Η Δήμητρα Κολοτούρα είναι η ψυχή και το τιμόνι του οίκου Zeus+Δione. (Όλες οι φωτογραφίες είναι μια ευγενική παραχώρηση της Δήμητρας Κολοτούρα)

Λανσάροντας για πρώτη φορά την ανδρική σειρά Zeus+Δione και μεταξύ πολλών ταξιδιών σε όλον τον κόσμο, η Δήμητρα βρήκε την απαιτούμενη ησυχία (επιτέλους – την κυνηγάω 1 χρόνο περίπου) για να ανατρέξουμε τις σελίδες της ζωής της. Μιας ζωής πλούσιας, βαθιά ανθρώπινης (με την έννοια των πάνω-κάτω) και ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσας.

Η ήρεμη φωνή που ακούω, η όμορφη γυναίκα που βλέπω, η κομψή κυρία που περιεργάζομαι είναι αστείρευτη, πείσμων, αισιόδοξη και ρεαλίστρια και γελά πηγαία έχοντας πάντα στα μάτια και ένα μικρό κράτημα (ίσως όσων έχει περάσει). Αυτό το κράτημα αλλά και τα πάντα καταλύονται μόλις μιλά τη λατρεμένη της κόρη.

«Πολλές φορές μου έχει τύχει η… αποτυχία, αλλά πάντα την αντιμετώπιζα με χιούμορ. Εκείνη τη στιγμή σίγουρα με απογοήτευε αλλά γενικά ποτέ δεν με αποκάρδιωνε».

Η Zeus+Δione μόλις λάνσαρε την πρώτη της ανδρική συλλογή. (Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης / Federico Pompei)

– Πώς ήσασταν ως παιδί;

Ήμουν ένα κλειστό, συντηρητικό παιδί, αυτό που λένε, δηλαδή, γαλλικά, πιάνο, μπαλέτο και σπίτι. Σχεδίαζα στα βιβλία μου κοριτσάκια με ρουχαλάκια και η μαμά μου έλεγε «Εντάξει, τι σχεδιάστρια μόδας, τι αρχιτέκτονας! Σχέδιο το ένα, σχέδιο και το άλλο». Είχα μια καλλιτεχνική τάση από μικρή, αλλά κανένας από τους γονείς μου δεν ασχολιόταν με τις τέχνες επαγγελματικά – ο πατέρας μου είναι οικονομολόγος και η μητέρα μου αποφάσισε να δουλέψει όταν χώρισε και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Η μαμά μου όμως είχε, θεωρώ, μια καλλιτεχνική φλέβα – της άρεσε η Ιστορία της Τέχνης, πάντα ήμασταν μαζί μέσα στα βιβλία, στους ζωγράφους, έπρεπε να βλέπουμε έναν πίνακα και να λέμε ποιος τον ζωγράφισε και ποια ήταν η τεχνοτροπία του, είχε μια ωραία εμμονή με αυτά και ήθελε να τα μάθω και εγώ.

Σχολείο πήγα στο Αρσάκειο και μετά στους Θρακομακεδόνες, για λόγους μετακινήσεων. Έκανα πιάνο από πέντε χρονών. Κάποια στιγμή στην εφηβεία μου δεν ήθελα να το συνεχίσω. Όλες μου οι φίλες έπαιζαν μπάσκετ και βόλεϊ και ήθελα και εγώ να ασχοληθώ με αυτά. Η μητέρα μου μού είπε τότε, «Εντάξει, θα έρχεται λοιπόν η δασκάλα, εγώ θα την πληρώνω κι εσύ κάτσε και βλέπε το πιάνο». Μια φορά δεν έκατσα να παίξω, δύο, τρεις… στο τέλος συνέχισα τα μαθήματα. Δεν λέω ότι δεν την ευχαριστώ για την επιμονή της, αλλά σίγουρα δεν ακολουθώ το ίδιο μοτίβο στη διαπαιδαγώγηση της δικής μου κόρης. Πρέπει να πω βέβαια ότι το πιάνο ήταν για μένα μια μεγάλη αγάπη και μια διέξοδος. Όταν είχα ερωτικές απογοητεύσεις ή όταν περνούσα τις καταθλίψεις μου, ήταν η διέξοδός μου. Κλεινόμουν στο σαλόνι και έπαιζα για ώρες. Οπότε προφανώς η μητέρα μου το είχε παρατηρήσει αυτό και ίσως γι’ αυτό να επέμενε.

– Τι σπουδάσατε;

Έπρεπε να γίνω αρχιτέκτων. Έκανα μαθήματα σχεδίου και όλα τα υπόλοιπα, αλλά δεν πέρασα. Έδωσα και στη Σχολή Καλών Τεχνών δύο φορές, αλλά δεν με πήραν. Έτσι πήγα στην Ιταλία, στην Περούτζια. Ήμουν όμως ένα παιδί πολύ άβγαλτο και δεν μου άρεσε καθόλου. Μετά πήγα να κάνω ψυχολογία στο Παρίσι, όπου ούτε και εκεί άντεξα πάνω από ένα χρόνο. Και τότε είπε ο πατέρας μου, βλέποντας όλες αυτές τις περιπλανήσεις «Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά φέρε μου ένα χαρτί». Πήγα, λοιπόν, στο Λονδίνο και έκανα marketing.

«Για μένα το Λονδίνο ήταν σαν να με άφησες σε μια κοσμοπολίτικη πόλη, με μεγάλη δημιουργικότητα σε πολλούς τομείς, και έτσι ξετύλιξα τα ταλέντα μου – όσο μεγάλος ανταγωνισμός κι αν υπήρχε».

