2014-Japan-Tokyo-City-Lights

Στην πόλη, από την ώρα που το ξυπνητήρι ανάβει το ραδιόφωνο, υπάρχουν ελάχιστες στιγμές όπου δεν γίνεται χαλασμός Κυρίου.

Το καλοκαίρι, μπρος από το σπίτι πέρασαν μόνο μια γριά, μια γάτα, μια κότα κι ένα κίτρινο ταξί. Η κότα έκανε «κοτ, κοτ». Η γάτα, χωρίς να πει κουβέντα, την έπεσε στην κότα, κι έτσι μειώθηκε ο θόρυβος. Δυστυχώς, δεν την έπεσε στη γριά. Το ταξί ήθελε σέρβις. Προχωρούσε κι έκανε «κιτρ, κιτρ». Στο τέλος, έπεσε πάνω σ’ ένα στύλο. Ο οδηγός κατέβηκε και συνέχισε με τα πόδια. Δυστυχώς, από το στύλο έπεσε η λάμπα κι έκανε «κρατς». Εφιαλτική μέρα. Μετά, έκανε σκοτάδι. Δεν το είδα, αλλά το άκουσα.

Αποφάσισα να συζητήσω το θέμα με τον Τρύφωνα. «Συκιές; Ποιες συκιές; Τέτοια εποχή συκιές;» – Όχι συκιές, Τρύφωνα! Την ψυχή θα μου βγάλεις! Για τις στριγκλιές της Αθήνας, μιλάω. «Α, για τις αθηναϊκές βραδιές» – Ακριβώς, για βραδιές, καταραμένε. Παράδειγμα, η Σειρήνα του Μαγαζιού (Sirena terribilis) που αλαλάζει ως τα χαράματα, οπότε ο ιδιοκτήτης της, επιστρέφοντας στον τόπο του εγκλήματος, την ξανακοιμίζει, βαρώντας τη με το στειλιάρι.

Σε σύγκριση με άλλους κλασικούς νυχτερινούς θορύβους (μπουκάλια σε σκουπιδοτενεκέ, μοτοσικλέτα που διασχίζει το δρόμο με επιμελώς χαλασμένη εξάτμιση), ο απορυθμισμένος συναγερμός έχει το ίδιο πλεονέκτημα με το Φυλακισμένο-στο-Μπαλκόνι-Σκύλο και τους τρεις επιφανείς (κομπρεσέρ, Black&Decker, ραδιοτηλεόραση): τη διάρκεια. Κόφτε το, μάγκες. Basta. Please. Σταματήστε να βάζετε συναγερμούς-ροκάνες σε αμάξια-λατέρνες και κλειδαριές-τρομπέτες σε πόρτες-κορνέτες.

Σιγά τώρα μην κάτσουν ν’ ασχοληθούν οι μπάτσοι με την κοινή ησυχία. Εδώ σου αδειάζουν το σπίτι και σηκώνουν αδιάφορα τους ώμους. Χώρια ότι θα πρέπει πρώτα ν’ ακούσουν. Δηλαδή, το ουά-ουά των σειρήνων να μην επικαλύπτει διόλου το ουίν-ουίν των περιπολικών με τους διπλούς γυροφάρους που θυμίζουν χριστουγεννιάτικες γιρλάντες. Είναι περήφανη η Αστυνομία μας για τις καρότσες της ήχος και φως!

Δεν έχουν, βέβαια, τη μουσικότητα των αποδραστικών ελικοπτέρων, αλλά όσο νά ‘ναι! Καθότι, πρώτον, και πολύ Αμέρικα, δικέ μου. Δεύτερον, στριγκλίζει. Πράγμα που σε ξεχωρίζει απ’ το ασθενοφόρο που κουδουνίζει και το πυροσβεστικό που τσιρίζει, δίχως να μιλάμε (χωρίς ν’ ακουγόμαστε) για τον εξυπνάκια με τη μουσική κόρνα που παιανίζει ούτε για τον χιουμορίστα με το ringtone στο κινητό την Εύη Θώδη.

