Δεν λέγεται η χαρά μου που την επόμενη Τετάρτη ο Δήμος Αγίας Παρασκευής αποφασίζει την αγορά της Βίλας του Αλέξανδρου Ιόλα. Είναι ιστορική νομοτέλεια για τον Δήμο η απόκτηση της βίλας.
Θυμάμαι τον ίδιο να μου λέει: «Οι φορές που ερχόμουν σποραδικά στην Ελλάδα, μου είχε πει η αδερφή μου Νίκη, η οποία ζούσε ήδη εδώ παντρεμένη με τον πτέραρχο Ποταμιάνο, “πρέπει να πάρεις οπωσδήποτε και εσύ ένα σπίτι”. Με πήγαιναν στην Κηφισιά, στην Εκάλη, στο Ψυχικό, στην Αιξωνή, στη Γλυφάδα και σε διάφορα άλλα κοσμικά σημεία μέσα και έξω από την Αθήνα που τα έβρισκα επαρχιακά και απαίσια.
Μια μέρα πηγαίναμε με τον οδηγό μου στον Σταυρό, καλεσμένοι στην έπαυλη του Λεβίδη. Και είδα στην Αγία Παρασκευή, τα αμπέλια να ξανθαίνουν το χώμα της Αττικής, τις γαλάζιες γραμμές των βουνών στο βάθος, μερικά μοναχικά πεύκα που μύριζαν ρετσίνι μέσα στο κατακαλόκαιρο. Εδώ, λέω. Εδώ θέλω να φτιάξω το σπίτι μου. Εδώ θέλω να στεγάσω τα όνειρα μου. Εδώ. Να βλέπω τον Υμηττό και την Πάρνηθα. Να αναπνέω αυτό το αναζωογονητικό οξυγόνο. Εδώ.
Αγόρασα μια ανεκμετάλλευτη έκταση 25 στρεμμάτων προς μεγάλη κατάπληξη όλων, από έναν κτηματία που τον έλεγαν Βρεττό.
Όταν αποφάσισα να χτίσω το σπίτι μου, μου σύστησαν τον Δημήτρη Πικιώνη ως τον καλύτερο αρχιτέκτονα της εποχής. Όταν τον γνώρισα όμως, άρχισε να μου λέει κάτι για “Μακεδονίτικη Αρχιτεκτονική” και για “χαγιάτια” που μου ήταν ακατανόητα. Παρ’ όλα αυτά, του ανέθεσα το σπίτι καθώς και τα πλακόστρωτα στους εξωτερικούς χώρους…».
Έτσι, παρόλο που έβαλαν και άλλοι αρχιτέκτονες το χέρι τους μετά, μπορεί κανείς να πει πως το πολυσυζητημένο ανάκτορο της Αγίας Παρασκευής έγινε από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Ιόλα. Γι’ αυτό κι αν το κοιτάξει κανείς προσεκτικά θα δει ότι έχει όλες τις ιδιορρυθμίες και τις αντιφάσεις του.
Με εξαίρεση την είσοδό του. Με δυο κολόνες φερμένες από τη Ραβέννα, να πλαισιώνουν τις επίχρυσες σκαλιστές πόρτες με τους Κενταύρους και το αστρικό σύμβολο του οικοδεσπότη του. Τον Άρη. Σκαλισμένες από Υδραίο ζωγράφο-σύμβολο, τον Γιάννη Καρδαμάτη.
Και οι θαυμάσιοι πλακόστρωτοι κήποι του… Μια φυσική σύνθεση από ελαιόδεντρα, πικροδάφνες και κυπαρίσσια που τη διακόπτουν μωβ και ολόλευκες τριανταφυλλιές. Και υπέροχες λευκές επιτύμβιες πλάκες καθώς και υστεροβυζαντινές και υστεροελληνικές κολώνες με προτομές και ανάμεσά τους αρχαία αγάλματα.
Όταν τον έβλεπα να κυκλοφορεί σ’ αυτόν τον κήπο παίζοντας πότε με τη σκυλίτσα του τη Φρύνη, πότε υποδεχόμενος τους υψηλούς προσκεκλημένους του -που είχαν πάντοτε εντυπωσιακό ντεκόρ ολόλευκα αναμμένα κεριά σε κηροπήγια, άλλοτε πελώριες πεταλούδες του Νταλί και άλλοτε παλιά κρύσταλλα στολισμένα ανάμεσα σε τοπάζια- δεν πίστευα στ’ αλήθεια πως αγαπούσε τόσο τον τόπο αυτόν και ειδικότερα την Αγία Παρασκευή αυτός ο παράξενος Αλεξανδρινός, ο ακούραστος κοσμοπολίτης, ο οποίος έπαιρνε το αεροπλάνο για να πάει σε ένα πάρτι για ένα βράδυ μόνο στο Παρίσι ή στη Νέα Υόρκη.
Και ο οποίος ζήτησε όταν πεθάνει να καεί και η τέφρα του να κάνει την ίδια διαδρομή για να μείνει πάντα στην Ελλάδα. Κατάλαβα τότε πως ήταν πράγματι αληθινή η ανάγκη που τον έκανε να επιστρέφει πάντα στην Αττική.
Και να τη θεωρεί σπίτι του, παρ’ όλο που ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ο άνθρωπος ο οποίος τον έστειλε στο προπολεμικό Βερολίνο όταν ήταν παιδί ακόμα, του είχε συστήσει: «Φύγε απ’ εδώ!!! Φύγε… Θα σε φάνε…».
