“Σε ό,τι αφορά τη δική μου επιχείρηση αλλά και τους πελάτες μας ομολογώ ότι οι ανάγκες καθημερινού crisis management κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών δεν άφησαν πολλά περιθώρια ενδοσκόπησης”, λέει ο Κώστα Παναγάκης.

-Tί σας λένε οι ξενοδόχοι που δεν άνοιξαν τελικά; Σε τι πληρότητες στόχευαν για να είναι βιώσιμοι φέτος;

Κοιτάξτε, ομολογώ ότι η συγκεκριμένη ερώτηση δεν μπορεί να έχει μια ξεκάθαρη απάντηση στη λογική μέσων όρων, καθώς αυτό που έχουμε στο μυαλό μας ως ο “μέσος ξενοδόχος” πολύ απλά δεν υφίσταται ως έννοια. Ο κλάδος της φιλοξενίας στη χώρα μας και πολύ περισσότερο το σκέλος του που αφορά στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις δεν αποτελεί μια ομοιογενή ομάδα επιχειρήσεων με κοινά στοιχεία κόστους ή έστω κοινά χαρακτηριστικά ως προς το μοντέλο κερδοφορίας τους. Ένα boutique ξενοδοχείο 50 δωματίων στις Σπέτσες δεν έχει καμία σχέση με ένα resort 600 δωματίων στη Χερσόνησο Κρήτης. Ένα σύμπλεγμα βιλών στην Ελούντα δεν έχει καμία σχέση με ένα σύμπλεγμα βιλών στην Πάρο. Και για να γίνει ακόμη πιο σαφές: ένα upscale ξενοδοχείο στην καρδιά της Αθήνας δεν έχει καμία σχέση με ένα upscale ξενοδοχείο στην καρδιά της Μυκόνου, έστω και αν ο αριθμός δωματίων τους και η μέση τιμή ανά δωμάτιο είναι ακριβώς στα ίδια επίπεδα. Το να αναζητήσει κανείς λοιπόν ένα μέσο επίπεδο πληρότητας ή ένα κοινό break even point θα ήταν μάταιο. Εξαρτάται από τις επενδύσεις που έχει κάνει κανείς, τις feeder αγορές στις οποίες στηρίζεται, τη δανειακή του μόχλευση και μια πλειάδα άλλων παραγόντων.

-Ήταν εν τέλει μια προσωπική απόφαση του καθενός. 

Αυτό που θα σημείωνα από τη δική μου εμπειρία είναι ότι οι βασικοί αποτρεπτικοί παράγοντες που καθόρισαν τις τελικές αποφάσεις κάποιων ξενοδόχων ήταν κυρίως το λειτουργικό cash flow που θα χρειαζόταν για το ξεκίνημα της μονάδας τους αλλά και το ρίσκο αντιμετώπισης ενός πιθανού κρούσματος.
Οφείλω βέβαια να προσθέσω ότι δεν γνωρίζω ξενοδόχο που θέλει να βλέπει το ξενοδοχείο του κλειστό. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι όσοι τελικά έλαβαν την απόφαση να παραμείνουν κλειστοί το ζύγισαν μέχρι τελευταία στιγμή έχοντας καλύψει ατελείωτες ώρες συζητήσεων, εκτιμήσεων και διαπραγματεύσεων επί προϋπολογισμών.

«Τα υγειονομικά πρωτόκολλα είναι μόνο η αρχή. Οι αλλαγές θα είναι πιο ουσιαστικές σε βάθος χρόνου».

