Ένα από τα πιο δύσκολα ερωτήματα που αντιμετώπιζαν οι θεολόγοι το 18ο αιώνα ήταν το εξής: «Αν ο θεός είναι καλός, τότε πώς δικαιολογείται το κακό στον κόσμο;». Ο Leibniz είχε προσπαθήσει να απαντήσει λέγοντας ότι ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος δυνατός. Για να τον κοροϊδέψει, ο Βολταίρος έγραψε το Καντίντ. Την ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος πέρασε μέσα από τις χειρότερες καταστροφές, σεισμούς, πολέμους και κακουχίες, αλλά κατάφερνε πάντα να παραμείνει εμμονικά και αδικαιολόγητα αισιόδοξος. Ουσιαστικά, ένας ηλίθιος.
Η ιστορία του Καντίντ μου θυμίζει την Ελλάδα του 2016. Η χώρα μας καταφέρνει να έχει τα χειρότερα στοιχεία και του καπιταλισμού και του κομμουνισμού. Έχουμε το τεράστιο κράτος των χωρών του ανατολικού μπλοκ, με τη χειρότερη δυνατή παιδεία και υγεία. Ταυτόχρονα έχουμε τον πιο κυνικό καπιταλισμό, με εργοδότες που δεν μπαίνουν στον κόπο να πληρώσουν καν τους εργαζόμενούς τους και κανείς δεν μπορεί να τους κάνει τίποτα. Ενώ ταυτόχρονα, δεν απολαμβάνουμε κανένα όφελος από τον ανταγωνισμό των εταιρειών. Ακόμα και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι στη χώρα μας με το ύφος, τη βαριεστημάρα και την απέχθειά τους προς την εργασία είναι σαν δημόσιοι υπάλληλοι εν αναμονή.
Το μεγάλο λάθος που κάνουν οι ξένοι για την Ελλάδα, κυβερνήσεις, δανειστές, Τροϊκανοί και λοιποί είναι ότι νομίζουν ότι είμαστε μια κανονική χώρα. Δεν καταλαβαίνουν ότι η Ελλάδα είναι ένα τεράστιο σκηνικό. Μια απέραντη Τσινετσιτά. Και όλοι είμαστε κομπάρσοι. Παριστάνουμε ότι έχουμε Κράτος, παριστάνουμε ότι δουλεύουμε, αλλά όπως οι κομπάρσοι στο φόντο των ταινιών ανοιγοκλείνουν το στόμα τους χωρίς να μιλούν, έτσι κι εμείς παριστάνουμε αλλά δεν πράττουμε. Χτυπάμε σφραγίδες και επιστρέφουμε σπίτι κουρασμένοι. Θυμώνουμε που μας λένε ότι τεμπελιάζουμε, γιατί καθόμαστε στο γραφείο 10 με 12 ώρες το 24ωρο. Οι μέρες μας γεμίζουν, αλλά το αποτέλεσμα είναι πενιχρό. Όμως, αυτό δεν μας νοιάζει, γιατί το ρόλο μας τον επιτελέσαμε. Ο τροχονόμος περπάτησε όλη του την περιπολία. Μπροστά του βέβαια πέρασαν 10 οδηγοί με κόκκινο ή 15 παιδάκια στο μπροστινό κάθισμα χωρίς ζώνη κι εκείνος τους αγνόησε. Tη δουλειά του όμως την έκανε. Έτσι κάνουμε όλοι. Οι περισσότεροι.
Στο Ρινόκερο του Ιονέσκο συμβαίνει κάτι μυστηριώδες: Σιγά-σιγά όλοι οι άνθρωποι μιας πόλης μεταμορφώνονται σε ρινόκερο. Ωστόσο, οι εναπομείναντες άνθρωποι, αντί να προσπαθήσουν να βρουν μια λύση, αναλώνονται στο να διαφωνούν για το αν οι ρινόκεροι είναι ασιατικοί ή αφρικανικοί. Έτσι και οι Έλληνες. Τα χρόνια περνούν, ο κόσμος αλλάζει ερήμην μας, γίνεται πιο ανταγωνιστικός, πιο αμείλικτος, πιο δύσκολος κι εμείς συζητάμε ακόμα για τα μνημόνια. Όλοι επιχειρηματολογούν αν πρέπει να πάρουμε δανεικά με όρους ή να πάρουμε δανεικά χωρίς όρους και κανείς δεν λέει «γιατί να μη φτιάξουμε την Οικονομία της χώρας ώστε να μη χρειαζόμαστε δανεικά;».
