», λέει ο καλός «ποιμένας» που περπατώντας αργά την απέναντι όχθη, αυτή που δεν έχει γυρισμό, μας προσφέρει μια απώτατη στιγμή εναγκαλισμού με ό,τι υπήρξε και πλέον δεν θα υπάρξει ξανά ποτέ.

 

Διαβάστε ακόμα: Ποιος ο λόγος να καγχάζεις για τον θάνατο της Ελισάβετ;

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top