-Η πανδημία είναι μια ευκαιρία για πολλούς να κάνουν ένα reset και να  επανεκτιμήσουν τη στρατηγική τους. Εκτός από το καθαρά πρακτικό κομμάτι της υγειονομικής θωράκισης υπάρχει και ένα “υπαρξιακό” σκέλος του τι θέλω από την επιχείρηση που έφτιαξα και από τη ζωή μου; Μια αναρώτηση του πού πάει ο τόπος μου και ποιος είναι ο ρόλος μου σε αυτό; Ελάτε να το φιλοσοφήσουμε λίγο…

Θα είμαι ειλικρινής: σε ό,τι αφορά τη δική μου επιχείρηση αλλά και τους πελάτες μας ομολογώ ότι οι ανάγκες καθημερινού crisis management κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών δεν άφησαν πολλά περιθώρια “ενδοσκόπησης”, ωστόσο το “reset” στη στρατηγική έχει αναπόφευκτα ξεκινήσει. Η καθημερινότητά όλων μας έχει ήδη αλλάξει και αυτό μας φέρνει αναμφισβήτητα μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα. Καλή ή κακή δεν έχει σημασία. Αυτό είναι και σε αυτό το πλαίσιο μέσα θα κληθούμε να λειτουργήσουμε.
Ο κλάδος του hospitality αλλάζει ριζικά και οι αλλαγές ξεκινούν από τους ίδιους τους ταξιδιώτες και αγγίζουν όλο το οικοσύστημά μας: από την ίδια τη λειτουργία των ξενοδοχείων μέχρι τον τρόπο προώθησης και πώλησης. Τα υγειονομικά πρωτόκολλα και οι short term αλλαγές στη λειτουργία των ξενοδοχείων είναι απλώς η αρχή. Οι αλλαγές θα είναι πιο ουσιαστικές σε βάθος χρόνου και θα έχουν να κάνουν κατά βάση στο πώς δομείται και πώς προσφέρεται η συνολική εμπειρία φιλοξενίας.

-Συμφωνείτε ότι η φετινή κατάσταση είναι και μια ευκαιρία για εμάς τους Έλληνες να απολαύσουμε τη χώρα μας παρθένα;

Θα έλεγα ότι είναι μια ευκαιρία να δούμε έμπρακτα ποια είναι τα οφέλη μιας εναλλακτικής, πιο ήπιας τουριστικής πραγματικότητας. Ίσως αρχίσουμε πλέον όλοι συνειδητά να μετράμε με πιο σύνθετα και ποιοτικά κριτήρια την επιτυχία μας στον τουριστικό τομέα.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο “λανσάρισμα” της φετινής τουριστικής σεζόν. Τελικά πάρα πολλά ξενοδοχεία σε όλη την Ελλάδα έμειναν κλειστά. Εκτός από το ρίσκο της μετάδοσης του ιού, ο Κώστα Παναγάκης αποδίδει την απραξία ορισμένων ξενοδόχων στην έλλειψη cash flow για το ξεκίνημα της μονάδας τους. (Φωτό: SOOC).

-Κάποτε βροντοφωνάξαμε το βλακώδες “δεν θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης”. Η νοοτροπία μας άλλαξε πολύ έκτοτε. Τι άλλο πρέπει να αλλάξουμε στη νοοτροπία μας;

Αν θέλετε την προσωπική μου άποψη, η αλλαγή στη συγκεκριμένη νοοτροπία αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά βήματα που έχουν συντελεστεί στην ελληνική φιλοξενία. Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν από το εν λόγω λεκτικό ατόπημα καταλάβαμε όλοι ότι μπορούμε να γίνουμε μια χώρα που θα βιοπορίζεται και θα μακροημερεύει παρέχοντας υπηρεσίες υψηλού επιπέδου.
Το επόμενο βήμα κατά την ταπεινή μου άποψη είναι να αλλάξουμε τη νοοτροπία απέναντι στην εκπαίδευση υψηλού επιπέδου για την παροχή αυτών των υπηρεσιών. Φαντάζεστε τα οφέλη από τη λειτουργία ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων για τον τουρισμό στην Αθήνα, στις Κυκλάδες, στους Δελφούς και στα Μετέωρα; Φωτεινές εξαιρέσεις υπάρχουν και σε αυτό τον τομέα αλλά χρειάζονται τη στήριξη όλων μας.

