Φωτογραφία: Matthew_Tsimitak/Flickr

Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε πολλές εγκληματικές γκάφες στην περίπτωσή του γερμανού δημοσιογράφου Μίκαελ Μάρτενς… Φωτογραφία: Matthew_Tsimitak/Flickr

Η υπόθεση του γερμανού δημοσιογράφου της Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα δημοκρατίας, το οποίο φυσικά και δεν πρόκειται να μας σκοτίσει καλοκαιριάτικα. Ο δημοσιογράφος Μίκαελ Μάρτενς, έμπειρος σε βαλκανικά θέματα, είναι ανταποκριτής στην Κωνσταντινούπολη. Όντας παλιός γνώριμος στις ελληνικές υπηρεσίες για την αυστηρότητά του σχετικά με «ελληνικές θέσεις» στα λεγόμενα «εθνικά θέματα», θα έπρεπε να τύχει ειδικής προσοχής, ακόμα και ως «ύποπτος» για προκατάληψη… Δεν πας να κάνεις χοντρή ανοησία σε κάποιον που συχνά ασχολείται με τις πομπές της οικογένειάς σου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε πολλές εγκληματικές γκάφες στην περίπτωσή του. Κατέστη σαφές ότι ο δημοσιογράφος ρωτάει απλά πράγματα, για διασταυρωμένα γεγονότα ή δηλώσεις, που ο κ. Τσίπρας αρνείται ότι γνωρίζει ή έχει ξεστομίσει. Οπότε πιάνεται με τη γίδα στην πλάτη, εκτίθεται, θυμώνει, δυστροπεί και μετά κάνει αδιανόητα σε μια δυτική δημοκρατία πράγματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο δημοσιογράφος τα παίρνει στο κρανίο, γαϊδουρώνει επί προσωπικού και επανέρχεται χτες με προβεβλημένο δημοσίευμα στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας του. Εκεί διασύρει τον έλληνα ηγέτη, προκαλώντας του πολλαπλά ηθικά και αισθητικά κατάγματα, κάτι που ήδη είχε ξεκινήσει λίγες μέρες νωρίτερα, με τη δημοσιοποίηση της σχετικής ηλεκτρονικής αλληλογραφίας.

Θα περίμενε κανείς από τις δημοσιογραφικές οργανώσεις μας κάποια αντίδραση, αλλά μπορεί και να κάνουν διακοπές. Θα έπρεπε να βγουν και να υποστηρίξουν τον γερμανό συνάδελφο, επειδή μια είναι η δημοσιογραφία οικουμενικά.

Έχει εξαιρετικό ανθρωπολογικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι από χτες στην Ελλάδα τσακώνονται «αντιμνημονιακές» (χε,χε) εφημερίδες με άλλες «μνημονιακές» (χε,χε) εφημερίδες, γύρω από το εάν και πώς «προκαλεί» ή όχι ο γερμανός δημοσιογράφος. Στο διαδίκτυο κάποιοι προβληματίζονται αν ο Τσίπρας είπε «χρησιμοποιεί πολιτικά ορθές θέσεις» ή «δεν χρησιμοποιεί…». Σε κανέναν Έλληνα φαίνεται δεν κάνει κούκου το φινάλε του χτεσινού αφιερώματος της γερμανικής εφημερίδας. «Εάν ο Αλέξης Τσίπρας και οι άνθρωποί του αποκαλούν έναν δημοσιογράφο “ανήθικο”, επειδή τους φέρνει αντιμέτωπους με τις ίδιες τις δικές τους δηλώσεις, αυτό δεν λέει, τελικά, περισσότερα για τους ίδιους και τον πολιτισμό του δικού τους πολιτικού διαλόγου, από ό, τι για εκείνον ο οποίος παραθέτει τα λεγόμενά τους;»… Εδώ δηλαδή, όπου ακριβώς διασύρεται η Ελλάδα, λόγω της ανώριμης συμπεριφοράς ενός προβληματικού ηγέτη και του μηχανισμού του, ο οποίος μπορεί αύριο να κυβερνά τον τόπο.

Κανείς δεν βλέπει τη γελοιοποίηση του θεσμού του ηγέτη της ελληνικής Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, που αρνείται ότι έχει πει μια εξευτελιστική γι’ αυτόν αθλιότητα, τόσο διαδεδομένη στο διαδίκτυο, (στο χρονικό σημείο 15′.02”). Είναι στην κεντρική του προεκλογική ομιλία, 14-06-2012, όπου λέει ξεκάθαρα ότι Σαμαράς και Βενιζέλος «υπέστειλαν την ελληνική σημαία και την παρέδωσαν λάφυρο στην Άνγκελα Μέρκελ». Αυτό ακριβώς του επεσήμανε ο δημοσιογράφος και αυτό ακριβώς εκείνος αρνήθηκε («δεν θυμάμαι να έχω πει κάτι τέτοιο»)… Και στη συνέχεια εξακολουθεί να κάνει τον γερμανό και δεν βγαίνει να ζητήσει έστω μια συγνώμη, μόνο και μόνο για τα προσχήματα, για να γλιτώσει τον περαιτέρω εξευτελισμό… Φοβερή χοντρόπετση γελοιότητα, αντάξια του υπανάπτυκτου Ισλάμ της καθ’ ημάς δημοκρατίας, σε στυλ: δεν έχουμε ανάγκη να απαντήσουμε στους προκλητικούς ανθέλληνες…

