«Τον τελευταίο μήνα μάς έγιναν δύο προτάσεις για να μπουν επενδυτές», λέει ο Μιχάλης Τσαούτος. «Αυτή τη στιγμή όμως δεν μας ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Θεωρούμε ότι η επιχείρηση δεν είναι ακόμα στο υψηλότερό της σημείο, άρα έχουμε καλύτερα χρόνια μπροστά μας».

«Τον τελευταίο μήνα μάς έγιναν δύο προτάσεις για να μπουν επενδυτές», λέει ο Μιχάλης Τσαούτος. «Αυτή τη στιγμή όμως δεν μας ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Θεωρούμε ότι η επιχείρηση δεν είναι ακόμα στο υψηλότερό της σημείο, άρα έχουμε καλύτερα χρόνια μπροστά μας».

Η ΕΨΑ ξεκίνησε το 1924 από μια πόλη, η οποία συνδέθηκε με τις απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα. Είναι ο Βόλος, από τα πρώτα οικονομικά κέντρα στη χώρα, όπου ήκμασαν η βιομηχανία και το εμπόριο ήδη από το 19ο αιώνα. Εκεί, στην Αγριά, γεννήθηκε η ΕΨΑ το 1924, όταν οι αδερφοί Κοσμαδόπουλοι αποφάσισαν να δημιουργήσουν μια πρότυπη μονάδα ψυγείων, ώστε να αξιοποιήσουν την υπερπαραγωγή λεμονιών της περιοχής. Όπως επισημαίνει ο Μιχάλης Τσαούτος, «στην Ελλάδα υπήρχαν κάποτε χιλιάδες εμφιαλωτήρια, τα λεγόμενα λεμονατζίδικα, λόγω ενός πρακτικού θέματος: το ’40 και το ’50 δεν ήταν δυνατόν να παράγεις αναψυκτικά στο Βόλο και να τα μεταφέρεις στην Αθήνα. Αυτό άρχισε να εκλείπει από τη στιγμή που μια περιοχή μπορούσε να καλύψει μια άλλη ή και περισσότερες».

Μπορεί τα λεμονατζίδικα να εξέλειψαν, όμως η πορεία της ΕΨΑ ήταν ανοδική. Το 1937 περνάει στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας, κρατώντας τα όπλα που την ανέδειξαν. Τη μυστική συνταγή για τη λεμονάδα, φερμένη από ένα Γερμανό μηχανικό και τα πρότυπα για την εποχή τους εμφιαλωτήρια. Στα διαπιστευτήρια της εταιρείας προστίθεται και η πρωτοποριακή γυάλινη φιάλη με τον χαρακτηριστικό ρόμβο και το πώμα crown. Το 1969 η ΕΨΑ περνάει στα χέρια των αδερφών Μοσκαχλαΐδη και του Νίκου Τσαούτου, ο οποίος χρημάτισε και πρόεδρος του Συνδέσμου Θεσσαλίας.

Σήμερα, 90 χρόνια μετά, η πορεία της ξεδιπλώνεται μέσα από νέα προϊόντα και συσκευασίες, και με αυξανόμενες πωλήσεις οι οποίες ξεπερνούν τα ελληνικά σύνορα. Ωστόσο η κληρονομιά της ΕΨΑ βλέπει το μέλλον και ισορροπεί στο παρελθόν. Το εργοστάσιο παραμένει στην Αγριά σε έναν παραδοσιακό χώρο, «έστω κι αν κοστίζει πέντε φορές παραπάνω από ένα απλό κουτί της βιομηχανικής ζώνης. Αυτό μας κάνει να νιώθουμε όμορφα», λέει ο Μιχάλης Τσαούτος. Μπορεί κάτι τέτοιο στον επιχειρηματικό κόσμο να ακούγεται συναισθηματικό, όμως αν το συνδυάσει κανείς με την προσήλωση στην ποιότητα υπό σύγχρονους όρους ανάπτυξης, τότε σκιαγραφεί το προφίλ μιας ελληνικής εταιρείας που δεν έχει να ζηλέψει σχεδόν τίποτα από τους διεθνείς κολοσσούς του χώρου.