Μιλάμε για ειδική πανίδα, πολύ γνωστή σ’ όλους τους παροικούντες κατά μήκος του περίφημου άξονα των νοσοκομείων (Ευαγγελισμός-Υγεία-ΚΑΤ, η καρδιά της πόλης). Αν συμπεριλάβουμε το χαμό της Ομόνοιας και τις διαδηλώσεις του Συντάγματος, έχεις το Τρίγωνο των Βερμούδων. Λαμβανομένης δε υπ’ όψιν της υπάρξεως των πολυγώνων του μικρού και του μεγάλου δακτυλίου, δεν είναι ν’ απορείς που το Λεκανοπέδιο μοιάζει με Καιάδα.

Οι άνθρωποι αρνούνται πια ν’ ακούσουν την εσωτερική τους σιωπή. Μπήκατε ποτέ σε ηχομονωμένο δωμάτιο (5 dB); Ακούς το αίμα να κυκλοφορεί στον εσωτερικό δακτύλιο. Δεν πρέπει ποτέ να πολυαφουγκράζεσαι τον εαυτό σου.

Ο θόρυβος είναι της μόδας. Οποιοσδήποτε θόρυβος. Κάθε συνοικία, για παράδειγμα έχει τον δικό της κύριο Φασαρία. Όταν κάτι συνοδεύεται από το «κύριος», σημαίνει ότι το κάτι έγινε κάποιος. Προς τιμήν του κυρίου Φασαρία, καθιερώθηκαν νέα έθιμα στα εντός και εκτός σχεδίου πόλεως. Τα σκιάχτρα των αγρών αντικαταστάθηκαν από εκκωφαντικές εκρήξεις ανά δεκάλεπτο. Το ίδιο και οι τράπεζες. Αντίθετα, το λεπτό σιγής περιορίστηκε αυστηρά στα 30’’.

Η σιωπή έγινε ανυπόφορη. Παράδειγμα, το Μέγαρο. Με την ευκαιρία κάθε παύσης, το κοινό αρχίζει ασύστολα να βήχει, καθαρά για λόγους ευχαρίστησης. Οι άνθρωποι αρνούνται πια ν’ ακούσουν την εσωτερική τους σιωπή. Μπήκατε ποτέ σε ηχομονωμένο δωμάτιο (5 dB); Σε πιάνει υπαρξιακό άγχος. Ακούς το αίμα να κυκλοφορεί στον εσωτερικό δακτύλιο. Δεν πρέπει ποτέ να πολυαφουγκράζεσαι τον εαυτό σου.

Αυτό το ξέρουν καλά τα μπαρ-εστιατόρια. Γι’ αυτό και οι τιμές τους είναι εξωφρενικές: δεν πληρώνεις μόνο το φαϊ που έφαγες, αλλά και τη βαβούρα που έφαγες. Το απαιτεί η μοντέρνα ευζωία. Το αφτί παίρνει τη ρεβάνς από το μάτι. Όλο το κόλπο είναι ότι το αφτί δεν διαθέτει βλέφαρο. Αναπηρία που διέπει την οξύτερή μας αίσθηση, πολύ μεγαλύτερης ισχύος και ακριβείας από την όραση σε όλα τα ανθρώπινα όντα εκτός από μένα, όπου και οι δύο είναι επιεικώς χάλια.

Ποια η διαφορά μεταξύ ενός ήχου κι ενός θορύβου; Ο ήχος είναι ο θόρυβος που κάνουμε εμείς. Ο θόρυβος είναι ο ήχος που κάνουνε οι άλλοι. Τα άτομα με προβλήματα ακοής όλο και αυξάνονται. Χωρίς νά ‘ναι αναγκαστικά άνεργοι. Οι νεόκουφοι δεν έχουν πέσει θύματα των παλιών βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, όπως η χαλκουργία, η τυπογραφία και ο παρατεταμένος αυνανισμός χωρίς ιατρική γνωμάτευση. Έχουν πέσει θύματα της καθημερινής ηχορύπανσης.