Ο δημοσιογράφος, εξαιρετικά καλά προετοιμασμένος, ρωτώντας τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, αποδίδει στον ίδιο και στο κλίμα του εκφράσεις χυδαίες, ρατσιστικές και αντιπολιτικές, εν γένει άκρατα λαϊκιστικές. Όλοι εμείς ξέρουμε ότι πράγματι τις έχουν επανειλημμένα ξεστομίσει: Κουίσλινγκ, δωσίλογοι, Τσολάκογλου, κατοχές, μερκελιστές, υποστολές και λοιπές προοδευτικές δυνάμεις… Αλλά ο κ. Τσίπρας θυμώνει. Γιατί θυμώνει; Και γιατί ισχυρίζεται ότι αυτά τα λέει μόνο η «εθνικιστική δεξιά», από την οποία μάλιστα εξαιρεί τους ψεκασμένους συμμάχους του;…

Εδώ λογικά οι αναγνώστες μας, έχοντας αντίληψη του Ανεξυριζαυγιτισμού (βλ. τριλογία: «Ανεξυριζαυγιτισμός, το ανώτατο στάδιο του αντιμνημονισμού» , «Τσίπρας, ο καλύτερος πελάτης του Μιχαλολιάκου» και «Αριστερά vs Ανεξυριζαυγιτισμού») ξέρουν πλέον ότι αυτή η αντίδρασή του εμπεριέχει την ενοχή της ομολογίας. Ότι αυτός τα πρωτοείπε όλα αυτά, ως επικεφαλής του πλειοψηφικού εθνολαϊκισμού, πολύ πριν να φουντώσει η Χ.Α., την οποία άθελά του προμοτάρησε. Και ότι αυτός ο ίδιος αποτελεί μέρος του Ποικιλόχρου Ακροδεξιού Φαινομένου, κάτι για το οποίο βέβαια ντρέπεται, όταν σχεδόν του το επισημαίνει κατάμουτρα ένας ξένος δημοσιογράφος. Και που θέλει να το αποκρύψει προς τα έξω, όσο κι αν απολαμβάνει να το καμαρώνει εντός… Αλλά τιμωρείται ο κ. Τσίπρας, αφού τα περί υποστολής της σημαίας και παράδοσής της στη Μέρκελ από τον Σαμαρά, ατυχώς χάσκουν θριαμβευτικά στο Ίντερνετ και τόσο γελοιοποιείται διαψεύδοντάς τα…

Μια ακόμα πτυχή του μεγάλου εθνικού προβλήματος: Ο λαϊκισμός κάνει πρόγραμμα και όλα εμείς ανάλογα χορεύουμε τα αρκούδια.

Η ανακριτική βλαχοκουτοπονηριά «μήπως μιλήσατε με τον Παπαχελά;», «μήπως με άλλον δημοσιογράφο της ‘Καθημερινής’;», θα μείνει παροιμιώδης. Και θα είναι ένας πολύ σοβαρός λόγος για την κατάρρευση του διεθνούς μύθου που έχει διαμορφωθεί υπέρ του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ από κάποια τυχαία γεγονότα, όπως η συνάντηση με τον Ζίζεκ και η παρεπόμενη συμπάθεια της γαλλικής Λιμπερασιόν, κλπ. Άσχετα αν εδώ αυτό το ατύχημα του Προέδρου δεν πρόκειται να γίνει αντιληπτό. Γιατί για να μάθει ένας λαός κάτι, χρειάζονται δύο βασικές προϋποθέσεις. Πρώτον να θέλει να το μάθει και δεύτερον να μπορούν οι δημοσιογράφοι του να το εντοπίσουν και να θέλουν να του το πουν.

