Ο φόρτος εργασίας πέφτει στις πλάτες των κούριερ, ανεξαρτήτως εταιρείας ( George Vitsaras / SOOC).

    Όλοι έχουν να πουν μια δραματική ή κωμική ιστορία από μια παραλαβή τους τελευταίους μήνες. Πάρα πολλοί έχουν πολύ περισσότερες από μία ιστορίες. Δεν υπάρχει κανένας πελάτης των μεταφορικών εταιρειών που να είναι «απολύτως ικανοποιημένος» στον καιρό της δεύτερης καραντίνας. Στην Ελλάδα. Και προφανώς τα πράγματα δεν θα βελτιωθούν μέσα στις γιορτές που η ζήτηση κορυφώνεται και οι ανάγκες γιγαντώνονται, αλλά κανείς δεν αλλάζει τίποτα για διορθωθεί η κατάσταση.

    Προφανώς τα πράγματα δεν θα βελτιωθούν μέσα στις γιορτές που η ζήτηση κορυφώνεται αλλά κανείς δεν αλλάζει τίποτα για διορθωθεί η κατάσταση.

    Την ίδια στιγμή που σε όλο τον κόσμο το εμπόριο, οι μεταφορές, το delivery και η εξυπηρέτηση πελατών αλλάζει μεγέθη και εξελίσσεται σε έναν πυλώνα της επόμενης μέρας. Τις πταίει όμως για την τραγική κατάσταση των μεταφορών στα σπίτια που βιώνει η χώρα και κυρίως, τι πρέπει να περιμένουμε για την επόμενη μέρα;

    Ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Η Ελλάδα είναι ένα απίθανο παράδειγμα, μια «μοναδική περίπτωση» σε αρκετά πράγματα, για μια σειρά από λόγους, αλλά ειδικά σε ότι αφορά το delivery είναι ένα case study που θα μπορούσε να γίνει διδακτορικό στα δυσκολότερα εκπαιδευτικά προγράμματα της υφηλίου. Η πώληση του efood και του deliveras.gr τον Μάιο του ’15 στον γερμανικό κολοσσό DeliveryHero (για 50 εκατομμύρια ευρώ περίπου συνολικά), ήταν απόδειξη πως τα νούμερα της, κατά τα άλλα πολύ μικρής για να ασχοληθούν οι «μεγάλοι παίκτες» ελληνικής αγοράς, ήταν σημαντικότερα από ότι σε οποιονδήποτε άλλο ανάλογο κλάδο, καινούριο, εξελισσόμενο, και σίγουρα σημαντικό για την εξέλιξη της αγοράς τις επόμενες δεκαετίες.

    Το delivery στην Ελλάδα, βασίζεται στον απόλυτο «πυλώνα» της οικογενειακής επιχειρηματικότητας της χώρας: Το συνοικιακό σουβλατζίδικο.

    Μια εβδομάδα πριν ανακοινώσει την αγορά των δύο εκ των τριών παικτών της ελληνικής αγοράς, η DeliveryHero είχε ανακοινώσει την αγορά του αντίστοιχου τουρκικού «μεγάλου παίκτη», Demeksepeti για πάνω από μισό δις ευρώ. Εντελώς διαφορετικά μεγέθη θα πείτε. Κι όμως. Οι Γερμανοί, που σήμερα είναι η νεότερη εταιρεία που μπήκε στον δείκτη DAX του χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης (στις 19 Αυγούστου του 2020, στην θέση της Wirecard), έχουν τζίρο που αγγίζει το 1,3 δις ευρώ, περισσότερες από 40 χώρες στις οποίες λειτουργούν (κυρίως εξαγοράζοντας τους τοπικούς παίκτες) και μόνο το 2019 δέχτηκαν περισσότερες από 666 εκατομμύρια παραγγελίες. Προφανώς το 2020 τα νούμερα τους θα είναι πολλαπλάσια, πιθανότατα καταγράφοντας τις μεγαλύτερες αυξήσεις στην 9χρονη ιστορία της εταιρείας. Τι σχέση έχουν όμως οι Γερμανοί κι οι Τούρκοι ντιλιβεράδες με την κακή πρακτική των μεταφορών κατ’ οίκων στην χώρα μας;