«Τώρα είναι μια ευκαιρία να δούμε τα οφέλη μιας εναλλακτικής, πιο ήπιας τουριστικής πραγματικότητας».

-Η Ελλάδα έχει ακριβύνει. Παραμένει φθηνή αν υπολογίσουμε τα μοναδικά της χαρακτηριστικά ή είμαστε πλέον μη ανταγωνιστικοί;

Θα προσπαθήσω να είμαι ευθύς, χωρίς “στρογγυλέματα” στην απάντησή μου. Δεν νομίζω ότι τίθεται θέμα ακριβού ή φθηνού, καθώς το μέτρο σύγκρισης είναι κάθε φορά διαφορετικό. Κάθε επένδυση στον τουρισμό, από ένα μικρό εστιατόριο μέχρι ένα σύνθετο resort, βασίζεται σε μια πρόταση φιλοξενίας η οποία απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο (διεθνές στην περίπτωσή μας) κοινό. Είναι λογικό και πρόδηλο η τιμολόγηση να βασίζεται στο κοινό στο οποίο απευθύνεται κανείς και όχι σε γεωγραφικά ή άλλα κριτήρια.
Σε ό,τι αφορά το κομμάτι των ξενοδοχείων, από όπου έρχονται οι προσλαμβάνουσες που έχω, όχι μόνο είμαστε ανταγωνιστικοί αλλά έχουμε και τα αυξημένα αντανακλαστικά που χρειάζονται προκειμένου να προσαρμόζουμε τις τιμές μας ανάλογα. Οι ξενοδόχοι της Μυκόνου, της Σαντορίνης, των Σπετσών, της Ελούντας κ.λπ. γνωρίζουν πολύ καλά τι κάνουν οι ανταγωνιστές τους στη Σαρδηνία, στο Porto Cervo, στο Capri και στην Κυανή Ακτή. Βρισκόμαστε στις ίδιες εκθέσεις ανά τον κόσμο, οι πωλήσεις μας περνάνε από τους ίδιους συνεργάτες, έχουμε τους ίδιους προβληματισμούς και τα ίδια ζητήματα να αντιμετωπίσουμε σε ό,τι αφορά το διεθνές κοινό στο οποίο όλοι απευθυνόμαστε.
Βασικό ρόλο και εδώ παίζουν οι δυνάμεις της αγοράς, τις οποίες δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει. Θα ήταν αθώο να θεωρηθεί ότι η τιμολογιακή πολιτική στον κλάδο του τουρισμού σε μια χώρα ορίζεται στη βάση τοπικών κριτηρίων.

-Τι σημαίνει ποιοτικός τουρίστας; Συνήθως εννοούμε τον τουρίστα που αφήνει παραπάνω χρήματα. Κυρίως αυτόν θέλουμε όμως; Που κάνει ντους με σαμπάνια στη Μύκονο; Δεν κινδυνεύουμε από αυτόν τον τουρισμό να “καεί” η αυθεντικότητα μας;

Ανοίγετε μεγάλη συζήτηση. Υπερβολές στις συμπεριφορές επισκεπτών ανέκαθεν υπήρχαν και θα υπάρχουν. Ενδεχομένως σε τοπικό επίπεδο να χάνεται το μέτρο. Ανήκω ωστόσο στους αισιόδοξους που βλέπουν με πιο “μακροσκοπική” οπτική αυτά που έχει καταφέρει ο κλάδος της ελληνικής φιλοξενίας όλα αυτά τα χρόνια σε ό,τι έχει να κάνει με την προσέλκυση upscale κοινού, και δεν μπορώ παρά να αισθάνομαι υπερήφανος. Βλέπω αρχιτεκτονικά διαμάντια στο Αιγαίο που σέβονται και τιμούν την ελληνικότητα. Ψηλώνω από την περηφάνια όταν συστήνω σε φίλους από το εξωτερικό μοναδικά γαστρονομικά διαμάντια στην Τήνο. Νιώθω περήφανος όταν βλέπω πραγματικά οραματιστές ξενοδόχους να δημιουργούν μοναδικής αισθητικής ξενοδοχειακά concept στη Σαντορίνη, την Πάρο, τη Μήλο.
Από την άλλη, η έννοια του ιδανικού τουρίστα όπως τον φαντάζονται μερικοί δεν υφίσταται. Αυτό που θέλουμε ως χώρα είναι ένα ισορροπημένο μείγμα επισκεπτών που θα δημιουργεί τις συνθήκες για βιώσιμη ανάπτυξη στον τουρισμό.