Η φαιδρή ανεξέλεγκτη ηγεσία μας ξεστομίζει αμετροεπώς διάφορες πιπεριές, που η συνδιαλλαγμένη δημοσιογραφία μας της «τις χαρίζει». Εκτός του καθ’ ημάς Ισλάμ, τέτοια δεν γίνονται… Φανταστείτε τον πλανητάρχη Τζωρτζ Μπους τζούνιορ, όταν δημοσιογράφοι τον ξεφτίλισαν μπροστά στις κάμερες, ρωτώντας τον πώς λέγεται ο Πρόεδρος του Πακιστάν και εκείνος δεν ήξερε… Τότε, μάλιστα, ο Πρόεδρος Μουσάραφ ήταν πρόσωπο κλειδί για την αμερικανική στρατηγική στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, στη μέση των πολέμων που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Ήταν αδιανόητο να μην ξέρει το όνομά του ο Αμερικανός Πρόεδρος. Και οι δημοσιογράφοι ένιωσαν υποχρέωση να δείξουν την προφανή γύμνια του Μπους. Αλλά και ο ίδιος ουδέποτε διανοήθηκε να διαμαρτυρηθεί στους αρχισυντάκτες τους ότι του θέτουν κακές ερωτήσεις και ότι είναι αγενείς…

Θα περίμενε κανείς από τις δημοσιογραφικές οργανώσεις μας κάποια αντίδραση, αλλά μπορεί και να κάνουν διακοπές. Θα έπρεπε να βγουν και να υποστηρίξουν τον γερμανό συνάδελφο, επειδή μια είναι η δημοσιογραφία οικουμενικά. Θα έπρεπε να μεμφθούν τον κ. Τσίπρα, λέγοντας ότι δεν υπάρχουν αγενείς ερωτήσεις, αλλά αγενείς απαντήσεις. Αν μια ερώτηση είναι άστοχη, και υπαινίσσεται αστήρικτα πράγματα, το κοινό θα απομονώσει τον δημοσιογράφο…

Όμως, σιωπούν όλοι αυτοί οι έλληνες ηγέτες-δημοσιογράφοι, κομματικοί φίλοι του κ. Τσίπρα, που έλεγαν, όταν ήρθε πέρσι η Μέρκελ, «μην κάνετε ρεπορτάζ για τη γερμανίδα». Άλλωστε το τι γράφει καθημερινά κατά των κακών ο «στόμας» της «Αυγής», την οποία ειρωνικά και ορθώς ο Μάρτενς αποκαλεί «κομματική», δεν λέγεται. Γιατί, η ελληνική δημοσιογραφία, είτε από μειωμένη αντιληπτικότητα, είτε επειδή είναι μαθημένη να δέχεται τέτοιες πιέσεις ως συναρθρωμένη με το ΕΝΙΑΙΟ πολιτικό σύστημα, αγνοεί το θηριώδες μέγεθος της γκάφας.

Αυτά είναι, εδώ αγγίζουμε δηλαδή τον πυρήνα του προβλήματος. Ότι κάθε κουτόφραγκος, τόσο ως λαός, όσο ως ηγεσία, αλλά και ως δημοσιογραφία, έχει μια ευγενή αντίληψη, που εμάς δεν μας αρέσει. Και συνίσταται στο ότι ο λαός απαιτεί την αλήθεια, ο ηγέτης ανταποκρίνεται και όταν αυτό δεν γίνεται, έρχεται ελεγκτικά η δημοσιογραφία και το διορθώνει. Ενώ εδώ, στην καθ’ ημάς δημοκρατία, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Εδώ, ο λαός τσιρίζει υπέρ της αλήθειας, ο ηγέτης χτυπάει τα χέρια στα τραπέζια και στο βήμα της Βουλής για το καλό του έθνους και οι δημοσιογράφοι μας είναι και απαυτώ τα παιδιά. Εν τούτοις, δυστυχώς έχουμε πενιχρά αποτελέσματα ως προς την παραγωγή αλήθειας.

Είναι αυτή μια ακόμα πτυχή του μεγάλου εθνικού προβλήματος που παίρνει μορφές πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές. Αλλά ποτέ δεν αντιμετωπίζεται, γιατί πάντοτε αποφεύγουμε να το ορίσουμε, να παραδεχτούμε την υπόστασή του: Ότι ο λαϊκισμός κάνει πρόγραμμα και όλα εμείς ανάλογα χορεύουμε τα αρκούδια. Είναι το υγρό σκότος, που συντηρείται κάτω από το πέπλο του ανορθολογισμού, όσο ο λαϊκισμός περιπαθώς προσπαθεί να διασώσει το στάτους κβο, την σήψη του έθνους.

Έτσι το σκάνδαλο Μάρτενς αποκάλυψε πόσο απαράδεκτα αλαζονικό και επηρμένο είναι το γιακωβίνικο πολιτικό μας σύστημα, στη βάση του δόγματος όλοι τρελοί εκτός από μένα. Πόσο απαράδεκτα εξοικειωμένη είναι με την αθλιότητα η κοινωνία μας και ο ίδιος ο λαός που είναι μαραζιάρης, αφού δεν αναστατώνεται με τέτοια σκάνδαλα. Και φυσικά η δημοσιογραφία μας, που ούτε μπορεί και ούτε θέλει να αντιληφθεί ότι η εξέλιξη της υπόθεσης Μάρτενς ήταν ένα σκάνδαλο – άγος, που την ντροπιάζει και την ταπεινώνει.

Ο Σακελλάρης Σκουμπουρδής είναι δημοσιογράφος.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top