«Εμείς, ως ΕΨΑ, δεν πιστεύουμε ότι αύριο θα έχουμε ένα τεράστιο μερίδιο αγοράς, δεν είμαστε στον κόσμο μας. Απλώς θεωρούμε ότι από το 3-4% της αγοράς, που έχουμε σήμερα, μάς αξίζει κάτι παραπάνω, το 6-7%».

«Εμείς δεν πιστεύουμε ότι αύριο θα έχουμε ένα τεράστιο μερίδιο αγοράς, δεν είμαστε στον κόσμο μας. Απλώς θεωρούμε ότι από το 3-4% της αγοράς, που έχουμε σήμερα, μάς αξίζει κάτι παραπάνω, το 6-7%», λέει ο Μιχάλης Τσαούτος για την ΕΨΑ, το τιμόνι της οποίας μοιράζεται με την πατέρα του Νίκο Τσαούτο και την αδερφή του Πένυ Τσαούτου.

«Είναι δύσκολο να σκεφτώ τον κόσμο να μην πίνει αναψυκτικά»

Ήδη κάποια νέα προϊόντα ΕΨΑ είναι στην αγορά και μερικά άλλα ετοιμάζονται. Το πρώτο καινούριο προϊόν ήταν η λάιτ πορτοκαλάδα με στέβια και χωρίς ανθρακικό. Ακολούθησαν οι τρεις γεύσεις –λεμονάδα και πορτοκαλάδα με ή χωρίς ανθρακικό σε ενάμιση λίτρο. Το πιο πρόσφατο κύμα αποτελούν οι γεύσεις τσαγιού σε κουτάκι με ιδιαίτερο σχεδιασμό: λεμόνι, ροδάκινο, πράσινο τσάι με ρόδι και βύσσινο με στέβια, καθώς και η επετειακή μας έκδοση κόκκινο τσάι με κράνμπερι, γκότζι μπέρι, αρόνια και στέβια. Έχει βγει και η επετειακή γεύση αναψυκτικού σαγκουίνι σε γυάλινο μπουκάλι. Και υπάρχει κάτι ακόμη για πιο μετά, που σχετίζεται με τα 90 χρόνια.

«Είμαστε χαρούμενοι που έχουμε ανταγωνιστές σαν την Coca Cola. Οι μεγάλοι αντίπαλοι κρατάνε την πίτα ζωντανή».

Είμαστε χαρούμενοι που έχουμε ανταγωνιστές σαν την Coca Cola –δεν το λέω ειρωνικά. Οι μεγάλοι αντίπαλοι κρατάνε την πίτα ζωντανή. Είναι δύσκολο να σκεφτώ τον κόσμο να μην πίνει αναψυκτικά, δεν θα τους αφήσει η κάθε Coca Cola. Θα θυμίζει μέσα από τις καμπάνιες της, με χρήματα που ξοδεύουν για αυτές εκείνοι, όχι εμείς, ότι ο κόσμος πρέπει να πίνει αναψυκτικά. Οπότε το δικό μας κομμάτι γίνεται πιο εύκολο, καθώς εμείς θα τους θυμίζουμε ότι πρέπει να πίνουν καλύτερα αναψυκτικά, τα δικά μας!

lemonades_tsaoutou (2)

Ο Νίκος Τσαούτος τη δεκαετία του 1950.

Η επιστροφή στην ελληνικότητα ισχύει εν μέρει. Το κίνημα υπάρχει, ο κόσμος θέλει να στηρίξει τα ελληνικά προϊόντα. Στην πράξη ωστόσο –το έχει αποτυπώσει και μια έρευνα που είχαμε «τρέξει»– εξακολουθεί να αγοράζει σε μεγάλο βαθμό ασυναίσθητα. Πάνω στην κουβέντα ένα μεγάλο ποσοστό καταναλωτών θα σου πει ότι θέλει να στηρίξει τις ελληνικές εταιρείες. Όταν όμως πάρεις τον ίδιο άνθρωπο με το καλάθι του έξω από ένα σουπερμάρκετ και τον βάλεις να ψάξει τι αγόρασε, για τα μισά προϊόντα θα σου πει «δεν είναι ελληνικό, αλλά αυτό έπαιρνα τόσο καιρό», άρα ψωνίζει με τη δύναμη της συνήθειας και του μάρκετινγκ. Επίσης μπορεί να επιλέξει μια εταιρεία που κάποτε ήταν ελληνική και τώρα ανήκει σε πολυεθνική, αλλά ο καταναλωτής δεν το γνωρίζει.

