Στα γήπεδα της Ρωσίας, η Ουρουγουάη μοιάζει να είναι πιο ώριμη από ποτέ, καθώς Σουάρες και Καβάνι αποτελούν ένα από τα καλύτερα επιθετικά δίδυμα. (Φωτογραφία: Chris Brunskill Ltd / Getty Images / Ideal Image)

Παγκόσμιο Κύπελλο. Δύο λέξεις, εκατομμύρια όνειρα. Παικτών, προπονητών, φιλάθλων. Κάθε τέσσερα χρόνια η μεγαλύτερη ποδοσφαιρική ζωή υπερκαλύπτει για περίπου έναν μήνα την καθημερινότητα μας. Άλλωστε, το ποδόσφαιρο είναι το πιο σημαντικό, από όλα τα ασήμαντα στη ζωή μας.

Το Παγκόσμιο Κύπελλο από τότε που ο καθένας μας, ανάλογα με την ηλικία του, το θυμάται έχει συνδεθεί με μια ή περισσότερες ομάδες. Η (συνήθης) απουσία της Εθνικής Ελλάδας, με εξαίρεση τα Παγκόσμια Κύπελλα των ΗΠΑ το 1994, της Νότιας Αφρικής το 2010 και αυτό της Βραζιλίας το 2014, μας οδηγούσε όλους στο να ταυτιστούμε με κάποια άλλη Εθνική. Βραζιλία, Αργεντινή, Γερμανία, Αγγλία, Ισπανία και Ιταλία, είναι αυτές που έχουν προσελκύσει τη συμπάθεια των περισσότερων.

Η αλήθεια είναι ότι η εθνική που ο υπογράφων είχε κάνει «δική» του εδώ και πολλά χρόνια, δεν είναι σε αυτή τη διοργάνωση. Η Ιταλία έμεινε σπίτι της και για πρώτη φορά μετά από 60 χρόνια η πιο βαριά ευρωπαϊκή φανέλα θα μείνει διπλωμένη στην ντουλάπα.

Η λάμψη του Μέσι στην Αργεντινή και του Νεϋμάρ στη Βραζιλία, η ποδοσφαιρική μηχανή της Γερμανίας, το ρόστερ-φαρμάκι της Γαλλίας, αποτελούν μαγνήτες για να τις υποστηρίξει κάποιος σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο.

Ο Σέρχιο Μαρκαριάν είχε πει κάποτε, ότι η Ουρουγουάη είναι ένα μικρό ποδοσφαιρικό θαύμα, καθώς δεν είναι εύκολο μια τόσο μικρή χώρα να μπορεί να κοιτά στα μάτια υπερδυνάμεις, όμως η Βραζιλία και η Αργεντινή.

Πίσω όμως από την πρώτη γραμμή των φαβορί, υπάρχουν και άλλες εθνικές ομάδες. Λιγότερο φανταχτερές, αλλά με όμορφες ιστορίες που τις έχουν τοποθετήσει ψηλά στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο μια τέτοια ομάδα, που αξίζει όχι μόνο τη δική μου συμπάθεια, είναι η Ουρουγουάη.

Η Σελέστε είναι ίσως η πιο παρεξηγημένη εθνική ομάδα. Όλοι αναφέρουν μόνο το σκληρό και πολλές φορές -αλήθεια είναι- αντιαθλητικό παιχνίδι της, αλλά η Ουρουγουάη δεν είναι μόνο κλωτσιές και αποβολές, με πιο χαρακτηριστική βέβαια αυτή του Χοσέ Μπατίστα στα 53” στον αγώνα με την Σκοτία στο Παγκόσμιο του 1986 στο Μεξικό.


Η πιο γρήγορη αποβολή στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου από τον Χοσέ Μπατίστα.


Γυρνώντας, όμως, τον χρόνο πίσω, θα δει κάποιος ότι έχει στην κατοχή της δύο κούπες, την πρώτη το 1930, αλλά και αυτή του 1950. Και αν η αρχή έγινε στα δικά της εδάφη, είκοσι χρόνια μετά η Ουρουγουάη πανηγύρισε το τρόπαιο μέσα στην Βραζιλία που στον τελικό βολευόταν (βάση του συστήματος που ίσχυε) και με την ισοπαλία. Όμως αν και βρέθηκε πίσω στο σκορ η Σελέστε νίκησε με 2-1 και έκανε 173.850 Βραζιλιάνους που ήταν στις εξέδρες του Μαρακανά και άλλα τόσα εκατομμύρια, να πηδούν από τα μπαλκόνια.