Εδώ και έξι χρόνια βρισκόμαστε στο σημείο που στενεύει ο δρόμος και αντί να το αποδεχτούμε και να δώσουμε προτεραιότητα ο ένας στον άλλο πρακτικά και απλά, έχουμε κάτσει στη μέση και μαλώνουμε αυτοί που έρχονται από δεξιά και αυτοί που έρχονται από αριστερά για το αν είναι σωστό να στενεύει ο δρόμος. Κανείς δεν θέλει να αφήσει τον άλλο να περάσει, γιατί ζηλεύουμε ο ένας τον άλλον. Όλοι λέμε ή μαζί ή κανένας. Και στουμπώνουμε. Για πάντα.
Και μέσα στην πίεση της στασιμότητας κάποιοι ονειρεύονται να γυρίσουμε πίσω. Ο καθένας προς τη δική του, αγαπημένη κατεύθυνση. Κάποιοι θέλουν να γυρίσουμε στη δεκαετία του ’70, τότε που η Ελλάδα δεν είχε μετανάστες. (Αξίζει να θυμηθούμε εδώ ότι τότε στον τοίχο έγραφε «έξω οι βλάχοι από την Αθήνα», γιατί ο ρατσισμός πάνω απ’ όλα είναι παραλογισμός και οι πρώην ανεπιθύμητοι έχουν γίνει πλέον απαιτητικοί «γηγενείς»).
Κάποιοι άλλοι θέλουν να γυρίσουμε στη δεκαετία του ’80. Διοργανώνουν λοιπόν μαγικές τελετές που λέγονται πορείες, απεργίες και συγκεντρώσεις, οι οποίες είναι τόσο αποτελεσματικές όσο και ο χορός της βροχής. Και αν τη δεκαετία του ’80, όποιος κλάδος έβγαινε στο δρόμο έπαιρνε επιδόματα, οφείλεται στο ότι τότε υπήρχαν λεφτά. Τώρα όποιος κλάδος απεργεί (αλήθεια, συνδικαλιστές των συγκοινωνιών της Αθήνας, WTF θέλετε πια;) απλώς ταλαιπωρεί τους συμπολίτες του σαδιστικά. Είναι σαν να μάθαμε να κάνουμε το χορό της βροχής στο Λονδίνο και τώρα, στην έρημο να αναρωτιόμαστε γιατί η τελετή δεν δουλεύει.
Κάποιοι άλλοι θέλουν να γυρίσουμε στη δεκαετία του ’90 και τη δραχμή. Με τη λογική post hoc ergo propter hoc ό,τι πρόβλημα ακολούθησε χρονικά το Ευρώ οφείλεται σε αυτό. Η ΑΚΕΠ έχει γεμίσει την Αθήνα με αφίσες που λένε «με τη δραχμή αμέσως καλύτερα». Αφίσες με εισαγόμενο χαρτί, εισαγόμενο μελάνι και εισαγόμενη κόλλα. Καμιά φορά η ειρωνεία είναι τόσο λεπτή όσο το χαρτί μιας αφίσας.