    Όλα βασίζονται στην νομοθεσία και στην διάθεση για δουλειά και καινοτομία στην Ελλάδα και τον κόσμο. Το delivery στην Ελλάδα, βασίζεται στον απόλυτο «πυλώνα» της οικογενειακής επιχειρηματικότητας της χώρας. Το συνοικιακό σουβλατζίδικο. Η γιγάντωση του τομέα του έτοιμου φαγητού που συνέβη στην χώρα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον ένα-ενάμιση χρόνο της κούφιας ευδαιμονίας του χρηματιστηρίου στα τέλη της δεκαετίας του ’90.

    Οι διανομείς φυσικά και δεν έχουν καμία δύναμη, εξ’ ου και δεν υπάρχει κανένα σοβαρό νομικό πλαίσιο γι’ αυτούς.

    Σε αυτό συνέδραμαν πολλοί παράγοντες, όπως η αύξηση των ανθρώπων που ζούσαν μόνοι τους, των διαζυγίων, η επέκταση των ωραρίων και η αύξηση των ωρών εργασίας, η μετεξέλιξη των ρόλων της γυναίκας και του άνδρα σε σπίτι και κοινωνία, η τεχνολογία της εστίασης και η αυτοματοποίηση της παραγωγής στην εστίαση, και φυσικά ο πλουτισμός του μικρομεσαίου Έλληνα που κάποτε έτρωγε «ολίγη από γιουβέτσι» αλλά έφτασε να -μπορεί να- παραγγέλνει γύρο, γουρουνοπούλα και σούσι κατ’ οίκον. Η αύξηση της κατανάλωσης, και φυσικά και της κερδοφορίας, δημιούργησε την ανάγκη για «καινοτομία» και αυτό «επέβαλλε» την κατ’ οίκον παράδοση που μέσα σε λίγα χρόνια από «πολυτέλεια» έγινε «πως ζούσαμε χωρίς αυτό».

    Αυτό που ξεκίνησε ως ημινόμιμη πρακτική όμως, παρότι έγινε μια τεράστια παραοικονομία, δεν εξελίχθηκε καθόλου νομικά και φορολογικά. Τα παιδιά με τα «παπάκια» συνέχισαν να εργάζονται χωρίς κανένα εργατικό πλαίσιο, λαμβάνοντας ελάχιστα μεροκάματα, δουλεύοντας με εξωφρενικά δύσκολες συνθήκες, βασιζόμενοι στα «tips» και τις προσευχές τους να μην πάθουν κάποιο ατύχημα που θα τους έκοβε μεροκάματα. Στην Ελλάδα, πολύ περισσότερο από ότι στον Δυτικό Κόσμο, οι νόμοι γράφονταν πάντα από όσους τους χρειάζονταν. Αρκεί να είχαν δύναμη. Οι ντιλιβεράδες φυσικά και δεν είχαν καμία δύναμη, εξ’ ου και δεν υπάρχει κανένα σοβαρό νομικό πλαίσιο γι’ αυτούς.

    Κοντά στο 90% των επιχειρήσων που ιδρύθηκαν την δεκαετία του 10, ήταν σουβλατζίδικα, καφέ, τυροπιτάδικα, ή φούρνοι.

    Προσέξτε λίγο. Εκτός από την αύξηση των χώρων εστίασης και γρήγορου φαγητού στα 90s και τα 00s, που ήταν υπό ένα πρίσμα, «επενδυτική δραστηριότητα», τα σουβλατζίδικα και τα καφέ/τυροπιτάδικα συνέχισαν να αναπτύσσονται και να πολλαπλασιάζονται ακόμα και μέσα στα χρόνια της κρίσης, στα 10s. Υπάρχει εκείνο το εξωφρενικό στατιστικό που αποδεικνύει τον παραλογισμό και την φοβικότητα των Ελλήνων ως προς το επιχειρείν. Κοντά στο 90% των επιχειρήσων που ιδρύθηκαν την δεκαετία του 10, ήταν σουβλατζίδικα, καφέ, τυροπιτάδικα, ή φούρνοι!