Το ελληνικό αναψυκτικό μπορεί να κερδίσει μεγαλύτερο μερίδιο ενάντια στις πολυεθνικές. Στην μπύρα, ας πούμε, το σκηνικό έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια: η Fix είναι παγκοσμίως case study. Εμείς, ως ΕΨΑ, δεν πιστεύουμε ότι αύριο θα έχουμε ένα τεράστιο μερίδιο αγοράς, δεν είμαστε στον κόσμο μας. Απλώς θεωρούμε ότι από το 3-4% της αγοράς, που έχουμε σήμερα, μάς αξίζει κάτι παραπάνω, το 6-7%.

Διαβάστε ακόμα: Αυτό είναι το Νόημα της Επιτυχίας για τον Γιάννη Χήτο, Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της Ολυμπιακής Ζυθοποιίας Α.Ε.

Οι οικογενειακές επιχειρήσεις μπορούν να σταθούν αν εκσυγχρονιστούν. Αν σπάσουν κάποια ταμπού, προσπαθώντας να αποκτήσουν τη δομή που έχουν οι μεγαλύτερες εταιρείες. Από τα καλά της υπόθεσης είναι ότι αν σε μια πολυεθνική πρέπει να μεσολαβήσουν πολλά επίπεδα για να ληφθεί μια απόφαση, εμείς, όντας πέντε-έξι άνθρωποι, θα μαζευτούμε σε ένα τραπέζι και θα λύσουμε τα θέματά μας.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Άποψη του εργοστασίου της ΕΨΑ στην Αγριά Βόλου.

Από την άλλη, πρέπει να υπάρχουν δομές, καταμερισμός ευθυνών, ξεκάθαρες αρμοδιότητες. Αυτό που συνήθως συμβαίνει στις οικογενειακές επιχειρήσεις είναι ότι οι από πάνω φοράνε συνήθως πολλά «καπέλα». Τα κάνουν όλα! Αυτό δεν έχει πάντα το καλύτερο αποτέλεσμα. Μερικές φορές όμως ένας άνθρωπος με πέντε καπέλα μπορεί να δει κάτι που δεν θα το έβλεπε κάποιος που ασχολείται με ένα αντικείμενο. Υπάρχουν και παραδείγματα μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων που έχουν ξεφύγει αρκετά. Θα πρέπει να έχεις και δυνατά άτομα και να δώσεις αρμοδιότητες στην εταιρεία σου εκτός οικογένειας, δεν πρέπει να περιμένεις πότε θα μεγαλώσουν τα παιδιά σου. Βεβαίως δεν αγνοείς τους ανθρώπους που έχουν μεγαλώσει μαζί σου.

Κάθε χρόνο μας εξαγοράζουν δυο τρεις, όπως… ακούμε κι εμείς. Πρόταση εξαγοράς μάς έχει γίνει εδώ και αρκετές δεκαετίες, όπως και προτάσεις για να μπουν επενδυτές –τον τελευταίο μήνα μάς έγιναν δύο. Αυτή τη στιγμή δεν μας ενδιαφέρει κάτι τέτοιο, επειδή θεωρούμε ότι η επιχείρηση δεν είναι ακόμα στο υψηλότερό της σημείο, άρα έχουμε καλύτερα χρόνια μπροστά μας. Δεν έχουμε εξαντλήσει τις δυνατότητές μας, ώστε να πούμε «ας δώσουμε αυτό το μαγαζί να το τρέξει άλλος».

Tsaoutos 1940s (2)

Ο Νίκος Τσαούτος (μπροστά αριστερά) στη μηχανή παραγωγής το 1946.

«Ο πατέρας μου, εγώ και η ΕΨΑ»

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 έγινε κάτι που άλλαξε εντελώς τα μυαλά του πατέρα μου. Επρόκειτο για μια μεγάλη και αναγκαία επένδυση στο εργοστάσιο, όπου αλλάχτηκαν όλα τα μηχανήματα και φτιάχτηκε ένα καινούριο κτήριο. Το δάνειο που πήραμε ήταν, φυσικά, σε δολάρια. Τότε όμως είχαμε απανωτές υποτιμήσεις της δραχμής. Καταλαβαίνεις πως όταν χρωστάς κάπου 5 εκατομμύρια και φτάνεις στα 15, τρελαίνεσαι, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να χάσεις την επιχείρησή σου. Από τότε ο πατέρας μου είπε «δεν ξαναπαίρνω δάνειο». Μας βγήκε σε καλό, γιατί τις «χρυσές» εποχές του Χρηματιστηρίου κάναμε συντηρητικά βήματα και είμαστε τυχεροί που μπήκαμε στην κρίση χωρίς δανεισμό. Ήταν ένα μάθημα ζωής.