-Γιατί τόσα και τόσα beach clubs καμώνονται ότι βρίσκονται κάπου αλλού και όχι στο Αιγαίο; Λατινοαμερικάνικο ντεκόρ, περουβιανό και ιαπωνικό φαγητό, γαλλικά ροζέ κρασιά, οριένταλ ναργιλέδες… Μήπως κάτι έχουμε παρεξηγήσει;

Ωραία ερώτηση που προσφέρει άπλετο χώρο για διπλωματική απάντηση με πολλές αναγνώσεις:
Οι βετεράνοι της φιλοξενίας θα σας απαντούσαν ότι η προσφορά έρχεται να ικανοποιήσει τη ζήτηση. Αν γεμίσουν οι δαντελωτές παραλίες του Αιγαίου με Kaitenzushi (υπερβολή) είναι γιατί υπάρχει κόσμος που κάνει ουρά για να κάτσει σε ένα εστιατόριο Kaitenzushi.
Οι διεθνιστές της φιλοξενίας θα σας απαντούσαν ότι μια από τις βασικές σχολές σκέψης στον τουρισμό ευαγγελίζεται τη δημιουργία ενός οικείου περιβάλλοντος για τους τουρίστες, όπου ναι μεν ζουν και απολαμβάνουν τον ελληνικό ήλιο που έχει υμνήσει ο Ελύτης, χωρίς να τους λείπει ωστόσο η κουζίνα που έχει υμνήσει o Émile Zola.
Στον αντίποδα εργαζόμαστε όλοι εμείς, οι μοντερνιστές της φιλοξενίας, που πορευόμαστε με την ακλόνητη πεποίθηση ότι η υψηλή ποιότητα στον τουρισμό μπορεί να έρθει μόνο μέσα από αυθεντικές εμπειρίες στενά πλεγμένες με τα μοναδικά χαρακτηριστικά κάθε τόπου. Δυστυχώς εδώ οι δυνάμεις της αγοράς θα χρειαστούν τον χρόνο τους για να μας δικαιώσουν.

-Και πριν από την πανδημία υπήρχε σημαντική πτώση της αγοράς βραχυχρόνιας μίσθωσης κυρίως στην Αθήνα. Ήταν “φούσκα” το Airbnb;

Νομίζω ότι απλώς είμαστε μάρτυρες της κανονικής λειτουργίας της αγοράς: η αυξημένη ζήτηση οδήγησε σε κύμα αύξησης της προσφοράς και η αγορά ψάχνει να βρει τη νέα της ισορροπία. Δεν διεκδικώ δάφνες ειδικού στο θέμα, ωστόσο εικάζω ότι η προσγείωση στη νέα πραγματικότητα θα σημάνει αρκετές αλλαγές και στον συγκεκριμένο κλάδο, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα κακό.

«Ο Μεγάλος Περίπατος της Αθήνας θα έχει ιδιαίτερα θετική επίδραση σε ό,τι αφορά την εμπειρία φιλοξενίας που προσφέρει η πρωτεύουσα στους επισκέπτες της».

