Ο Χιου Γκραντ στην ταινία «Love Actually». Μοιάζει να ζητά φλεγματικώς, αλλά ειλικρινώς, συγγνώμη.

Στην καθημερινή ζωή, η συγγνώμη οφείλει να είναι τρέχον νόμισμα, ώστε να διευκολύνεται η συμβίωση. Η συγγνώμη αποτελεί το μίνιμουμ αβρότητας σε μια κοινωνία. Είτε έσπρωξες τον διπλανό σου στο μετρό είτε της πάτησες τον κάλο στο τανγκό είτε κατάλαβες λάθος σε μια συζήτηση είτε εκμεταλλεύτηκες προς όφελός σου μια κατάσταση, γράφοντας τον συνάδελφο.

Το να ζητάς συγχώρεση προϋποθέτει βέβαια ότι αναγνωρίζεις το λάθος σου, ότι για εσένα πλέον προέχει να προστατεύσεις τον Άλλο, κι όχι τον εαυτούλη σου. Σημαίνει ότι δεν θέλεις να διακόψεις μια σχέση κι αυτή η ειρηνοποιός προσέγγιση δεν συναντά εμπόδια. Ιδίως αν διαθέτεις παιδεία και αγωγή.

Διότι κακά τα ψέμματα συνήθως προτιμάμε να έχουμε δίκιο και να καταλογίζουμε στον Άλλο τα αίτια της μαλακίας που κάναμε: «Αυτός φταίει». Σαν τα παιδάκια που κάθε φορά λένε «Αυτός άρχισε πρώτος».

Όταν όμως καταφέρουμε να εκστομίσουμε τη «συγγνώμη», κάνουμε ένα βήμα πίσω σε σχέση με το ναρκισσισμό μας. Ναρκισσισμός που είναι πάντα αναίτιος και ανόητος. Ως νάρκισσος αρνείσαι να φανείς αδύναμος, να ταπεινωθείς. Πράγμα δύσκολο. Ναι, είναι κάποιες φορές αφόρητο να πρέπει να παραδεχτείς ότι ο Άλλος είναι πιο σημαντικός από τον εαυτούλη σου, να εγκαταλείψεις τη στάση του θύματος και να αναγνωρίσεις το σφάλμα σου. Αλλά πρέπει.

Για τις παρανοϊκές προσωπικότητες, πάντα φταίνε οι άλλοι κι εκείνοι είναι τα θύματα. Αντίθετα, οι καταθλιπτικοί το παρακάνουν με τη συγγνώμη.

Η αίτηση συγγνώμης είναι μια δράση σε δύο πράξεις. Η πρώτη είναι η παραδοχή: θέλεις να βρεις την εσωτερική γαλήνη, να κάνεις πέρα μια ενοχή. Η δεύτερη αφορά στον Άλλο, να πάρεις άφεση για την οδύνη που του προκάλεσες. Ένα κεκαλυμμένο αναγκαίο κακό.

Στο προτσές της συγχώρεσης, καλό είναι να εκφράσεις τη λύπη σου για το ολίσθημα, αλλά δίχως να υποχρεώνεις τον άλλο να την αποδεχτεί. Πολλοί είναι εκείνοι που δεν τα καταφέρνουν. Ιδίως οι παρανοϊκές προσωπικότητες, όπου για τα πάντα φταίνε οι άλλοι κι εκείνοι είναι τα θύματα. Αντίθετα, οι καταθλιπτικοί το παρακάνουν. Χρειάζεται μέτρο. Υπάρχουν κρίσεις που δεν μπορούν να αποφευχθούν.

Ωστόσο, η συγγνώμη διαθέτει το προσόν να αφοπλίζει. Ο θυμός ενίοτε εξατμίζεται, οι παρεξηγήσεις λύνονται. Μαζί, μειώνονται η αρτηριακή πίεση, η ταχυπαλμία και ομαλοποιείται η αναπνοή. Μπορεί να σε κάνει και συμπαθή, ιδίως σ’ ένα εργασιακό περιβάλλον. Να σου χαρίσει αξιοπιστία. Και να προσθέσει σε αυτοεκτίμηση.

Αλλά είπαμε, πρέπει να πείθει ότι είναι ειλικρινής. Ειδάλλως, πρόκειται για μερεμέτι. Και είναι σημαντικό να βρίσκεις την κατάλληλη στιγμή και τον κατάλληλο τρόπο να ζητάς «συγγνώμη». Καλύτερο είναι προφορικά ή γραπτά; Εξαρτάται από το εύρος της μαλακίας, τη συναίσθηση του σφάλματος και τις τύψεις.

Για τις καθημερινές συγκρούσεις, αρμόζει το διά στόματος. Αν είσαι σκοτωμένος με τον αδελφό σου επί δεκαετία, μια πρώτη επιστολή ενδείκνυται. Δίνει χρόνο για αναστοχασμό. Απαιτεί ωριμότητα. Επιτρέπει να γυρίσεις σελίδα.

Το κιτς, η χαμέρπεια, το ποταπό πάντα θα υπάρχουν, αλλά στην περίπτωση του Λιάγκα και της παρέας του υπερέβησαν τα εσκαμμένα.

Αν πάλι έχεις προσβάλει και κοροϊδέψει ελαφρά τη καρδία ένα αθώο άτομο στα καλά καθούμενα για την πλάκα σου και δημοσίως, δεν σε ξεπλένει ούτε το νερό του Ιορδάνη. Το έκανες και σφραγίστηκες. Δικαιολογία δεν έχει. Μαζί κι οι από πίσω. Πορεύσου με την αθλιότητα. Το χρέος δεν διαγράφεται. Το έγκλημα δεν παραγράφεται. Ποινικοποιείσαι τρόπον τινά. Ακόμα και επιχειρώντας να επανορθώσεις.

Τουλάχιστον προτίμησε να τονίσεις το «έφταιξα» αντί για το υποκριτικό «λυπάμαι αν…». Και δώσε μια κάποια επισημότητα στη δήλωση. Και πρέπει να το κάνεις άμεσα. Όσο καθυστερείς τόσο πιο δύσκολα γίνεται αποδεκτό. Η τέχνη της συγγνώμης είναι κάτι ντελικάτο, αλλά δεν περιμένει.

Δεν έχει να κάνει μόνο με τον Λιάγκα και τα συν αυτώ σούργελα. Παρένθεση: Το ατομάκι προτάθηκε για βουλευτής και είναι παντρεμένος μ’ ένα θαυμάσιο ζευγάρι πόδια. Ο Παπανώτας πώς τον λένε επιβιώνει χρόνια στην τηλεόραση και πρέπει να αναρωτηθείτε επ’ αυτού. Η Γκαγκάκη νομίζει ότι είναι η μεγαλύτερη ανακάλυψη σε γυναίκα μετά τη Nutella. Όσο για τα υπόλοιπα νούμερα, μη χαλάω σάλιο.

Όπως και νά ‘χει, αυτό το είδος πάνελ των πρωινάδικων έχει φάει τα ψωμιά του, πνέει τα λοίσθια. Το κιτς, η χαμέρπεια, το ποταπό πάντα θα υπάρχουν, αλλά εν προκειμένω υπερέβησαν τα εσκαμμένα συν ότι ξεπεράστηκαν. Προτείνω εσπευσμένη αποτέφρωση της εκπομπής στη Ριτσώνα.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο Γιώργος Κωνσταντινίδης προσεύχεται στα γυναικεία χείλη.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top