Στο κλαμπ, ο πιτσιρικάς που εκτίθεται για μια μόνο νύχτα σ’ ένα συνεχή θόρυβο της τάξης των 110 dB μπορεί να χάσει μονομιάς ως και 40 dB ακουστικής ικανότητας. Ο Χρήστος Καρράς θα σας το επιβεβαιώσει. Αρκεί να του θέσετε το θέμα γραπτώς. Και για να υπάρχουν κάποια σημεία αναφοράς: άνεμος που περνάει μέσα από τα φυλλώματα 15 dB. Συζήτηση 55 dB (Εξαιρείται το κυβερνητικό σχήμα: 0 dB). Πολυσύχναστοι δρόμοι 70 dB. Κατώφλι πόνου 120 dB. Έτσι, κάποια στιγμή μάθαμε ότι έχουν τοποθετηθεί αντιθορυβικά πετάσματα στην Αττική οδό και κουφαθήκαμε.

Ο θόρυβος είναι η αδυναμία επιλογής. Το αποκορύφωμα είναι στην παραλία το καλοκαίρι, όταν ο Μικρός Γύφτος που το παίζει ενσάρκωση του Μεγάλου Μαύρου συνθλίβει όλους τους άλλους ήχους με το ραδιοκασετόφωνο που κουβαλάει, όπως ο Οβελίξ το μενίρ του – και για λόγους εξίσου μυστηριώδεις. Δυστυχώς, όμως, είναι νόμος της Δύσης οι μπάσταρδοι νά ‘χουν αδέρφια.

Πάρτε παράδειγμα τους μηχανόβιους: Ένας διαδεδομένος μύθος τους περιγράφει ως cool και συμπαθείς, ενώ τους οδηγούς αυτοκινήτων ως ασυνείδητα κτήνη. Στην πραγματικότητα, ένας κρετίνος σε δυο ρόδες δεν είναι το μισό του ηλίθιου. Και το λέω αυτό για τους μανιακούς μηχανόβιους που δεν τους φτάνει που καβαλάνε τα πεζοδρόμια, ενώ υπάρχουν πεζόδρομοι πρόσφοροι για κάτι τέτοιο, αλλά έχουν μετατρέψει και το μηχάνημα σε πλανόδια ντίσκο. Δεν είμαι ιδιαίτερα πολεμοχαρής τύπος, αλλά στον επόμενο θα σβουρίξω τέτοιες ανάποδες που θ’ αποκτήσει και φωτορυθμικό. Όχι ότι οι αυτοκινητιστές είναι καλύτεροι, καθώς κυκλοφορούν μεγαλοπρεπώς και υπερηφάνως, όλα τα παράθυρα ανοιχτά, ιδίως ανάμεσα στ’ αφτιά.

Οι νεόκουφοι δεν έχουν πέσει θύματα των παλιών βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, όπως η χαλκουργία, η τυπογραφία και ο παρατεταμένος αυνανισμός χωρίς ιατρική γνωμάτευση. Έχουν πέσει θύματα της καθημερινής ηχορύπανσης.

Στην πόλη, από την ώρα που το ξυπνητήρι ανάβει το ραδιόφωνο, υπάρχουν ελάχιστες στιγμές όπου δεν γίνεται χαλασμός Κυρίου. Οι ανελκυστήρες σφυρίζουν, τα prisunic τερετίζουν, στο ακουστικό σου αναμένεις με Μιχάλη Χατζηγιάννη (στην περίπτωση επιλογής κλασικής μουσικής, η μαγνητοταινία είναι χαλασμένη). Τα ραδιοταξί βουίζουν και κροταλίζουν: «Κηφισίας 247 – μπζιιτ – Λεωφ. Αλεξάνδρας 52 – κραντς – Πανεπιστημίου 81 – γκζιιτ». Ακόμα κι οι μηχανές αρχίζουν να μιλάνε. Υπάρχουν ραπτομηχανές καλλίγραμμα λάλες και κουζίνες που σε πληροφορούν ότι καίγεσαι.