Η Κυβέρνηση Τσίπρα θα πέσει σύντομα. Δεν χρειάζεται να είσαι μέντιουμ για να το καταλάβεις. Αναρωτιέμαι τα τελευταία χρόνια γιατί δεν βγήκε ένας πρωθυπουργός να πει εξ αρχής στον εαυτό του «θα πέσω ούτως ή άλλως σε δύο χρόνια. Γιατί να μην κάνω αυτό που πρέπει; Τι έχω να χάσω;». Τι πολιτικό κόστος έχεις να λάβεις υπ’ όψιν σου όταν είσαι καπετάνιος στον Τιτανικό;
Χρειάζεται ένας άνθρωπος που να καταλάβει ότι ούτως ή άλλως είναι πολιτικά αναλώσιμος, γιατί λοιπόν να μην μείνει στην ιστορία ως αυτός που σκέφτηκε την κοινωνία πριν από το κόμμα του; Ένας άνθρωπος που να πει για πρώτη φορά στον κόσμο ότι η ζωή δεν είναι reality show. Ότι η πολιτική δεν κρίνεται βάσει του entertainment value που προσφέρει. Να μας πει ότι η ιδεολογία είναι διανοητική αδυναμία και ότι πρέπει να κρίνεις προτάσεις και ανθρώπους βάσει λογικής και επιχειρημάτων κι όχι βάσει της ταμπέλας που κόλλησες στον καθένα. Και ότι αυτό είναι δύσκολο και θα είναι για πάντα δύσκολο, αλλά στη Δημοκρατία πρέπει να το κάνεις. Να μας πει επιτέλους ότι δεν υπάρχει τζάμπα χρήμα. Ότι όσο υπερήρωες κι αν ήταν οι πρόγονοί σου αυτό δεν το κληρονομείς ως τίτλο τιμής και ότι αξίζει να είσαι περήφανος μόνο για πράγματα που κατάφερες από μόνος σου. Να τολμήσει επιτέλους να αρθρώσει τη λέξη που όλοι φοβούνται να πουν και να ακούσουν: δουλειά. Τα πάντα θέλουν δουλειά.
Όμως, κάθε κυβέρνηση πατάει το εθνικό snooze button και μεταθέτει τις λύσεις για 5 λεπτά αργότερα. Είμαστε σε εθνική άρνηση. Μη γελιόμαστε, δεν υπάρχουν μνημονιακά ΜΜΕ. Ακόμα και τα «διαπλεκόμενα βοθροκάναλα» είναι αντιμνημονιακά. Για τα κλειστά επαγγέλματα στην Ελλάδα διάβασα για πρώτη φορά στους New York Times. Κανένα ελληνικό μέσο δεν τολμάει να τα θίξει. Κανείς δεν τολμά να μιλήσει για το πόσο δέσμιοι είμαστε ως χώρα στο πετρέλαιο και το λιγνίτη. Ακόμα και οι άνθρωποι που βλέπουν παντού συνωμοσίες αρνούνται να δουν την πιο χονδροειδή απ’ όλες: Πολιτικά κόμματα και Κράτος στην Ελλάδα είναι ένα scam που στόχο έχει να διατηρεί ένα minimum προσχημάτων, ώστε να τους δίνουμε τα λεφτά μας χωρίς να διαμαρτυρόμαστε.
Γι’ αυτό και όποτε διαμαρτυρόμαστε είναι για τους λάθος λόγους. Κανείς δεν κατέβηκε στο δρόμο για να αλλάξει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών ή για μεγαλύτερη διαφάνεια ή για ένα πραγματικό πόθεν έσχες. Ακόμα και οι πιο σκληροπυρηνικοί διαδηλωτές στη χώρα μας είναι μαριονέτες και η μόνη τους ουσιαστική αντίσταση είναι η άρνησή τους να αποδεχτούν το ότι είναι μαριονέτες.
Είμαστε όλοι υπνωτισμένοι και η μόνη επιλογή που έχουμε ως πολίτες είναι αν θα υπακούμε στη λέξη «έθνος» ή στη λέξη «λαός». Ανάλογα με την τοποθέτησή μας, αυτός που προφέρει μία από τις δύο μαγικές λέξεις κερδίζει αυτόματα την εμπιστοσύνη μας. Ακόμα και ο πιο φανερά φαύλος, ανίκανος ή αποτυχημένος. Και σαν κερασάκι στην εθνική μας σχιζοφρένεια, είμαστε η μόνη χώρα που έχει μαυριδερούς ρατσιστές.