Με την κόρη της Αλεξάνδρα.

– Πώς το εξηγείτε όλο αυτό; Αυτή τη δυσκολία επιλογής δρόμου δηλαδή;

Όχι, συγγνώμη, δεν καταλάβατε: εγώ ήξερα τι ήθελα να κάνω. Ήθελα να ασχοληθώ με τη μόδα, είχα πάθος με αυτό, αλλά οι καταστάσεις δεν μου το επέτρεπαν. Τώρα που η κόρη μου, ας πούμε, θέλει να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο και τη σκηνοθεσία, εννοείται ότι συμφωνώ και της είπα ότι θα τη στείλουμε στο καλύτερο σχολείο. Εγώ έλεγα ότι ήθελα να ασχοληθώ με τη μόδα στα 12-13 μου, στα 14-15 άρχισα να το καταπιέζω, αλλά τελικά κάτι γίνεται στη ζωή σου και νομοτελειακά θα κάνεις αυτό που πάντα ήθελες.

Έκανα μια καριέρα στο marketing που θεωρείται επιτυχημένη, γιατί στο Λονδίνο ηγήθηκα του συνεδριακού γραφείου τουρισμού της χώρας μας κάτω από το Υπουργείο Τουρισμού (ΕΟΤ). Ήμουν πρώτα στη διαφήμιση, μετά έστησα το γραφείο που ανέφερα σε πολύ νεαρή ηλικία και κατόπιν έκανα τη δική μου εταιρεία. Δεν μπορούσα να κάτσω στο Δημόσιο γιατί ενώ είχα πολλές ιδέες, η γραφειοκρατία για τις εγκρίσεις και όλα τα υπόλοιπα ήταν πολύ χρονοβόρα και αυτό δεν ταίριαζε σε έναν άνθρωπο με το όραμα και την ενεργητικότητά μου.

Έτσι έκανα το επόμενο βήμα μου και ξεκίνησα τη δική μου εταιρεία επικοινωνίας, έναν «μικρό ΕΟΤ», που είχα σημαντικούς Έλληνες πελάτες και έκανα τις δημόσιες σχέσεις τους στη Μεγάλη Βρετανία. Η πρώτη μου δουλειά ήταν στην BBDO Athens, από όπου πήρα πολύ καλές βάσεις, ανέβηκα σιγά σιγά στην ιεραρχία και μετά έφυγα.

– Τι είναι το marketing τελικά; Κάτι που το μαθαίνεις, κάτι που το δουλεύεις ή ένα χάρισμα;

Πολλές φορές κάνεις τις σπουδές γιατί πρέπει ακαδημαϊκά να εξασκηθείς στο να διαβάζεις και να υπάρχει μια βαθιά γνώση σε ό,τι κάνεις. Στο marketing, δεν νομίζω ότι κανένας πετυχημένος επαγγελματίας το έμαθε επειδή πήγε καλά στις εξετάσεις. Πιστεύω ότι είναι ένστικτο, ένα ταλέντο που περιέχει πολλά πράγματα μαζί. Στη δική μου περίπτωση, είχε να κάνει με το ότι πέρασα και από την ψυχολογία, είχα κάνει και σπουδές, αλλά είχα και το χάρισμα της επικοινωνίας. Οπότε αυτό μετουσιώθηκε καταπληκτικά σε μία τέτοια καριέρα. Μετά μαθαίνεις και εξασκείσαι στο θέμα της πειθούς και της βαθιάς ανάλυσης των πραγμάτων – τα κατάφερνα παρά το νεαρό της ηλικίας μου, όπως είχε γραφτεί και στα μέσα: «ποια είναι αυτή η μικρή executive που είναι το 13ο γραφείο του BBC στον κόσμο;». Για μένα το Λονδίνο ήταν σαν να με άφησες σε μια κοσμοπολίτικη πόλη, με μεγάλη δημιουργικότητα σε πολλούς τομείς, και έτσι ξετύλιξα τα ταλέντα μου -όσο μεγάλος ανταγωνισμός κι αν υπήρχε. Είχα μεγάλη αυτοπεποίθηση και στεκόμουν πολύ γερά στα πόδια μου, αλλά μερικές φορές λέω ότι μπορεί να είχα και άγνοια κινδύνου, γιατί δεν έβλεπα κάτι που δεν θα μπορούσα να το καταφέρω! Όλα τα έβρισκα πολύ εύκολα.

– Δεν σας είχε τύχει… αποτυχία;

Πολλές φορές, αλλά πάντα την αντιμετώπιζα με χιούμορ. Εκείνη τη στιγμή σίγουρα με απογοήτευε αλλά γενικά ποτέ δεν με αποκάρδιωνε.

«Η μόδα ήταν η μεγάλη μου αγάπη, πάντα παρακολουθούσα τις τάσεις και ήμουν πολύ μέσα στα πράγματα – τα ήξερα λες και ήμουν ειδικός».