10687244_774742149230573_3454867016884453581_o

Το 1962 ο Walter Molino οραματίστηκε αυτή τη λύση για τη βαβούρα. Και για το κυκλοφοριακό…

Οδηγούμαστε προς ένα σύμπαν γενικευμένης ατμοσφαιρικής μουσικής. Ένας γλυκός Μεγάλος Αδελφός δεν θέλει πια να μένουμε μόνοι με τον εαυτό μας. Ο ορυμαγδός είναι της μόδας. Ωστόσο, όχι για πολύ. Οι προχωρημένοι το κατάλαβαν και αλλάζουν στρατηγική. Ζήτω οι διακριτικοί παλμοί. Relax. Οι μηχανικοί θόρυβοι (προσομοιώσεις των κινήσεων του σώματος) υποκαθίστανται από τους ηλεκτρονικούς ήχους (μεταφορές της εγκεφαλικής δραστηριότητας).

Το άνοιγμα μιας πόρτας με κλειδί προκαλεί μια ασυνεχή σειρά χαρακτηριστικών ήχων. Με τη μαγνητική κάρτα, μόλις και μετά βίας ακούγεται ένα θρόισμα. Μπείτε σε μια μπουτίκ, σ’ ένα γραφείο. Τιπεπάπ. Μπιπεντίπ. Ο ήχος-ντιζάιν. Τιτατά. Ίσως μια μέρα μόνον αυτό να υπάρχει. Αυτή η χαλαρωτική μουσικότητα. Πιποπάπ. Η ηχητική άνεση. Το χλιαρό λουτρό στα 50 dB. Οι πόρτες των αεροδρομίων δεν βροντάνε, σφυρίζουν. Πσσχά.

Σιγά σιγά, γεμίζουμε χαμηλόφωνα και σιγαστήρες. Ποιο θά ‘ναι το αποτέλεσμα; Η ενσωμάτωση. Δηλαδή ό,τι κάνει κι ο σημερινός θόρυβος, αλλά για χωριστές παρέες. Ρωτήστε τους κοινωνιολόγους του ήχου (είναι κοινωνιολόγοι σαν τους άλλους, αλλά εφοδιασμένοι με ακουστικά). Θα σας πουν ότι ο σαματάς ενός κλαμπ ορθώνει ένα ηχητικό τείχος μεταξύ των θαμώνων και του κόσμου των ενηλίκων.

Είναι ένα είδος συλλογικού MP3. Στο εσωτερικό του οποίου οι συμπεριφορές απλοποιούνται. Δεν μπορείς να μιλήσεις, άρα ν’ αγαπήσεις ή να καβγαδίσεις. Το πανδαιμόνιο χωρίζει τα άτομα, αλλά ενοποιεί τις συμπεριφορές. Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και με τη νέα υπόκωφη οχλαγωγία. Μπαίνετε σ’ ένα αεροδρόμιο και νιώθετε αμέσως διαφορετικός απ’ τους απ’ έξω. Είστε ήδη αφορολόγητος.

Η διαφορά με τους βίαιους ήχους είναι ότι η μουσικούλα του μοντέρνου θορύβου διαχέεται δίχως κανενός να περνάει απ’ το μυαλό να διαμαρτυρηθεί. Εισχωρεί παντού, όπως η άμμος στο μπανιερό σας. Πού θα πάει το πράγμα; Δεν έχω ιδέα. Μπείτε, όμως, σ’ ένα κατάστημα που πουλάει ηλεκτρονικές συσκευές. Και μετά σε μια εκκλησία. Η εκκλησία μοιάζει μπαχαλώδης μπροστά σ’ αυτούς τους κήπους ζεν. Αυτό και μόνο δείχνει πού κατοικούν οι νέοι θεοί των νεόκουφων. Ε; Μπιντεντίπ-τιπ-τιπ. Τι; Λέω ότι ήγγικεν η βασιλεία των ψηφιακών. Πώς; Πιουγκ, πιουγκ…

Διαβάστε ακόμα: Οι ερωτικοί καβγάδες και το σωληνάριο της οδοντόκρεμας.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top