everlane-tshirts-2

    Τα απαλά T-shirts της Everlane προσεγγίζουν την ποιότητα των James Perse σε ένα κλάσμα της τιμής, και με “ηθικότερα” διαπιστευτήρια.

    Η Silicon Valley δεν είναι γνωστή για την υψηλή αισθητική της στο ντύσιμο και ο Mark Zuckerberg αποτελεί μάλλον το καλύτερο παράδειγμα. Ο Mr Facebook δεν έχει εξτραβαγκάντσιες στην ντουλάπα του, περιορίζεται στο να φοράει αποκλειστικά ένα γκρίζο T-shirt, το οποίο διαθέτει σε δεκάδες αντίτυπα. Ωστόσο, η αντίληψή του περί μοδός γνωρίζει πιένες και πέρα από το Menlo Park. Όλο και περισσότερες start-ups, από το Σαν Φρανσίσκο έως τη Νέα Υόρκη, περνώντας από το Λονδίνο και το Παρίσι, μιζάρουν στην επιθυμία μιας μερίδας της νεολαίας για basics ρούχα που κρατάνε πολύ, αντί να ακολουθεί κατά γράμμα και την τελευταία τάση της μόδας.

    Στο Σαν Φρανσίσκο, η Everlane και η Cuyana, δύο start-ups που στήθηκαν πριν από καμιά πενταετία, ποντάρουν στη «slow fashion», ένα κίνημα που έχει για σλόγκαν το «καταναλώνουμε λιγότερο, αλλά καλύτερα». Ξεκινώντας απ’ τη διατροφή, πιάνει τώρα και τη μόδα, μια βιομηχανία που προβληματίζεται όλο και πιο πολύ για τον τρόπο παραγωγής της. Κι αυτό ιδίως μετά την τραγωδία στο Μπαγκλαντές, όταν το Rana Plaza, ένα κτίριο στο οποίο στεγάζονταν τα εργαστήρια κατασκευής ενδυμάτων των μεγάλων οίκων, κατέρρευσε, προκαλώντας το θάνατο περισσότερων των 1.100 ανθρώπων.

    Κατανάλωση ξέφρενη και σπάταλη

    Κάθε χρόνο, ο Αμερικανός αγοράζει κατά μέσον όρο 64 ρούχα και πάνω από 7 ζευγάρια παπούτσια, περισσότερα από κάθε άλλη εθνικότητα, σύμφωνα με την American Apparel & Footwear Association. Κατανάλωση ξέφρενη που συνεπικουρείται από τη συνεχή πτώση των τιμών στα ρούχα εδώ και μια 20ετία στις ΗΠΑ. Το 85% αυτών των αγορών καταλήγουν στη συνέχεια στα σκουπίδια, σύμφωνα με το Συμβούλιο για την Ανακύκλωση των Υφασμάτων.

    Εναντίον ακριβώς αυτής της σπατάλης στρέφονται αυτές οι νέες επιχειρήσεις που αναφύονται, οι οποίες προτείνουν «μια γκαρνταρόμπα κλασική και διαχρονική», σύμφωνα με τα λόγια του Uriel Karsanty, ιδρυτή του Maison Standards, μιας παριζιάνικης μάρκας της ιδίας λογικής.

    Μαλλί Mérino ή Alpaga, κασμίρι, βιολογικό βαμβάκι, κινέζικο μετάξι… Αυτές οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν μόνο φυσικές πρώτες ύλες, αντιτιθέμενες στις επιπτώσεις των τεχνητών ινών στο περιβάλλον. «Το πολυέστερ κάνει 400 χρόνια για να αποσυντεθεί στη φύση», λέει αγανακτισμένη η Maxine Bédat, συνιδρύτρια της Zady, ενός καταστήματος ηλεκτρονικού εμπορίου με έδρα τη Νέα Υόρκη.

    Οι επιχειρήσεις αυτές βασίζονται επίσης στην επιθυμία για διαφάνεια των «millenials», μιας γενιάς ευαισθητοποιημένης στο θέμα της ηθικής του τρόπου παραγωγής.

    Οι επιχειρήσεις αυτές βασίζονται επίσης στην επιθυμία για διαφάνεια των «millenials», μιας γενιάς ευαισθητοποιημένης στο θέμα της ηθικής του τρόπου παραγωγής. Η Cuyana, η Everlane, η Zady ή η The 30 Years Sweatshirt στο Λονδίνο αναγράφουν όλες τους το εργοστάσιο στο οποίο κατασκευάστηκε το ρούχο, με λεπτομερή του περιγραφή και φωτογραφίες.

    Η Everlane μάλιστα έχει βάλει μπρος μια προχωρημένη εκδοχή των κριτηρίων ελέγχου, ώστε να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με τις μισθολογικές αποκλίσεις, τις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, ακόμα και την παρουσία ζεστού νερού και κλιματισμού στους κοιτώνες των εργατών. Εμπνέεται από τον πρωτοπόρο στον τομέα, την καλιφορνέζικη Patagonia.

    zady_product_page

    Η “αειφόρος μόδα” της Zady καταγράφει τις μεγαλύτερες πωλήσεις online.

    Πωλήσεις μέσω Internet

    Οι επιλογές αυτές δεν σου επιτρέπουν να πουλάς τόσο φτηνά όσο τα H&M ή η Zara, ωστόσο οι τιμές δεν είναι αστρονομικές – $ 150 για μια δερμάτινη τσάντα στην Cuyana και $ 230 για ένα χοντρόμαλλο πουλόβερ στη Zady -, χάρη στην απόφαση να παρακαμφθούν τα καταστήματα και οι πωλήσεις να γίνονται απευθείας στον καταναλωτή μέσω Internet.

    Ένα στοίχημα που έχουν κερδίσει και άλλες start-ups, όπως η λονδρέζικη Made για τα έπιπλα ή η νεοϋορκέζικη Warby Parker για τα γυαλιά. Τα στοκ είναι επίσης περιορισμένα, χάρη στον αριθμό των κολεξιόν, ο οποίος είναι λιγότερο φρενήρης απ’ ό,τι στον κλασικό κόσμο της μόδας.

    Αυτή η ιδέα της διαφάνειας δεν αφήνει αδιάφορες τις μεγάλες μάρκες. Πολλοί κατασκευαστές, όπως η Nike ή η Levi’s, από το 2011 συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της Sustainable Apparel Coalition ώστε να θέσουν ένα στάνταρ μέτρησης της περιβαλλοντικής και κοινωνικής επίπτωσης της παραγωγής τους.

    Πράγμα που έχει και εμπορικό ενδιαφέρον: μια μελέτη που έγινε από δύο ερευνητές του MIT και του Harvard σε καμιά εκατοστή καταστήματα Banana Republic, μια θυγατρική της Gap, πέρυσι, έδειξε ότι η παρουσία μιας ένδειξης σχετικά με τις εργασιακές συνθήκες επιτρέπει μια αύξηση στις πωλήσεις ακριβών ρούχων της τάξης του 14%.

     

    Διαβάστε ακόμα: Η μόδα πέθανε, ζήτω το ρούχο.

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top