1379751_734643953218121_420551872_n

«Ούτε εμένα μ’ αρέσει αυτό το κάτι-σαν-ποδόσφαιρο που παίζει η Εθνική. Δεν ξεχνώ όμως ότι μας έχει δώσει μερικές από τις κορυφαίες στιγμές συλλογικής μέθεξης που έχουμε ζήσει».

Μια χώρα στην οποία (περίπου) κανείς δεν ασχολείται με το τι μαθαίνουν τα παιδιά του στο σχολείο, αλλά του αρκεί να μπουν «στο Πανεπιστήμιο».

Μια χώρα στην οποία (περίπου) κανείς δεν νοιάζεται να βγάλει καλύτερα προϊόντα και στη συνέχεια να τα εξάγει σε όλον τον κόσμο, αλλά του αρκεί να πάρει την επιδότηση γι αυτά («όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», φυσικά).

Μια χώρα στην οποία (περίπου) κανείς δεν προβληματίζεται από το γεγονός ότι έξι στους δέκα δημοσίους υπαλλήλους (δηλώνουν πως) δεν μπορούν καν να συνδεθούν στο Ίντερνετ, αλλά τους αρκεί να βρίσκουν το μισθό τους στο ΑΤΜ.

Αυτή η ίδια χώρα γκρινιάζει επειδή η Εθνική εξασφάλισε μια θέση στα μπαράζ του Μουντιάλ, παίζοντας ποδόσφαιρο επιπέδου να μασάς και να φτύνεις.

Δεν είναι τυχαίο ότι εκτός από τη «δημοκρατία», τη «φιλοσοφία» και τη μισή ιατρική ορολογία, δανεισμένη από την ελληνική σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, είναι και η λέξη «υποκρισία» (κι όποιος περίμενε να σκάσει η υπόθεση της Χρυσής Αυγής για να το καταλάβει, κι αυτός… υποκρίνεται). Σε καμία άλλη χώρα και κουλτούρα του κόσμου δεν συναντά κανείς τέτοια αποθέωση του DHI- το αποτέλεσμα μετράει, τέτοια λατρεία (στην πράξη, όχι στο τι παραδεχόμαστε στα λόγια, εντάξει;) του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», τέτοιο πάθος ακόμα και για τον πιο πρόδηλα πέτσινο τίτλο.

«Θα δεχόμουν το «κάτι παραπάνω» μόνο από εκείνους που έχουν την ίδια απαίτηση για ομορφιά και στην πόλη, το σπίτι, την καθημερινότητά τους».

Παρ’ όλα αυτά, όμως, κάποιους –πολλούς– τους έπιασε τώρα με το ποδόσφαιρο ο πόνος. Και ζητούν από τον Σάντος, τον Καραγκούνη, τον Σαμαρά (τον Γιώργο, όχι τον Αντώνη) και τους υπόλοιπους να κάνουν εκείνο το οποίο σε κανέναν άλλον τομέα της ζωής τους δεν επιζητούν με την ίδια απαίτηση: να συνδυάσουν αποτέλεσμα με θέαμα, νίκη με καλές εμφανίσεις. Να είναι –κυριολεκτικά– πρώτοι και καλύτεροι. Αγνοώντας, προσπερνώντας ή λησμονώντας ότι, για παράδειγμα, και ο Ολυμπιακός την Καλλονή (σα να λέμε το… Λιχτενστάιν της ΣουπερΛίγκα) 1-0 την κέρδισε, πως ο ΠΑΟΚ υπέταξε τους προβατοσφάχτες της Σαχτάρ στις καθυστερήσεις (με ανατροπή και over, δάσκαλε) και πως το βασικό εξαγώγιμο ποδοσφαιρικό μας προϊόν ως χώρα είναι τα σέντερ μπακ και οι αμυντικοί χαφ.

Ομολογώ πως δεν γνωρίζω την ετυμολογία της λέξης «γκρίνια», καθόλου όμως δεν θα με εξέπληττε αν ήταν κι αυτή ελληνική…

«Δηλαδή εσένα σ’ αρέσει αυτό το κάτι-σαν-ποδόσφαιρο που παίζει η Εθνική;» ακούω στ’ αυτιά μου την ερώτηση. Προφανώς όχι. Αναγνωρίζω, όμως, τιμώ και εκτιμώ την αποτελεσματικότητά του. Πως παίζουμε με την ίδια ανθεκτικότητα, σφιχτοκωλιά και προσήλωση στο τσούκου-τσούκου είτε έχουμε απέναντί μας τη Λιθουανία είτε τη Ρωσία. Και ούτε ξεχνώ ότι το ίδιο αυτό, χελωνίσιο, στυλ μας έχει δώσει μερικές από τις κορυφαίες στιγμές συλλογικής μέθεξης που έχουμε ζήσει την τελευταία δεκαετία ως κοινωνία.

Προσωπικά, θα μπορούσα να δεχθώ την απαίτηση για το «κάτι παραπάνω» μόνο από εκείνους που έχουν την ίδια απαίτηση για ομορφιά και στην υπόλοιπη, εκτός γηπέδου, ζωή τους. Στην πόλη, στο σπίτι, την καθημερινότητά τους. Αλλά δύσκολα μπορώ να φανταστώ αρκετούς από αυτούς να ζουν σε μια από τις πιο άσχημες και περισσότερο υποτιμημένες από τους ίδιους τους κατοίκους τους πόλεις του κόσμου…

 

Ο Τάκης Τσιρτσώνης είναι δημοσιογράφος.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top