– Δεχόσασταν bullying ως γυναίκα στη δουλειά σας;

Απολύτως! Ήμουν στο Λονδίνο σε μία συνθήκη πολύ ανδροκρατούμενη και σεξιστική. Θυμάμαι πολλές φορές να είμαι σε meeting στο γραφείο του ΕΟΤ, που ήμουν η διευθύντρια ενός τμήματος, και ο γενικός διευθυντής να λέει «Τώρα θα μιλήσουμε για κάτι σοβαρό. Μπορείς να βγεις;». Ή τύχαινε να μην με καλούν σε meeting που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκομαι, για να μιλήσω για κάτι που αφορούσε το τμήμα μου. Θυμάμαι επίσης που έπρεπε να πάω σε παρουσίαση σε κάποια φαρμακοβιομηχανία-κολοσσό και μου έλεγαν ότι το κράτος μού καλύπτει μεταφορικά με το φθηνότερο μέσο, το οποίο ήταν το λεωφορείο. Έφτανα, όμως, εκεί που έπρεπε μετά από πολλές ώρες αλλά πάντα τύπος και υπογραμμός, με το κοστούμι μου, το μακιγιάζ, ακριβώς όπως θα έπρεπε – δεν με πτοούσε τίποτα.

Όταν επέστρεφα και τους έλεγα ότι πήγε καλά και πρέπει να κάνουμε αυτό και το άλλο, μου απαντούσαν, «σιγά μην ξέρεις εσύ τι πρέπει να κάνουμε». Θέματα σεξουαλικής παρενόχλησης δεν αντιμετώπισα αλλά αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα το άφηνα έτσι – οι φίλοι μου με λένε δικομανή!  Από πολύ μικρή, όταν άκουγα ότι συμβαίνει κάτι, έλεγα αμέσως «πρέπει να μιλήσεις με έναν δικηγόρο». Επειδή μεγάλωσα με μία μαμά που ήταν φεμινίστρια, δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω έτσι ένα τέτοιο θέμα.

– Μέχρι αυτό το σημείο της καριέρας σας, η μόδα δεν έχει κάνει ακόμα την είσοδό της, έτσι δεν είναι;

Όχι, μέχρι τότε ήμουν απλώς ένα «it girl» που μου έστελναν οι σχεδιαστές ρούχα τους να φορέσω σε διάφορα καλέσματα. Έχω ακόμα τα αποκόμματα με φωτογραφίες μου σε διάφορα περιοδικά, όπου τύχαινε να είμαι καλεσμένη σε επίσημες εκδηλώσεις. Δεν μπορώ να πω, πέρασα καταπληκτικά στο Λονδίνο.

– Στο Λονδίνο είχατε κάποια προσωπική σχέση;

Στο Λονδίνο είχα πάει με τον πρώην σύζυγό μου. Από μικροί ήμασταν μαζί εκεί. Εκείνος δούλευε πάρα πολύ, γιατί έκανε τις σπουδές του σε νοσοκομείο – ενώ ήμασταν συνομήλικοι, 23 χρονών περίπου, εγώ δούλευα αλλά εκείνος σπούδαζε ακόμα.

– Θυμάστε να είχατε τότε αδυναμία σε κάποιον οίκο μόδας;

Η μόδα ήταν η μεγάλη μου αγάπη, πάντα παρακολουθούσα τις τάσεις και ήμουν πολύ μέσα στα πράγματα – τα ήξερα λες και ήμουν ειδικός. Τότε πήγαινα και ξεροστάλιαζα έξω από το γραφείο του Tom Ford, που είχε αναλάβει τον οίκο Gucci. Ήμουν στη Μέκκα της μόδας, όλα γίνονταν εκεί, όλα ήταν ωραία και καλά και ξαφνικά έρχεται ένα Gucci το οποίο είναι μια αποκάλυψη -με cut-outs και να βγαίνουν από κάτω κάτι χρυσοί κρίκοι-, εκστασιάστηκα. Τότε λοιπόν ο Gucci ήταν ο αγαπημένος μου οίκος, κυρίως λόγω του Tom Ford, τον οποίο είχα συναντήσει και δυο-τρεις φορές σε κάποια εστιατόρια. Μου άρεσε πολύ και η Stella McCartney, η οποία είχε ταρακουνήσει τον χώρο της μόδας. Επίσης το νυφικό μου ήταν Vivienne Westwood και νομίζω ότι την εκνεύριζα πάρα πολύ, γιατί εκείνη ήθελε κάτασπρο δέρμα κι εγώ πήγαινα και μαύριζα. Θυμάμαι ότι στην αρχή δεν έβρισκα νυφικό που να μου αρέσει και είχα δει ένα τέλειο κοστούμι, αλλά η μητέρα μου μου είπε «ναι, είναι καταπληκτικό αλλά άσ’ το για τον δεύτερο γάμο!».

Αφιέρωμα για τον οίκο Zeus+Δione.

– Γιατί επιστρέψατε στην Ελλάδα;

Επιστρέψαμε για δουλειά του Στέφανου αλλά και επειδή πέθανε ο πατέρας του. Αν δεν συνέβαινε τότε αυτό το λυπηρό γεγονός, είχαμε ήδη βρει σπίτι και θα μετακομίζαμε στο Λος Άντζελες, γιατί ο Στέφανος είχε εκεί θέση καθηγητή. Τον αγαπούσα πολύ τον πεθερό μου – επειδή ο Στέφανος είχε πολλές εφημερίες, ερχόταν εκείνος στο Λονδίνο για να μου κάνει παρέα. Στις εννέα μέρες μετά τον θάνατό του, εγώ έμαθα ότι ήμουν έγκυος – σκέφτηκα λοιπόν το αληθινό, ότι κάποιος φεύγει και έρχεται κάποιος άλλος…

– Όταν γυρίσατε εδώ, εσείς με τι ασχοληθήκατε;

Για τέσσερα χρόνια εγώ πηγαινοερχόμουν Λονδίνο – Αθήνα, γιατί δεν έκλεισα την εταιρεία μου αμέσως. Είχα δουλέψει πάρα πολύ για αυτή την εταιρεία και τελικά, με έναν τρόπο, στο πικ της, έπρεπε να φύγω. Μου βγήκε σε καλό τελικά, παρ’ όλο που όταν γύρισα στην Αθήνα μόνιμα, έπεσα σε βαθιά κατάθλιψη, ενώ άρχισε να ξεκινάει και η κρίση.