    Από παλαιότερη διαμαρτυρία των ντελιβεράδων στο κέντρο της Αθήνας (George Vitsaras / SOOC).

    Οι Έλληνες, παρά τα αντιθέτως θρυλούμεθα, και βαυκαλίζοντα, δεν είναι διόλου «πρωτοπόροι» και «καινοτόμοι», ειδικά με τα χρήματα τους, τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και τις νέες τεχνολογίες και πρακτικές, ακόμα και αν αυτές μπορούν να αποδειχθούν πηγές πλουτισμού. Όλα λογικά ερμηνεύσιμα βέβαια, αλλά θέμα για ανάλυση από οικονομολόγους και κοινωνικούς ψυχολόγους, που θα χρειαστούν αρκετούς τόμους για να παρουσιάσουν όλες τις πλευρές αυτής της πολυσύνθετης παράνοιας που ονομάζουμε ελληνικό κοινωνικό υποσυνείδητο. Οι μικροί «αυτοκράτορες» λοιπόν, των γειτονιών και των φτωχών συνοικιών ή μικρών πόλεων, που βασίζονταν στην βραχυπρόθεσμη επιτυχία του, αναλόγως της «μόδας της εποχής», “fusion” εστιατορίου, «σουβλακερί», «μπεργκεράδικου», ή «καφέ τρίτης γενιάς», δεν θα έκαναν ποτέ τίποτα για να δώσουν περισσότερα χρήματα ή δικαιώματα στους «πληβείους» ντιλιβεράδες, οι οποίοι ήταν και είναι απολύτως αναλώσιμοι και, ειδικά μέσα στην κρίση, ακόμα πιο εύκολο να βρεθούν και να αντικατασταθούν για λιγότερα, εν μια νυκτί.

    Σε όλο τον κόσμο οι μεταφορές έχουν αλλάξει τρόπο και μορφή και πρακτική, στα καθ’ ημάς, οι αποστολές παραμένουν μια δουλειά «κλειστή» και απολύτως ελεγχόμενη.

    Κάθε προσπάθεια «συνδικαλισμού» και δημιουργίας μιας «ισχυρής» ένωσης, των φτωχών παιδιών με τα «παπάκια» κατέληγε πάντα σε αδιέξοδο. Νομοθεσία, ανυπαρξία υποστήριξης και μοχλών πίεσης προς τις σωστές κατευθύνσεις, πιέσεις από τα «αντίπαλα δέη» (δηλαδή τους ίδιους τους ιδιοκτήτες των καφέ και των εστιατορίων που δεν ήθελαν ποτέ να αλλάξει το στάτους κβο που τους μείωνε τα έξοδα) και κυρίως ανυπαρξία πολιτικής διάθεσης και κοινωνικού, αλλά και οικονομικού οράματος, άφησαν τον τομέα των κατ’ οίκων μεταφορών να παραμείνει ερασιτεχνικός, κακοπληρωμένος, ανοργάνωτος και κυρίως… κατακερματισμένος.

    Τα δέματα μαζεύονται με γεωμετρική πρόοδο (George Vitsaras / SOOC).

    Τα ίδια χρόνια, στον κόσμο, κι όχι μόνο σε Αμερική και Αγγλία, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη, την Τουρκία, το Ισραήλ, τη Μέση Ανατολή, ακόμα και την Ινδία, και φυσικά την Ασία, τα startups που εξέλισσαν τους μεταφορείς με ποδήλατα των 80s σε «unicorns» αξίας δισεκατομμυρίων πολλαπλασιάζονταν μήνα με το μήνα. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν πάνω από 2.000 επιτυχημένα στάρταπς (ή τέλος πάντων εταιρείες που ξεκίνησαν ως τέτοια) παγκοσμίως που ασχολούνται αποκλειστικά με τις κατ’ οίκον μεταφορές. Δεν βάζουμε καν μέσα σε αυτά κολοσσούς όπως την Uber, που έχει μερικές δεκάδες «θυγατρικές» όπως την Uber Eats, αποκλειστικά εκμεταλλευόμενοι τις μικρές μεταφορές για να εξυπηρετήσουν τις αυξημένες ανάγκες στις σύγχρονες πόλεις που λειτουργούν ιντερνετικά και τη νέα ζωή των ανθρώπων εκεί έξω που προτιμά να βάζει άλλους να κάνουν πράγματα (και κυρίως σκληρή δουλειά) γι’ αυτούς.