Μετά τις σπουδές και τον στρατό επέστρεψα στην ΕΨΑ, όπου έμεινα τρία χρόνια. Στο διάστημα εκείνο είχαμε αρκετές διαφωνίες με τον πατέρα μου, λόγω του χάσματος γενεών και της δικής μου τάσης, τότε, να κινηθώ με γρήγορους ρυθμούς. Με αποτέλεσμα εγώ να νιώθω ότι δεν απέδιδα εκατό τοις εκατό στην εταιρεία και ο πατέρας μου ότι είχε κάποιον δίπλα του που τον πίεζε.

Διαβάστε ακόμα: Αυτό είναι το success story του γάλακτος χωρίς μεσάζοντες

D4S_7719_3

«Οι οικογενειακές επιχειρήσεις μπορούν να σταθούν αν εκσυγχρονιστούν. Αν σπάσουν κάποια ταμπού, προσπαθώντας να αποκτήσουν τη δομή που έχουν οι μεγαλύτερες εταιρείες».

Το 1999 είχα μια καλή πρόταση να δουλέψω στον ΔΟΛ. Ήρθα με την οικογένειά μου στην Αθήνα και έκλεισα περίπου 15 χρόνια δουλεύοντας εκεί. Όμως δεν ένιωθα ότι έλειπα από την ΕΨΑ, που είχε ήδη ανοδική πορεία. Άλλωστε, έδινα πάντα τη γνώμη μου όταν μου τη ζητούσαν.

Μετά το 2010 γίνονταν δύο πράγματα ταυτόχρονα: η ΕΨΑ είχε νέα πράγματα να κάνει και η δουλειά μου πλέον παρουσίαζε για μένα λιγότερο ενδιαφέρον. Έπρεπε να ξεκαθαρίσω αν θα έμενα στο χώρο της τεχνολογίας, όπου ήμουν, ή αν θα επέστρεφα στην ΕΨΑ. Ήταν, επίσης, ξεκάθαρο από το 2010 και μετά ότι η ΕΨΑ με χρειάζεται στην Αθήνα. Πρέπει ένας από την οικογένεια να βρίσκεται εδώ, μιας και το σύστημα δουλεύει έτσι: με την αδερφή μου στο Βόλο, τον πατέρα μου στην παραγωγή και εμένα εδώ.

Ο πατέρας μου κι εγώ μοιάζουμε στο ότι είμαστε και οι δύο λίγο ξεροκέφαλοι. Αγαπάμε αυτό που κάνουμε: ο πατέρας μου πάνω στη γραμμή παραγωγής, εγώ πάνω σε έναν υπολογιστή. Μοιάζουμε και στο μαστοριλίκι, «κατσαβιδάκηδες» και οι δύο. Μαζί είχαμε λύσει το μοτέρ από το παπάκι που είχα 18 χρονών.

«Τις ”χρυσές” εποχές του Χρηματιστηρίου κάναμε συντηρητικά βήματα και είμαστε τυχεροί που μπήκαμε στην κρίση χωρίς δανεισμό».

Ένας από τους τσακωμούς μας που θυμάμαι ήταν ο εξής: Είχε έρθει κάποτε μια αμερικάνικη ετικετέζα για ετικέτες στα μπουκάλια. Μαζί ήρθε και ένας Αμερικανός τεχνικός που διάβαζε τα μάνιουαλ για να τη ρυθμίσει, αλλά η μηχανή δεν δούλευε σωστά. Ο πατέρας μου κατσάδιασε τον τεχνικό κι εμένα, και μετά από κάμποσες ώρες μας διαλόστειλε και ασχολήθηκε μόνος του να τη ρυθμίσει. Την άλλη μέρα η μηχανή δούλευε τέλεια. Και, φαντάσου, δεν ξέρει ούτε λέξη αγγλικά! Το ίδιο πράγμα ισχύει και με τα προϊόντα: μετά τη λεμονάδα καταπιάστηκε και με τη σύνθεση άλλων προϊόντων. Μαστοριλίκι είναι κι αυτό, που έχει περάσει και σε εμένα. Είμαστε μάστορες και μαστροχαλαστές, γιατί το ένα χωρίς το άλλο δεν γίνεται.