Και παρόλο που πηγαίνοντας κανείς στο σπίτι της Αγίας Παρασκευής δεν τον έβρισκε στα δωμάτια του Μουσείου του, ούτε σ’ αυτό της μοντέρνας τέχνης, ούτε στη Λευκή Βιβλιοθήκη του, ούτε σ’ αυτό με τα αρχαία, ούτε στο άλλο με τα ρωμαϊκά ή στο μέσα με τις βυζαντινές εικόνες ή στη κρεβατοκάμαρα του τη διακοσμημένη από τον Μάτα με τις αρχαίες κολώνες και τα αγάλματα, αλλά στη κουζίνα του σπιτιού του να ρίχνει πασιέντζες – και να μιλάει με τη Σούλα την κλειδοκρατόρισσα του σπιτιού.
Στο εσωτερικό του σπιτιού, πάνω από μια δεκαετία ο Αλέξανδρος Ιόλας έστηνε το προσωπικό του στοίχημα. Όλοι οι τοίχοι και τα πατώματα, ήταν από λευκό Πεντελικό μάρμαρο. Οι κουρτίνες ήταν τοποθετημένες μέσα σε κορνίζες, ντυμένες από Λυονέζικο μετάξι. Βασιλικά έπιπλα και αρχαιοελληνικά αγγεία, βρίσκονταν σε κάθε γωνιά του σπιτιού και συνδυάζονταν με έργα Σουρεαλιστών και Σύγχρονων καλλιτεχνών με τους οποίους συνεργάστηκε.
Η Αιγυπτιακή του συλλογή αποτελούσε το καύχημά του. Δίπλα στα κομμάτια των αρχαίων πολιτισμών, έργα Τέχνης από την Πολυνησία, τη Μεγανησία τη Νέα Κίνα και τη Νέα Γουινέα, έδιναν ένα κοσμοπολίτικο αέρα στη συλλογή, η οποία βρισκόταν σε μια ταπεινή γειτονιά της Αττικής.
Ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Παύλος Καλατζόπουλος, έκαναν τις αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις του ανακτόρου. Αργότερα ασχολήθηκε με το σπίτι ο αρχιτέκτονας Μανώλης Καραντινός . Και ο αρχιτέκτονας Μουσού. Ήταν παντού στολισμένο με αγάλματα από την Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Συρία.
Οι πόρτες του σπιτιού ήταν σκαλισμένες σε μπρούτζο από τον ζωγράφο Γιάννη Καρδαμάτη και περασμένες με φύλλα χρυσού. Στη είσοδο του σπιτιού, δύο κολώνες με έναν κριό και ένα λιοντάρι, από την Ραβέννα, προετοίμαζαν τον επισκέπτη για κάτι το ξεχωριστό.
«Το θυμάμαι σαν τώρα που είπα στον Πικιώνη “θα μου χτίσεις το σπίτι στην Αγία Παρασκευή”. Τότε έχτιζε το σπίτι του Μπάμπη Ποταμιάνου στη Φιλοθέη. Τον αγαπούσε τόσο πολύ ο Ποταμιάνος τον Πικιώνη που τον πρότεινε να φτιάξει τα λιθόστρωτα στην Ακρόπολη και στον Άγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη. Πρώτα δεν ήταν έτσι η Ακρόπολη. Ήταν ένας βράχος και για να τον δεις ανέβαινες άλλα βράχια. Θυμάμαι τον Πικιώνη να μιλάει κυριολεκτικά με τις πέτρες. Μισή ώρα, μια ώρα για να τοποθετήσει στη γη μια πέτρα. Έφυγα πίσω στην Ευρώπη και θυμάμαι ότι με έπαιρνε τηλέφωνο ο πατέρας μου και μου έλεγε “βρε παιδί μου αυτός ο άνθρωπος θα σε καταστρέψει. Κάθεται και μιλάει με τις πέτρες”. “Αφήστε τον” τους έλεγα “να κάνει ότι θέλει. Γι’ αυτο τον πληρώνω. Για να μιλάει με τις πέτρες”.
– Οι πρώτοι σας γείτονες;
– Θυμάμαι τον πρώτο γείτονα που γνώρισα. Ήταν ο Μιχάλης η «κουφή». Τη πρώτη φορά που τον είδα τον ρώτησα «πως σε λένε;». «Μίλα μου πιο δυνατά, μου απάντησε, είμαι κουφή». Έλεγε μάλιστα καταπληκτικά τον καφέ. Ερχόταν κάθε μέρα και μου έφτιαχνε τον καφέ και μετά μου έλεγε το φλιτζάνι.
Ένα βράδυ που είχα καλεσμένους σε δείπνο διάφορους ξένους τιτλούχους και την Παλόμα Πικάσο μαζί, χρειάστηκε οπωσδήποτε μια κυρία να συμπληρώσει το τραπέζι.
Στην πολύ βιαστική πρόσκληση καμία από τις γνωστές μου δεν μπορούσε ν’ ανταποκριθεί. Και τότε έντυσα με ένα βαρύτιμο φόρεμα το φτωχό, θεόκουφο Μιχάλη, ο οποίος την ίδια μέρα μου είχε πει στον καφέ πως πέθανε ο ζωγράφος Max Ernst πριν δώσουν την είδηση τα τηλέτυπα των ξένων πρακτορείων. Του έβαλα κι ένα κολιέ και σκουλαρίκια και τον έκανα να μοιάζει με κάποια από αυτές τις δαιμονικές γριές αρχόντισσες του Goya. “The duchess of Agrinion”, τον σύστησα. Και κανείς δεν αμφισβήτησε την υψηλή καταγωγή του και την αξιοπρέπεια του έτσι όπως καθόταν αμίλητος στο τραπέζι».
Τι να πρωτοθυμηθώ από το σπίτι αυτό…
Διαβάστε ακόμα: Μαζί με τους 10.000 θησαυρούς της βίλας Ιόλα, πέθανε και η Ανθρωπιά μας