    Αυτή τη στιγμή υπάρχουν πάνω από 2.000 επιτυχημένα στάρταπς παγκοσμίως που ασχολούνται αποκλειστικά με τις κατ’ οίκον μεταφορές, με σύγχρονο τρόπο.

    Την ώρα λοιπόν που στην Αμερική, την Ευρώπη, παντού ουσιαστικά, αφού ακόμα και στην Αφρική οι μεταφορές έχουν αλλάξει τρόπο και μορφή και πρακτική, στα καθ’ ημάς, οι αποστολές προϊόντων και εγγράφων παραμένει μια δουλειά «κλειστή» και απολύτως ελεγχόμενη, αλλά όχι και κρινόμενη από τους φορείς.

    Τα στενά νομικά πλαίσια, που απαγορεύουν σε εταιρείες να αναλαμβάνουν «εργολαβίες» πχ αποστολών, ή σε ιδιώτες να λειτουργήσουν ως «freelancers»-μεταφορείς, τα υψηλά έξοδα που επιβαρύνουν έναν άνθρωπο που θέλει να ανοίξει βιβλία για να κάνει ακόμα και μια δουλειά που θα του δίνει χαρτζιλίκι όπως ακριβώς είναι η δουλειά του μεταφορέα/ντιλιβερά δηλαδή, ήταν πάντα οι λόγοι που κανένα από τα εκατοντάδες αυτά σταρταπς δεν είδαν ποτέ σοβαρά τον ερχομό τους στην Ελλάδα. Γνωρίζω αρκετούς νέους έξυπνους και φιλόδοξους ανθρώπους που προσπάθησαν να στήσουν έναν ελληνικό αντίστοιχο «κλώνο» μιας τέτοιας εταιρείας. Οι «μεγάλοι παίκτες» του λιανεμπορίου, ακόμα και πριν την «τέλεια καταιγίδα» του ’20, το χρειάζονταν και το ζητούσαν. Προφανώς δεν πρόκειται οι 4-5 μεγάλες εταιρείες που έχουν το 70-80% του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ελλάδα να φτιάξουν και εταιρείες μεταφορών μόνες τους, ούτε πρόκειται να συνεργαστούν για να φτιάξουν μία ανεξάρτητη μαζί. Θα προσλάβουν/συνεργαστούν όμως αμέσως με τον πρώτο σοβαρό παίκτη που θα τους προσφέρει εύκολες, γρήγορες και αξιόπιστες λύσεις μεταφορών.

    Οι μεταφορικές εταιρείες στην Ελλάδα είναι είτε κρατικές, είτε μετεξελίξεις κάποιων τμημάτων που ανήκαν στο κράτος (!).

    Γιατί δεν τις προσφέρουν οι υπάρχουσες εταιρείες μεταφορών, μπορεί να ρωτήσει κάποιος, αφελώς μεν, λογικά δε. Επειδή πολύ απλά, είναι κι αυτές εγκλωβισμένες όπως οι περισσότερες εταιρείες «του χθες». Οι μεταφορικές εταιρείες στην Ελλάδα είναι είτε κρατικές, είτε μετεξελίξεις κάποιων τμημάτων που ανήκαν στο κράτος (οπότε και τα στελέχη και ο τρόπος οργάνωσης τους βασιζόταν και συνεχίζει να βασίζεται σε γραφειοκρατικά αρτηριοσκληρωμένα τέρατα του παρελθόντος), είτε είναι τμήματα παλιών διεθνών εταιρειών μεταφορών, που κατά βάση όμως, είτε σταμάτησαν να λειτουργούν, είτε άφησαν τα ελληνικά τους τμήματα «στην τύχη τους» εδώ και δεκαετίες. Αν λοιπόν, τα ταχυδρομεία κι οι παλιές εταιρείες μεταφορών δεν μπορούν να ακολουθήσουν τις νέες εξελίξεις στις ΗΠΑ, την Γαλλία, την Γερμανία ή ακόμα και την Σουηδία ή το Βέλγιο, είναι απλά ουτοπικό να περιμένει κάποιος να συμβεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα.