«Στη ζωή μου, ένα πράγμα για το οποίο δεν είχα άγχος και ανασφάλεια ήταν τα λεφτά, γιατί τα δημιουργούσα».

– Όταν ήσασταν στο Λονδίνο, υπήρξε κάποιος άνθρωπος, ο οποίος στάθηκε σημαντικός για σας, που σας βοήθησε ή σας έδωσε την έμπνευση να προχωρήσετε μπροστά;

Στο Λονδίνο έζησα μία συνθήκη κατά την οποία η ανταλλαγή και η πληροφορία ήταν κάτι που γινόταν συνέχεια. Έχω όμως να πω ότι η πρώτη που αναγνώρισε το ταλέντο μου και μου είπε να πάω να δουλέψω μαζί της, ενώ ήμουν ακόμα στον ΕΟΤ, ήταν η Kate Slesinger από το Condé Nast, η οποία μου είπε ότι ήθελε να κάνω ό,τι έκανα και στο γραφείο συνεδριακού τουρισμού αλλά για το Condé Nast. Έτσι δημιουργήσαμε το γραφείο Ανατολικής Ευρώπης και Ελλάδας, που στην ουσία πούλαγα content, editorial και διαφημίσεις στους πελάτες. Δούλεψα πολύ ωραία αλλά ένα χρόνο μετά ήρθε ο Sean O’Hara, ο πρόεδρος του BBC, και μου είπε ότι ήθελε να κάνω για το BBC ό,τι έκανα για το Condé Nast.

– Άρα όλα αυτά τα χρόνια αποκτήσατε και αρκετά χρήματα.

Στη ζωή μου, ένα πράγμα για το οποίο δεν είχα άγχος και ανασφάλεια ήταν τα λεφτά, γιατί τα δημιουργούσα. Φυσικά και ξεκίνησα από ένα σπίτι που με στήριξε οικονομικά, αλλά δεν ήταν διατεθειμένοι αυτό να το εξακολουθήσουν για πάντα.

Με την μεγάλη της αγάπη, την κόρη της Αλεξάνδρα.

– Γνωρίζω πως αντιμετωπίσατε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Ήταν κάτι που σας ταρακούνησε πολύ;

Ναι, διαγνώστηκα με σκλήρυνση κατά πλάκας, σχεδόν μόλις είχα γεννήσει την κόρη μου. Ξαφνικά μια μέρα δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι, είχα παραλύσει στην αριστερή πλευρά του σώματός μου. Ήταν ένα δράμα, δεν μπορούσα να περπατήσω καλά, δεν μπορούσα να κρατήσω το παιδί μου, δεν μπορούσα να οδηγήσω… Έμεινα για ένα διάστημα στο νοσοκομείο, πήρα άπειρες δόσεις κορτιζόνης, αλλά τουλάχιστον μου επανέφερε κατά πολύ την κίνηση. Μετά έπεσα σε κατάθλιψη, έχοντας στο μυαλό μου συνέχεια μία ερώτηση, «γιατί σε μένα;». Επειδή όμως ήμουν ένας άνθρωπος που πιστεύει στην ψυχανάλυση και στη δουλειά με τον εαυτό μου, κάποια στιγμή μού είπε η ψυχοθεραπεύτριά μου ότι το πιο σταθερό πράγμα στη ζωή είναι η αλλαγή -και αυτό με «ξεκλείδωσε». Αυτό με βοήθησε να προχωρήσω, να βρω γιατρούς και διαφορετικές μεθόδους αντιμετώπισης και να είμαι στην καλή κατάσταση που βρίσκομαι σήμερα, όπου ακόμα βέβαια κάνω φυσιοθεραπεία και γυμναστική – υπάρχει ένας καθημερινός αγώνας.

– Πώς συνεχίσατε από εκεί και πέρα επαγγελματικά;

Είχα ακόμη το γραφείο μου και οι πελάτες μου δεν με εγκατέλειψαν, αν και είχα ρίξει την ταχύτητά μου, λόγω του θέματος της υγείας μου. Οπότε αυτό προχώρησε, είχα και το παιδί μου και αποφάσισα ότι θα κάνω τα πράγματα αλλιώς, λιγότερο έντονα, χωρίς όμως να τα αφήσω ποτέ.

– Πώς σας βοήθησε η σχέση σας με τον άντρα σας;

Αυτές οι προκλήσεις της ζωής ή σε ενώνουν πάρα πολύ ή σε σπάνε. Εμείς δεν είχαμε το υπόβαθρο για να μας ενώσουν, γιατί από τη μία εγώ έμπαινα όλο και σε πιο βαθιές σκέψεις και αναλύσεις και από την άλλη, ο Στέφανος πήγε σε εντελώς διαφορετική διέξοδο και αντιμετώπιση. Η ζωή μας στο Λονδίνο ήταν διαφορετική, ενώ στην Ελλάδα είχε άλλη επίδραση. Μας έκανε αγνώριστους – τον καθένα από άλλη πλευρά. Όταν ήρθε ο χωρισμός μας ήταν κάτι πολύ ανακουφιστικό και για τους δύο.

«Η Μαρέβα Μητσοτάκη είναι ένας άνθρωπος που γνώριζα πολλά χρόνια και η μία είχε μεγάλο σεβασμό για την άλλη, γιατί ήμασταν δυο γυναίκες που δουλεύαμε πολύ».