Έτσι, η κυβέρνηση θα πέσει για τους πιο λάθος λόγους. Θα ψηφίσουμε πάλι τα πιο ψεκασμένα παρατράγουδα. Απατεώνες που παριστάνουν τους δισεκατομμυριούχους, ψεκασμένους εθνικιστές και «αντισυστημικούς αγωνιστές» που έχουν 15 αστυνομικούς προσωπική φρουρά. Μια ολόκληρη χώρα πέφτει και ξαναπέφτει θύμα του νιγηριανού πρίγκιπα των spam mail. Και είναι σε ένα βαθμό αναμενόμενο, αν σκεφτείς ότι μαθαίνουμε από μικροί στο σχολείο ότι ένας θαυματοποιός της εποχής του χαλκού περπατούσε στην επιφάνεια της θάλασσας. Άλλωστε κι εκείνος μας υποσχέθηκε «αμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα ταῦτα γένηται». Έχουμε μακραίωνη παράδοση στις αθετημένες υποσχέσεις.
Ο κόσμος, από την ατέλειωτη προπαγάνδα, έχει χάσει το κριτήριο για το τι είναι λαϊκό και τι αντιλαϊκό. Κανείς δεν καταλαβαίνει ότι η αναξιοκρατία είναι ένα βαθιά αντιλαϊκό καθεστώς. Η γραφειοκρατία είναι αντιλαϊκή. Ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα είναι βαθύτατα αντιλαϊκός. Ο ίδιος ο λαϊκισμός είναι αντιλαϊκός. Η καταστροφική πολιτική της κυβέρνησης ήταν ό,τι πιο αντιλαϊκό και ό,τι πιο «νεοφιλελεύθερο» έχει υποστεί η χώρα τα τελευταία 40 χρόνια. Αλλά, τα καταπίνουμε όλα με χαρά, γιατί μας αρέσει το περιτύλιγμα. Αν εξαιρέσουμε την πραγματικότητα, όλα πάνε καλά.
Ο Christopher Hitchens έλεγε για την Μητέρα Τερέζα ότι αγαπούσε τους φτωχούς στο βαθμό που ήθελε να τους κρατήσει φτωχούς και άρρωστους για πάντα. Το νοσοκομείο της δεν σε θεράπευε, αλλά προσευχόταν για εσένα και μετά σε πέθαινε. Κάτι τέτοιο κάνει και η κυβέρνηση Τσίπρα. Έχει φετιχοποιήσει τη φτώχεια και αντί να δώσει λύσεις και υποδομές που θα απεξαρτήσουν τους αδύναμους από την ελεημοσύνη της, τους τάζει ψίχουλα για να τους κρατάει εθισμένους στην εικονική καλοσύνη της. Και όπως η παιδεία διαλύεται συστηματικά, η χώρα μας σιγά-σιγά μετατρέπεται σε ένα εργοστάσιο ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ.
Άλλη μια χρονιά πέρασε. Ο κόσμος αλλάζει και εμείς επιμένουμε να είμαστε οι κατ’ επιλογήν αυτιστικοί κάτοικοι της κοσμάρας μας. Η κρίση δεν σταματάει γιατί κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να ανοίξει τα μάτια του και να δει τι φταίει. Με μάτια κλειστά, ψάχνουμε όλοι στη βαλίτσα της ιδεολογίας μας, βρίσκουμε κάτι παλιά, σκουριασμένα επιχειρήματα και τα πετάμε ο ένας στο άλλο, έτσι κουβέντα να γίνεται.
Συγχωρείστε με αν ακούγομαι απαισιόδοξος. Δεν είμαι. Αντιθέτως, είμαι εμμονικά και αδικαιολόγητα αισιόδοξος, με την απόλυτη επίγνωση του ότι είμαι σαν τον Καντίντ. Ουσιαστικά, ένας ηλίθιος.
Σημείωση: Ο αρθρογράφος παρακαλεί να μην σχολιάσετε, γιατί θα ήθελε να διατηρήσει την ελπίδα του για την ανθρωπότητα για λίγο ακόμα.
Διαβάστε ακόμα – Θοδωρής Τσεκούρας: Πώς να είσαι σωστός πατέρας όταν είσαι παιδί και ο ίδιος