    Τι μπορεί να περιμένει κανείς λοιπόν; Όχι και πολλά καλά νέα, τουλάχιστον γρήγορα. Όσο στην χώρα δεν αλλάζουν οι νόμοι για το ποιος, πως και με τι συνθήκες μπορεί να μεταφέρει αντικείμενα και γραφειοκρατία, όσο δεν παρέχεται η δυνατότητα της συν-εργασίας ιδιωτών που δεν έχουν σκοπό να κάνουν κύριο επάγγελμα το ντιλίβερι, και όσο κανείς από τους υπάρχοντες «μεγάλους παίκτες» δεν παίρνει το ρίσκο και την πρωτοβουλία να αλλάξει την κατάσταση, ουσιαστικά μόνος του, οι κατ’ οίκον μεταφορές θα συνεχίσουν να είναι μια σκληρή υπενθύμιση σε όλους μας, πως τα τμήματα του ελληνικού επιχειρείν που βασίζονται στην παραοικονομία, συνεχίζουν να λειτουργούν με όρους τρίτου κόσμου, και γι’ αυτό οι υπηρεσίες και η ποιότητα τους είναι τέτοιου επιπέδου. Οι τελευταίοι που ευθύνονται για αυτό είναι αυτοί που πληρώνονται τα λιγότερα απ’ όλο αυτό. Αλλά η ευθύνη δεν είναι κάποιων λίγων. Είναι των πολλών, είναι όλων μας, που δεν διαμαρτυρόμαστε, που δεν ζητάμε αλλαγές, που δεν επιβάλλουμε νέους όρους στη νέα εποχή.

    Tα καταστημάτων άνοιξαν, αλλά το Click Away δεν λειτουργεί ικανοποιητικά (Aris Oikonomou / SOOC).

    Αυτό είναι που θα αλλάξει πρώτο λοιπόν. Η τραυματική εμπειρία των τελευταίων εβδομάδων δεν άλλαξε τις εταιρείες μεταφορών. Αλλάζει όμως τις συνήθειες και την σκέψη των πελατών τους. Όχι τόσο των ιδιωτών, που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να κάνουν και πολλά με τις λύσεις που -δεν- υπάρχουν, αλλά των εταιρειών που βασίστηκαν σε αυτές. Των μικρών και των μεγάλων καταστημάτων και αλυσίδων. Και κυρίως των επιχειρηματιών και των φορέων που προκαλούν και επιβάλουν τις αλλαγές στην οικονομία.

    Μέσα στους επόμενους μήνες, είναι σίγουρο πως θα εμφανιστούν οι πρώτες προσπάθειες στην αγορά για μεταφορές κατ’ οίκον όπως στην Ευρώπη και την Αμερική.

    Το click away δεν διευκολύνει όσο θα ήθελαν κυβέρνηση και αγορά, για μια σειρά από λόγους. Οι περισσότεροι βασίζονται στην συνθήκη πως η συγκεκριμένη απόφαση πάρθηκε πρόχειρα, χωρίς έρευνα και βαθιά ανάλυση, ό,τι δηλαδή χρειάζεται οποιοδήποτε επιχειρηματικό ή στρατηγικό πλάνο για να έχει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Το πρόβλημα δεν θα το λύσει η κυβέρνηση, ξεκάθαρα. Αλλά τα προβλήματα που συσσωρεύει, είτε άμεσα, είτε εξ’ αντανακλάσεως λόγω του ζητήματος των μεταφορών, της επιβάλουν την αλλαγή όσων εμπόδιζαν την εξέλιξη τους όλα αυτά τα χρόνια. Μέσα στους επόμενους μήνες, είναι σίγουρο πως θα εμφανιστούν οι πρώτες προσπάθειες στην αγορά για μεταφορές κατ’ οίκον όπως στην Ευρώπη και την Αμερική. Και σίγουρα θα υπάρξει και ένα νέο νομικό και ίσως και φορολογικό πλαίσιο που να επιτρέπει σε προσπάθειες που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε «γκρίζα» ζώνη.