Με τη Μαρέβα Μητσοτάκη.

– Ξεκινήσατε τη Zeus+Δione με τη Μαρέβα Μητσοτάκη. Ήσασταν φίλες;

Είναι ένας άνθρωπος που τον γνώριζα πολλά χρόνια και η μία είχε μεγάλο σεβασμό για την άλλη, γιατί ήμασταν δυο γυναίκες που δουλεύαμε πολύ. Ο αδερφός της ήταν και είναι ένας από τους καλύτερους φίλους μου – τους γνωρίζω και οικογενειακώς. Όποτε συναντιόμασταν με τη Μαρέβα μάς συνέδεε μια αμοιβαία εκτίμηση και πάντα η μία σχολίαζε το τι φορούσε η άλλη με τα καλύτερα λόγια.

Ένα καλοκαίρι που είχε έρθει ένα Σαββατοκύριακο στη Σύρο, καθόμασταν και συζητούσαμε για τις καριέρες μας, σε μια εποχή που στην Ελλάδα υπήρχε οικονομική κρίση. Ήταν Ιούλιος του 2012 και η γαλλική Vogue είχε αφιέρωμα στην Ελλάδα, όπου έλεγε ότι παρόλο που ξέρουμε ότι αυτή την περίοδο η Ελλάδα περνάει άσχημα, ας μην ξεχνάμε τι έχει προσφέρει στον πολιτισμό. Τότε λοιπόν αναρωτηθήκαμε γιατί να μην υπάρχει ένα brand για το οποίο να είμαστε περήφανοι και να είναι γνωστό στο εξωτερικό. Μπορεί κάποτε να είχε υπάρξει ένας Τσεκλένης πχ και κάποιοι λίγοι ξεχωριστοί ακόμη αλλά τώρα τι γίνεται; Δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε κάτι.

Κοιταχτήκαμε και είπαμε, γιατί δεν το κάνουμε εμείς; Το είπαμε έτσι απλά, αλλά όταν αυτό εκφράζεται από δύο σκληρά εργαζόμενες γυναίκες, μεταφράζεται σε business plan τις αμέσως επόμενες μέρες, budget, στρατηγικό σχεδιασμό και τα λοιπά και ήδη τον ερχόμενο Σεπτέμβριο γυρίζαμε όλη την Ελλάδα με ένα αυτοκίνητο, για να το φέρουμε εις πέρας. Ήταν πολύ σημαντικό για εμάς να βρούμε την πρώτη ύλη από τη χώρα μας. Περάσαμε πολλές δυσκολίες, γιατί οι Έλληνες τότε ήταν δύσπιστοι λόγω της κρίσης και δεν ήταν εύκολο να συνταχθούν σε ένα καινούργιο άρμα ότι πάμε να κάνουμε κάτι καταπληκτικό. Ψάχναμε να βρούμε εργοστάσιο βαμβακιού και είχαν φύγει όλα, είχαν πάει στη Βουλγαρία, δεν υπήρχε ούτε ένα που να λειτουργεί.

– Στο Σουφλί ξεκινήσατε κατευθείαν τη συνεργασία;

Ναι, πήγαμε εκεί γιατί μάθαμε ότι υπήρχε κάποιος, ο Κώστας Μουχταρίδης, ο οποίος δεν είχε κλείσει ακόμα την επιχείρησή του και κάναμε ραντεβού. Πήγαμε λοιπόν σε ένα σκοτεινό και κρύο μέρος, γιατί έκαναν και οικονομία στο ρεύμα οι άνθρωποι, και κάτσαμε με τα μπουφάν και βλέπαμε υφάσματα. Το εργοστάσιο που είδαμε, ήταν αραχνιασμένο. Μας είπε ότι είχε εφτά χρόνια να υφάνει, γιατί κανένας δεν έκανε μετάξι στις μέρες μας. Του είπαμε ότι θέλουμε να κάνουμε μεταξωτά φορέματα και αυτός μας απάντησε ότι τα υφάσματα που επιλέξαμε, αυτός τα κάνει κουρτίνες. Τέλος πάντων όμως, συνεννοηθήκαμε και ξεκινήσαμε τη συνεργασία. Αυτό το ταξίδι για μένα ήταν το πιο ωραίο. Από εκεί που είχα προβλήματα στο σπίτι, βρέθηκα να διαλέγω υφάσματα, χρώματα, σχέδια – πιστεύω ότι έτσι μου «πέρασε» η σκλήρυνση κατά πλάκας.

Διαλέγοντας υφάσματα για τον οίκο Zeus+Δione.

– Ήσασταν σίγουρη από την αρχή ότι θα πετύχει το εγχείρημά σας ή το διαπιστώσατε στην πορεία;