D4S_7375_3

«Μόνο του το χρήμα δεν λέει τίποτα. Πρέπει να πέφτεις για ύπνο το βράδυ και να λες πέρασα καλά, να ευχαριστιέσαι αυτό που κάνεις και να νιώθεις ωραία στο περιβάλλον σου, στην οικογένειά σου, με τους φίλους σου».

Περιμένοντας μια άλλη Ελλάδα

Όταν βγούμε από την κρίση, πραγματικά και όχι στα χαρτιά, θα είμαστε καλύτερα. Κάθε φορά που γκρεμίζεις και φτιάχνεις ξανά κάτι, είναι καλύτερο από πριν. Είναι σαν να βγάζεις όλα τα πράγματά σου από το συρτάρι και να τα ξαναφτιάχνεις.

Το να έχει κανείς μια επιχείρηση σε μια κοινωνία που πάει κατά διαβόλου δεν είναι λογικό. Όλοι μας λοιπόν θέλουμε να ορθοποδήσουμε. Οι δομές μας θα είναι καλύτερες και κάποια πράγματα που τόσον καιρό δεν τα πειράζαμε θα τα έχουμε βελτιώσει. Πότε θα γίνει αυτό; Μια δεκαετία από σήμερα είναι ένας λογικός χρόνος. Αυτή είναι η ελπίδα που έχω και για τα παιδιά μου. Ότι δηλαδή όταν θα βγουν στην παραγωγή, θα ζούμε σε μια άλλη Ελλάδα.

Μόνο του το χρήμα δεν λέει τίποτα. Πρέπει να πέφτεις για ύπνο το βράδυ και να λες πέρασα καλά, να ευχαριστιέσαι αυτό που κάνεις και να νιώθεις ωραία στο περιβάλλον σου, στην οικογένειά σου, με τους φίλους σου.

Η πολιτική δεν είναι το καλύτερό μου, ειδικά αυτή την εποχή. Ο ελεύθερος χρόνος μου, άλλωστε, είναι πρακτικά ανύπαρκτος. Όμως ευρύτερα, ας πούμε, το να ασχοληθώ με τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Θεσσαλίας και με το πώς θα μπορούσαμε να δυναμώσουμε την τοπική βιομηχανία, αυτό, ναι, μπορεί να το κάνω.

Ο αθλητισμός ικανοποιεί την ανάγκη μου για αδρεναλίνη. Χρειάζομαι το ταρακούνημά της, ακόμα κι αν είναι μια ανηφόρα στο ποδήλατο. Στην ηλικία μου τα αθλήματα αυτά σημαίνουν στόχους με τον εαυτό μου: δύσκολα θα πάω να χτυπήσω θέση σε ένα τρίαθλο ή ένα Μαραθώνιο. Τελευταία ο στόχος μου είναι να βρίσκομαι πάνω από τη μέση της κατάταξης, με τη λογική ότι οι πρώτοι είναι επαγγελματίες πρωταθλητές και οι τελευταίοι πιο χαβαλέδες. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα ήθελα να είμαι επαγγελματίας αθλητής. Αλλά και η ΕΨΑ αγώνας είναι: Μαραθώνιος…

Διαβάστε ακόμα: Γίνεται παγκόσμιο brand το τσάι του βουνού;

«Όταν βγούμε από την κρίση, πραγματικά και όχι στα χαρτιά, θα είμαστε καλύτερα. Αυτή την ελπίδα έχω και για τα παιδιά μου. Ότι όταν θα βγουν στην παραγωγή, θα ζούμε σε μια άλλη Ελλάδα».

«Όταν βγούμε από την κρίση, πραγματικά και όχι στα χαρτιά, θα είμαστε καλύτερα. Αυτή την ελπίδα έχω και για τα παιδιά μου. Ότι όταν θα βγουν στην παραγωγή, θα ζούμε σε μια άλλη Ελλάδα».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top