Φίλοι, γνωστοί, άνθρωποι που με συναντούν τυχαία πιστεύουν πως το γέλιο δεν ανήκει στην γκάμα των εκφράσεων του προσώπου μου. Φίλη συγγραφέας που το έχει δει να συμβαίνει μπροστά της έχει ονομάσει το (ας πούμε) γέλιο μου «χειρουργικό».
Μη θέλοντας να αντικρούσω την περίεργη παρατήρησή της, συμπλήρωσα πως είναι καλύτερα έτσι από το να ήταν φανφαρονικό. Το ακούς συχνά σε δημόσιους χώρους αυτό το γέλιο: είναι στριγκό, αφελές, χοντροκομμένο, κουβαλάει μια μορφή ανηθικότητας και τελικά γίνεται φαιδρό ντύνοντας όχι μόνο το πρόσωπο, αλλά και τον χαρακτήρα του ανθρώπου.
Αυτό το γέλιο, στην ουσία το γουργουριστό χάχανο, στα όρια της νευρικής αποπληξίας, δηλοί πως ο άνθρωπος που το φέρει δεν είναι σε θέση να διαγνώσει την κρυφή μαγεία της αυθεντικής χαράς. Αν και όπου υπάρχει αυτή στην καθημερινότητα.
Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι γράφει στον «Έφηβο» (εκδ. Άγρα): «Υπερβολικά μεγάλος αριθμός ανθρώπων δεν ξέρει καν να γελάει. Εδώ που τα λέμε, δεν χρειάζεται να ξέρει κάτι: Αυτό είναι ένα χάρισμα, και δεν μπορείς να το αλλάξεις. Το αλλάζεις μόνο αν αναμορφώσεις τον εαυτό σου, αν τον καλλιεργήσεις προς το καλύτερο και καταπολεμήσεις τα κακά ένστικτα του χαρακτήρα σου».
Γιατί μιλάει ο ρώσος μύστης για αναμόρφωση και κακά ένστικτα; Υπάρχει κάτι λαθραίο μέσα στην ανθρωπινότητά μας που μας οδηγεί στη χύδην ελαφρότητα; Αν δούμε με τι γελάμε καθημερινά και ποιοι γελωτοποιοί είναι οι αρχιερείς του αστείου, είναι βέβαιο πως θα κατανοήσουμε το φαιδρό του πράγματος.
Οι μούτες στυλ Δελφιναρίου, τα εφηβικά ανέκδοτα που βαφτίζονται stand up comedy, οι Σεφερλήδικες φάρσες και οι κομπασμοί λογής δευτεροκλασάτων ηθοποιών της τηλεόρασης έχουν σχέση με την ουσία της κωμωδίας, όσο το λάδι με το νερό.
Πάλι διά στόματος Ντοστογιέφσκι: «Ακόμα κι ένα αδιαμφισβήτητα έξυπνο γέλιο ενίοτε καθίσταται αντιπαθές. Το γέλιο απαιτεί πρώτα απ’ όλα ειλικρίνεια, αλλά πού την είδατε την ειλικρίνεια στον άνθρωπο; Το γέλιο απαιτεί αγαθότητα, ενώ συνήθως οι άνθρωποι γελάνε με κακία. Ειλικρινές και άκακο γέλιο σημαίνει χαρά, αλλά πού την είδατε στους ανθρώπους της εποχής μας τη χαρά, ξέρουν άραγε οι άνθρωποι να χαίρονται;»
Στις στιγμές θρήνου, σε εκείνες τις δύσκολες φάσεις του εσωτερικού γογγυσμού, ο άνθρωπος εξυψώνεται. Είναι ο μάρτυρας της ύπαρξης, πάσχει από αυτήν, η ζωή τον πλακώνει. Σπάνια δεν θα συγκινηθείς από το δράμα ενός ανθρώπου. Σε αντίθεση με το γέλιο που, αν και λέγεται ότι είναι μεταδοτικό, στην ουσία είναι μια ενστικτώδης αντίδραση, ένα παβλοφικό σύνδρομο.
Να γιατί έχει δίκιο ο Φιοντόρ όταν γράφει πως τον άνθρωπο για τον κατανοήσεις στο πλήρες βάθος του οφείλεις να τον παρατηρήσεις όταν γελάει. «Μόλις παρατηρήσετε στο γέλιο το παραμικρό σημάδι βλακείας, θα σημαίνει αναμφίβολα ότι ο άνθρωπος αυτός είναι μικρόνους, έστω κι αν το μόνο που κάνει είναι να σκορπίζει ολόγυρα ιδέες. Αν το χαμόγελό του δεν είναι καθόλου χαζό, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος μόλις γελάσει, θα σας φανεί για κάποιο λόγο ξαφνικά γελοίος, έστω και λίγο, τότε θα ξέρετε ότι ο εν λόγω άνθρωπος στερείται αληθινής προσωπικής αξιοπρέπειας, ή τουλάχιστον πλήρους».
Ανοιχτά χείλια, χάσκουσες μασέλες, τροφαντή γλώσσα, σιελόρροια, κατσαροί ήχοι από τα βάθη των πνευμόνων, πασπάλισμα του στήθους με ριπές πνιγμού, ένα ανώφελο τράνταγμα του σώματος σε σημείο καταληψίας. Τι από όλα αυτά συνθέτουν μια ευχάριστη εικόνα; Είναι κάτι που θέλουμε να μας αντιπροσωπεύει ή να ορίζει την ταυτότητά μας; Θέλουμε να μας θυμούνται ως βλακογελούντες;
Δεν το κρύβω πως όταν ακούω πρωί πρωί στο μετρό κάποιους να γελούν ασταμάτητα (μα, τέτοιο κέφι πρωινιάτικα;) θέλω να χειροδικήσω. Βρίσκω ιταμή τη συμπεριφορά τους. Είναι ευθεία προσβολή στα δημόσια ήθη. Δείχνει άνθρωπο που δεν ενδιαφέρεται για τους γύρω του, αλλά για τη δική του μικροποσότητα χαράς την οποία προσπαθεί να μεγεθύνει διά της φωνής.
Όπως οι μεγάλοι έρωτες δεν διατυμπανίζονται αλλά τους ζεις, έτσι και η αληθινή χαρά σε μπολιάζει με ανέσπερο φως εσωτερικά, σε κάνει να λάμπεις. Δεν χρειάζεται να την χαλάσεις χτίζοντας τριγύρω της παράγκες γέλιου με ευτελείς αφορμές.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, χίλιες φορές αξίζει να έχεις ένα γέλιο όλο νόημα. Ένα γέλιο που κρύβει μυστήριο. Ένα γέλιο που δεν ξέρεις αν βγήκε από τα έγκατα της ανθρώπινης κωμωδίας. Ένα μπεκετικό γέλιο που πικρίζει στην επίγευσή του. Δεκτό και ένα χειρουργικό γέλιο που, τουλάχιστον, ξέρει να κόβει με το νυστέρι του τα κακά κύτταρα διατηρώντας τον υπόλοιπο οργανισμό σε πλήρη υγεία.
Διαβάστε ακόμα: Πεθαίνοντας στα γέλια.