Εγώ προέρχομαι από το marketing, έχω συμβάλει σε πολλά brands και έχω δει πώς πρέπει ένα brand να συμπεριφέρεται για να αναπτυχθεί και να πετύχει. Είχε έρθει η ώρα, τη γνώση που είχα αποκομίσει όλα αυτά τα χρόνια να τη χρησιμοποιήσω για κάτι δικό μου, να είμαι εγώ αυτός που θα αποφασίσει πώς θα γίνει. Ποτέ φυσικά δεν μπορείς να προβλέψεις τα πάντα, αλλά αφουγκράζεσαι τις αντιδράσεις. Όταν το 2013 πήγαμε στο Παρίσι την πρώτη φορά και κοντοστάθηκαν άνθρωποι και αναρωτήθηκαν τι είναι αυτό που φέραμε, σε μια πόλη που ούτε και ξέρω πόσα brands πηγαίνουν για παρουσίαση, ήταν κάτι σημαντικό. Παρουσιάσαμε φορέματα φτιαγμένα με βελονάκι, άλλα ρούχα από μετάξι και κεντήματα – και αμέσως πήραμε παραγγελία από το Matches Fashion. Εκεί λοιπόν καταλάβαμε ότι έχουμε κάτι καλό. Αν είχαμε ένα brand το οποίο το δείχναμε και το ξαναδείχναμε και δεν υπήρχε ανταπόκριση, θα καταλαβαίναμε ότι δεν θα προχωρήσει. Αν όμως δώσεις στον κόσμο της μόδας -και όχι μόνο- κάτι που έχει μια δυνατή ταυτότητα και ποιότητα, θα ανταποκριθεί.

– Εσείς και η Μαρέβα αλληλοσυμπληρωνόσασταν όσον αφορά τα επαγγελματικά σας προσόντα;

Ακριβώς. Η Μαρέβα ήξερε περισσότερα στα οικονομικά, εγώ περισσότερα στο marketing και αυτό βοήθησε πάρα πολύ. Το γούστο μας είχε απόλυτη ταύτιση, που μπορεί να μη μεταφραζόταν ακριβώς στο πώς ντυνόταν η καθεμία, αλλά, για παράδειγμα, μπορεί να πήγαινε η Μαρέβα μόνη της στο Σουφλί και να διάλεγε δυο τρία υφάσματα και χωρίς να ξέρω τι έχει επιλέξει εκείνη, μπορεί να πήγαινα εγώ την επόμενη μέρα και να διάλεγα τα ίδια. Είχαμε την ίδια αισθητική.

«Ο μεγάλος Τσεκλένης, ήταν πλάι μας όταν εμείς ξεκινήσαμε, ερχόταν να μας δώσει συμβουλές – ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και αισθάνομαι πολύ τυχερή που τον γνώρισα. Ήταν πρωτοπόρος σε αυτό που θέλαμε να κάνουμε».

– Επί της ουσίας, το ότι είναι σύζυγος του Κυριάκου Μητσοτάκη έπαιξε κάποιο ρόλο στη δουλειά σας – σας βοήθησε ή όχι;

Όχι, δεν μας βοήθησε. Αντιθέτως, υπήρξε και περίοδος που μας διέλυσε. Δεν είναι ωραίο κάθε Κυριακή να είσαι στις εφημερίδες και να λένε ό,τι να ‘ναι. Ούτε και πόρτες μάς άνοιξε εμπορικά και θα πω κάτι πολύ αστείο πάνω σε αυτό. Έλεγαν ότι μπήκαμε στο Bergdorf Goodman επειδή η Μαρέβα είναι γυναίκα του Μητσοτάκη. Όταν εμείς μπήκαμε στο Bergdorf Goodman και μας σύστησε η ατζέντισσά μας στη head buyer, της είπε ότι ο σύζυγος της Μαρέβας είναι πολιτικός, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και λέγεται Μητσοτάκης. Η buyer τότε νόμιζε ότι ήταν Κινέζος –Mitso-taki. Κλαίγαμε από τα γέλια, θυμάμαι. Σε αυτόν τον χώρο, δεν τους νοιάζει τίποτα.

– Μπορεί να γίνεις «δούλος» της ταυτότητας του brand σου; Νιώσατε δηλαδή ποτέ ότι η εταιρεία σας μπορεί να επαναλαμβάνεται και να θέλει μια αλλαγή;

Ναι, σίγουρα, μέσα στην πορεία. Εμείς δεν ήμασταν σχεδιάστριες. Είχαμε αυτή την ωραία ιδέα με έναν τρόπο καταναλωτικό, δηλαδή τι θα θέλαμε εμείς ως καταναλώτριες. Είχαμε όμως άποψη. Λέγαμε θα κάνουμε αυτό το μεταξωτό πουκάμισο αλλά θέλουμε να έχει γιακά Μάο, γιατί όταν ψάχνουμε για κάτι τέτοιο, δεν βρίσκουμε πουθενά. Από την ανάγκη μας, δηλαδή, κάτσαμε και κάναμε τις πρώτες μας συλλογές. Σε αυτό ταυτιζόμασταν απόλυτα με τη Μαρέβα και είχαμε μαζί μας τη σχεδιάστρια Λυδία Βουσβούνη που το πραγματοποιούσε. Το ότι δεν ήμασταν όμως άνθρωποι της μόδας, όπως είπα, ή ότι δεν είχαμε ταλέντο στη σχεδίαση, αυτό άρχισε να φέρνει την επαναληπτικότητα και να γίνεται μονότονο.