Η Ουρουγουάη έμεινε αήττητη σε αγώνες Παγκόσμιου Κυπέλλου μέχρι το ’54, όπου λύγισε στους ημιτελικούς από την μεγάλη Ουγγαρία. Το 1970 έφτασε στους ημιτελικούς κι από εκεί και πέρα ξεκίνησε η παρακμή. Παρόλα αυτά για μια χώρα με μόλις 3,4 εκατομμυρίων κατοίκων, εκεί ανάμεσα στη Βραζιλία και την Αργεντινή των εκατοντάδων δεκάδων εκατομμυρίων, η «εξαγωγή» ποδοσφαιριστών στην Ευρώπη συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό.

Όπως συνηθίζουν να λένε στο Μοντεβιδέο, «οι περισσότερες χώρες έχουν την ιστορία τους, εμείς έχουμε το ποδόσφαιρο».

Κάποτε ο Σέρχιο Μαρκαριάν, έχοντας προέρθει στη χώρα μας ως προπονητής του Ιωνικού, είχε πει σε μια συνέντευξή του, ότι η Ουρουγουάη είναι ένα μικρό ποδοσφαιρικό θαύμα, καθώς δεν είναι εύκολο μια τόσο μικρή χώρα να μπορεί να κοιτά στα μάτια υπερδυνάμεις, όμως η Βραζιλία και η Αργεντινή.

Η δήλωσή του αυτή μπορεί να φαίνεται υπερβολική αλλά δεν είναι, καθώς αντικατοπτρίζεται με τον καλύτερο τρόπο στο ρόστερ που επέλεξε ο Οσκαρ Ταμπάρες για την Ρωσία, αλλά και στο ότι στα προκριματικά της Λατινικής Αμερικής, η Σελέστε τερμάτισε 2η, πίσω από την Βραζιλία.

16 Ιουλίου 1950: ο Αλσίδες Γκίτζια κάνει το 2-1 επί της Βραζιλίας στο 79′ και χαρίζει στην Ουρουγουάη το δεύτερο -και τελευταίο έως σήμερα- Παγκόσμιο Κύπελλο. (Φωτογραφία: Fototeca Gilardi / Getty Images / Ideal Image)

Στα γήπεδα της Ρωσίας, η Ουρουγουάη μοιάζει να είναι πιο ώριμη από ποτέ. Ο Σουάρες σταμάτησε να δαγκώνει και αποτελεί με τον Καβάνι ένα από τα καλύτερα επιθετικά δίδυμα, ενώ στην άμυνα και στην μεσαία γραμμή ποντάρει επίσης σε παίκτες που βγάζουν το ψωμί τους σε μεγάλα κλαμπ της Ευρώπης, όπως ο Γοδίν (Ατλέτικο Μαδρίτης), Κοάτες (Σπόρτινγκ Λισαβόνας), Χιμένες (Ατλέτικο Μαδρίτης), Μάξι Περέιρα (Πόρτο), Κάσερες (Λάτσιο), Μπετανκούρ (Γιουβέντους) κ.α.

Στον πάγκο της, για τελευταία φορά, ίσως μια από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του φετινού Παγκοσμίου Κυπέλλου, ο Οσκαρ Ταμπάρες. Ο «δάσκαλος» επέστρεψε στο τιμόνι της Ουρουγουάης το 2006 και παραμένει μέχρι σήμερα. Το 1990 οδήγησε την Ουρουγουάη στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας, ενώ με την επιστροφή μετρά άλλες δύο συμμετοχές (2010 και 2014), ενώ το 2011, κατέκτησε το Κόπα Αμέρικα.

Έχοντας κλείσει 71 χρόνια ζωής ο Οσκαρ Ταμπάρες, δίνει παράλληλα με το ποδόσφαιρο μια δική του προσωπική μάχη, καθώς εδώ και μερικά χρόνια έχει διαγνωσθεί με το σπάνιο σύνδρομο Guillain-Barré, ένα σπάνιο νευρολογικό νόσημα στο οποίο το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται εναντίον των νεύρων, με αποτέλεσμα ο ασθενής να παρουσιάζει παράλυση και μούδιασμα – συνήθως στα χέρια και τα πόδια.

Παρόλα αυτά, αν και πολλές φορές προπονεί την ομάδα του χρησιμοποιώντας αναπηρικό αμαξίδιο, συνεχίζει να λέει πως όσο το μυαλό του δουλεύει κανονικά, δεν πρόκειται να τα παρατήσει. Παραδέχεται ότι η Ουρουγουάη είναι μια μικρή χώρα με λίγους παίκτες, παρόλα αυτά προσθέτει πως διαθέτει μια από τις σημαντικότερες ποδοσφαιρικές κουλτούρες στον κόσμο και μάλλον έχει δίκιο. Όπως άλλωστε συνηθίζουν να λένε στο Μοντεβιδέο, «οι περισσότερες χώρες έχουν την ιστορία τους, εμείς έχουμε το ποδόσφαιρο».

//Ο Κώστας Κουκουλάς είναι δημοσιογράφος στην ΕΡΑ Σπορ.

 

Διαβάστε ακόμα: Το αέρινο ποδοσφαιρικό στυλ του Mohamed Salah

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top