    Τότε θα δούμε πόσο έτοιμοι για αλλαγές είναι κι η κοινωνία, ειδικά «από κάτω». Οι άνθρωποι που ως σήμερα δουλεύουν κούριερ και ντιλίβερι, πρέπει να είναι έστω και λίγο κερδισμένοι την επόμενη μέρα. Το θέμα είναι, πόσοι και ποιοι θα είναι αυτοί που, έχοντας πλέον περισσότερες επιλογές και καλύτερες συνθήκες, θα επιλέξουν να εργαστούν, είτε full time, είτε για λίγες ώρες συμπληρώνοντας το εισόδημα τους, οδηγοί με τα δικά τους οχήματα, και να μεταφέρουν αντικείμενα και έγγραφα στις γειτονιές τους, τις πόλεις τους, ενώ μέχρι σήμερα αρνούνταν να κάνουν μια «παρακατιανή» δουλειά κι ας μην έβγαζαν τα προς το ζην.

    Οι άνθρωποι που δουλεύουν κούριερ και ντιλίβερι, πρέπει να είναι έστω και λίγο κερδισμένοι την επόμενη μέρα. Το θέμα είναι, πόσοι και ποιοι θα είναι αυτοί.

    Τέτοιες κοινωνικές στρεβλώσεις, που η κρίση θα περίμενε κανείς να έχουν εκμηδενιστεί μετά από τόσες δυσκολίες, είναι καιρός να εξαλείφονται μια και καλή. Περιμένοντας λοιπόν, πέρα από τα εμβόλια, και τις πρώτες νίκες έναντι του κορωνοϊού, στην Ελλάδα, θα αναμένουμε να δούμε πως η αγορά και το κράτος θα αρχίσουν να ξεμπερδεύουν επιτέλους με τα προβλήματα που κουβαλάει η ελληνική οικονομία από τα 80s και τα 90s. Διότι η εξέλιξη της τεχνολογίας και η αλλαγή στην καταναλωτική συμπεριφορά, είναι τόσο τεράστιες που έστω και πολύ αργά, θα κατατροπώσουν ακόμα κι αυτές τις παλαιολιθικές ελληνικές πρακτικές.

    Το θέμα είναι όλα αυτά να συμβούν χωρίς να κλονιστεί το χαριτωμένο αφήγημα που κυκλοφορεί στον πλανήτη για την χώρα μας τελευταία: Είτε το περιγράφουν υπέροχοι γραφιάδες στο περιοδικό Monocle, είτε καλοντυμένοι σύμβουλοι στα hedge funds του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, η Αθήνα, η Ριβιέρα της και το Αιγαίο θαρρείς πως ακούγονται περισσότερο κι απ’ τα μεγάλα ασιατικά οικονομικά κέντρα ή τις πρωτεύουσες των πετροδολαρίων. Η επιστροφή των υψηλόβαθμων Ελλήνων στελεχών από το εξωτερικό, το «άνοιγμα» στους εκατομμυριούχους με προγράμματα όπως το Nom Dom, και η περικοπή φόρου 50% σε όσους γίνουν φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας απ’ το 21, ακούγονται θαυμάσια στα αυτιά πολλών περισσότερων από όσους οι υπουργοί που θα κληθούν να τους διαχειριστούν, φαντάζονται, στον πλανήτη. Η επόμενη μέρα, στον post-Covid κόσμο, θα έχει νέες συνθήκες, οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να καταστήσουν την Ελλάδα ένα «Ελ Ντοράντο» για tech & logistics ανάπτυξη κάτω απ’ τον φωτεινό ήλιο. Και πιθανότατα έτσι να καταφέρουν να φτιάξουν, ακόμα και τις μεταφορές κατ’ οίκον…

     

    Διαβάστε ακόμα, τo τέλος του Airbnb: Ένα παραμύθι χωρίς happy end, από τον Πέτρο Δεμερτζή.

     

     

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top