Αυτό συνέπεσε και με το γεγονός ότι η Μαρέβα έπρεπε οπωσδήποτε να φύγει από την εταιρεία, αφότου ο σύζυγός της έγινε πρωθυπουργός, και έτσι είχα να αντιμετωπίσω δύο τινά: Τι θα κάνω τώρα μόνη μου, γιατί εμένα μου αρέσουν οι καλές συνεργασίες, και πώς θα αντιμετωπίσω το εμπορικό και το οικονομικό κομμάτι αυτής της εταιρείας, γιατί έχω πλέον κάνει ένα promise παγκόσμιο, έχω πολλούς υπαλλήλους και συνεργάτες από όλη την Ελλάδα, και έρχεται αυτή η ευθύνη και κάθεται σε συνδυασμό με την απώλεια, όπου παθαίνω μια δεύτερη κατάθλιψη -ένιωσα ολομόναχη. Το μόνο καλό ήταν ότι αυτό έτυχε να γίνει καλοκαίρι, όπου είχα χρόνο να σκεφτώ αυτές τις πολύ σοβαρές αποφάσεις. Για τα οικονομικά είχα κάνει μια προεργασία, γιατί δεν μου αρέσει να αφήνω τίποτα στην τύχη του. Από εκεί και πέρα, είπα λοιπόν ότι θα πάρω έναν σχεδιαστή διεθνών προδιαγραφών και θα προχωρήσω με αυτόν. Έτσι κι έγινε. Όταν έκανα την πρόταση στον Μάριο Σουάμπ, δέχτηκε και χάρηκα πολύ γι’ αυτό. Να προσθέσω βέβαια ότι όλα αυτά γίνονταν σε περίοδο κορωνοϊού.

– Πώς σκεφτήκατε τον Μάριο;

Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είχα δει το 2012, όταν τότε έκανα τις δημόσιες σχέσεις για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ελλάδας. Έκανα το Ελληνικό Σπίτι, στο Λονδίνο. Στα διαλείμματα της δουλειάς μου εκεί, όπου είχαμε πολύ έντονη δράση, πήγαινα και έβλεπα κόσμο, όπως τη διευθύντρια της Vogue, μια δημοσιογράφο από το Elle, και τους έλεγα ότι θα κάνουμε ένα brand το οποίο το λένε Zeus+Δione, ρωτούσα πώς τους φαίνεται το όνομα και όλα αυτά. Τότε λοιπόν είχα κάνει ραντεβού και με τον Μάριο, που ήταν αστέρι τότε, για να τον ρωτήσω μήπως ήθελε να σχεδιάζει για μας. Εξάλλου ήμουν fan του, στο Λονδίνο αγόραζα ρούχα του. Μου είχε πει τότε, «Μακάρι να είχα εγώ αυτή την ιδέα. Με συγκινεί το craft πάρα πολύ, όμως δεν έχετε καν ξεκινήσει και δεν είναι τώρα η φάση της ζωής μου να πειραματιστώ». Πράγματι, κατάλαβα την άρνησή του, γιατί εκείνος είχε ήδη δημιουργήσει τότε μια κατάσταση στο Λονδίνο, δεν μπορούσε να την αφήσει. Οπότε όταν τον ξανασυνάντησα μετά από οκτώ χρόνια, το 2020, δέχτηκε. Το συμβόλαιό μας έλεγε ότι θα έρχεται δύο με τρεις φορές τον μήνα στην Ελλάδα για να κάνουμε τις κολεξιόν. Ερχόμενος όμως εκείνη την περίοδο του κορωνοϊού, αποκλείστηκε στην Ελλάδα και δεν μπορούσε να επιστρέψει Λονδίνο. Έμεινε γύρω στον ενάμιση μήνα, του άρεσε και από τότε παρέμεινε στη χώρα μας.

– Με πόσους ανθρώπους συνεργάζεστε τώρα;

Οι εξωτερικοί συνεργάτες μας είναι πάρα πολλοί, αλλά οι βασικοί είναι ο Μουχταρίδης, με τον οποίο έχουμε δεθεί πολύ, και ο Άρης Τζονευράκης που κάνει κεντήματα στο Άργος.

– Πόση ιστορία διαβάσατε για όλη αυτή την υπόθεση;

Πάρα πολύ, ήταν σαν να πήγα σε τρία πανεπιστήμια ταυτόχρονα. Διότι είναι η ιστορία της τέχνης, η ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, η Αρχαιότητα, πάρα πολλά πράγματα στα οποία πρέπει να εντρυφήσεις. Πηγαίναμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο και καθόμασταν με τις ώρες, γιατί τα πράγματα που κάνουμε, απορρέουν από τέτοιες πηγές.

«Το ότι η Μαρέβα είναι σύζυγος του πρωθυπουργού δεν μας βοήθησε. Αντιθέτως, υπήρξε και περίοδος που μας διέλυσε. Δεν είναι ωραίο κάθε Κυριακή να είσαι στις εφημερίδες και να λένε ό,τι να ‘ναι».

Αριστερά: Μια από τις κλασικές δημιουργίες του οίκου Zeus+Δione. Δεξιά με την κόρη της Αλεξάνδρα.

– Γιατί, πιστεύετε, έχουμε χάσει την παράδοσή μας;

Θα σας απαντήσω με μια έκθεση, με τίτλο «Δι’ αυτά πολεμήσαμεν», η οποία έγινε πριν από μερικά χρόνια στο Αρχαιολογικό Μουσείο, υπό την έμπνευση και υλοποίηση της διευθύντριάς του, Μαρίας Λαγογιάννη. Είχε πίνακες από την Τουρκοκρατία, με τους στρατιώτες να πολεμάνε και πίσω τα γκρεμισμένα αρχαία. Αυτή είναι η σύνδεση. Το «Δι’ αυτά πολεμήσαμεν» σημαίνει ότι η ιστορία είναι στο DNA μας, δεν φεύγει. Το γεγονός ότι αυτός ο τόπος κάποτε υπήρξε κοιτίδα και θεμελιωτής τόσων πολλών πραγμάτων δεν θα φύγει από το κύτταρό μας. Το ότι μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς, βρήκαμε τη δύναμη και το πολεμήσαμε, δεν το έχουν κάνει πολλοί λαοί – να μην αφομοιωθούν εντελώς από τον κατακτητή. Τώρα γιατί εμείς, ως Νεοέλληνες, έχουμε απομακρυνθεί από την παράδοση, οφείλεται σε πολλούς λόγους. Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 είχαμε τέτοια ξενομανία, που το κράτος μας αναγκάστηκε να κάνει τη διαφήμιση «Επιμένουμε Ελληνικά». Στον τομέα της μόδας, ας πούμε, πόσοι Έλληνες θα επέλεγαν να αγοράσουν ένα ελληνικό ρούχο, αν μπορούσαν να πάρουν ένα Gucci; Θέλω να πω όμως ότι ο μεγάλος Τσεκλένης, ήταν πλάι μας όταν εμείς ξεκινήσαμε, ερχόταν να μας δώσει συμβουλές – ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και αισθάνομαι πολύ τυχερή που τον γνώρισα. Ήταν πρωτοπόρος σε αυτό που θέλαμε να κάνουμε.

– Το σχέδιο της ρίγας που κάνετε, τι ακριβώς είναι;

Είναι σπαθιά που συναντιούνται, έτσι τα λέει η Ιστορία, και το ύφασμα αποκαλείται σπαθωτό. Το έχουμε κατοχυρώσει μάλιστα ως περιγραφή διεθνώς.

«Η έμπνευση για το ανδρικό ρούχο έρχεται από τους εργάτες, από αυτούς τους αξιοπρεπείς ανθρώπους που στις δεκαετίες του ’30, του ’40 και του ’50 πήγαιναν στη δουλειά τους με σακάκι».

– Ως προς τις γραμμές και το design των ρούχων σας, κρατάτε μια απόσταση από κάτι πιο μοντέρνο;

Αυτό που έχουμε δημιουργήσει είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Ξεκίνησε κάπως, εξελίσσεται με τις επιλογές μας, κάναμε μια καταπληκτική συλλογή για το 2021, με καινούργιες φόρμες, που είχε μεγάλη διεθνή απήχηση, προχωράμε πιο επιθετικά ως προς τα shapes και η θηλυκή πλευρά, απενοχοποιημένα, θα βγαίνει πιο πολύ. Μην ξεχνάτε ότι όταν ξεκινήσαμε, μιλάγαμε για τις ανάγκες των γυναικών που ταξιδεύουν, έχουν καριέρες, έχουν ένα sophistication -αυτό ήταν που κάναμε εμείς τότε. Τώρα δεν είναι αυτό ακριβώς. Τώρα είναι η γυναίκα που χαίρεται τη ζωή της, είτε ταξιδεύει είτε όχι, είτε δουλεύει είτε όχι. Εχει ωριμάσει η ματιά μου και έτσι έχει αρχίσει να ανοίγει η βεντάλια, ώστε τα ρούχα να αφορούν την 50χρονη γυναίκα αλλά να αφορούν και την 20χρονη.

– Η ανδρική ματιά παίζει ρόλο, δηλαδή το ότι ο σχεδιαστής είναι άνδρας;

Δεν θέλω να το κατηγοριοποιήσω ως προς το φύλο. Ρόλο παίζει η εμπειρία, γιατί ο Μάριος έχει ένα πολύ έμπειρο μάτι στα θέματα της μόδας και σχήματος και πατρόν, που εγώ δεν το είχα. Επίσης έχει τεράστια γκάμα, χωρίς να χάνει το DNA του brand και τη θηλυκότητα.

– Το υπόλοιπο άνοιγμά σας στο design, στα αντικείμενα, σκοπεύετε να το «ανοίξετε» κι άλλο ή υπάρχει ο κίνδυνος να «χαθείτε»;

Είναι lifestyle brand, ποτέ δεν είπαμε ότι θα κάνουμε μόνο μόδα. Δεν μας αφορά μόνο το τι φοράμε αλλά και το περιβάλλον μας, ο χώρος που ζούμε, θέλουμε να βλέπουμε όλες τις πτυχές της ζωής. Το μέλλον είναι απρόβλεπτο και το brand μας έχει να κάνει με τα πάντα στη ζωή.

Κομμάτια από την ανδρική συλλογή Zeus+Δione. (Φωτογραφίες: Federico Pompei / Γιώργος Καπλανίδης)

– Έχετε και άλλα σχέδια στο μυαλό σας;

Ναι, ήδη ξεκινήσαμε και τα ανδρικά! Η έμπνευση για το ανδρικό ρούχο έρχεται από τους εργάτες, από αυτούς τους αξιοπρεπείς ανθρώπους που στις δεκαετίες του ’30, του ’40 και του ’50 πήγαιναν στη δουλειά τους με σακάκι. Ο ψαράς πήγαινε στη βάρκα το πρωί με σακάκι, το έβγαζε και φορούσε τα ρούχα της δουλειάς, για να πάει για την ψαριά. Στην ανδρική μας κολεξιόν υπάρχει μια νοσταλγία για εκείνη την εποχή.

– Ποια χώρα προτιμάει πιο πολύ τα ρούχα σας;

Η Ευρώπη σίγουρα είναι ο πρωταγωνιστής. Η Αμερική είναι ανερχόμενη δύναμη και πάντα έχουμε μία σταθερή αξία που είναι η Ιαπωνία, το Τόκιο, όπου έχουμε τα ρούχα και τα αντικείμενα σε 3-4 μαγαζιά. Όταν είδα ότι πουλήσαμε πορσελάνες στους Ιάπωνες και στην Κίνα μετάξι, είπα ότι κάτι έχουμε κάνει καλά.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο φακός της Yulia Koval αγαπά την ελληνική γαλήνη

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top