Το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία, σύμβολο του Αθηναϊκού τουρισμού, έμεινε κλειστό για 4 μήνες λόγω του κορωνοϊού. Ο Κώστας Παναγάκης εκτιμά ότι χρειάζεται χρόνος για να διαπιστωθεί αν η πρωτεύουσα διαθέτει ακόμα σημαντικά περιθώρια τουριστικής ανάπτυξης. (Φωτό: SOOC).

-Πιστεύετε ότι η Αθήνα έχει περιθώρια κι άλλης τουριστικής ανάπτυξης και προς ποια κατεύθυνση;

Υπό κανονικές συνθήκες θα σας απαντούσα “ναι” χωρίς άλλο ενδοιασμό. Αυτή τη στιγμή ωστόσο όλες οι μητροπόλεις που στηρίζουν μέρος της δραστηριότητάς τους στον τουρισμό προσπαθούν να κατανοήσουν τις συνθήκες που ορίζει η νέα κατάσταση που διαμορφώνεται από τον Μάιο και μετά. Εκτιμώ ότι χρειάζεται χρόνος για να εκφέρει κανείς σωστά και λογικά δομημένη άποψη. Αυτή τη χρονική στιγμή μόνο εικασίες μπορεί να κάνει κανείς.

-Υπάρχει μεγάλη γκρίνια για τον Μεγάλο Περίπατο. Το θεωρείτε αναπτυξιακό εργαλείο για τον τουρισμό;

Μετρώ προσεκτικά τα λόγια μου και σας απαντώ: σε ό,τι αφορά την εμπειρία φιλοξενίας που προσφέρει η πρωτεύουσα στους επισκέπτες της εκτιμώ ότι θα έχει ιδιαίτερα θετική επίδραση.

«Ο πιο γρήγορος δρόμος για την προσέλκυση επισκεπτών είναι να χτίσουμε για τον κάθε προορισμό το σωστό αφήγημα».

-Μιλήστε μας για τις προοπτικές της Ελλάδας στον χειμερινό τουρισμό. Μην ξεχνάμε ότι είμαστε ταυτόχρονα και μια έντονα ορεινή χώρα. 

Κοιτάξτε, οφείλουμε να είμαστε πάνω από όλα ρεαλιστές. Υπάρχουν τεράστια περιθώρια ανάπτυξης αλλά μόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Η χώρα μας έχει όλα τα εχέγγυα για την ανάπτυξη ικανών τουριστικών ροών χειμερινού τουρισμού, ωστόσο χρειάζεται σκληρή δουλειά, δομημένη στρατηγική και αρκετός χρόνος μέχρι να δημιουργηθεί το απαραίτητο brand equity που θα κάνει τις σχετικές επενδύσεις βιώσιμες. Φωτεινά παραδείγματα ανά την Ελλάδα υπάρχουν αρκετά, όμως χρειάζονται ακόμη περισσότερα προκειμένου να μιλάμε για χειροπιαστά αποτελέσματα σε εθνικό επίπεδο.
Καλώς ή κακώς τα destination brands χτίζονται σε βάθος δεκαετιών και είναι συνυφασμένα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που εμπνέουν τους επισκέπτες. Και, δυστυχώς, συνήθως η μεγάλη επιτυχία σε μια κατηγορία τουρισμού κάνει ακόμη πιο δύσκολη την εδραίωση στις υπόλοιπες. Τα βουνά της Σαρδηνίας είναι μαγευτικά το φθινόπωρο, το Μονακό τα Χριστούγεννα μπορεί να εκπλήξει τον επισκέπτη και η Σικελία τον χειμώνα προσφέρει ζεστή φιλοξενία που θα ζήλευαν πολλοί. Εδώ και αρκετές δεκαετίες, ωστόσο, στο μυαλό των ταξιδευτών “σμιλεύονται” στερεότυπα που χρειάζονται αρκετή προσπάθεια για να αλλάξουν.
Ο πιο γρήγορος δρόμος κατά την ταπεινή μου άποψη είναι να χτίσουμε για τον κάθε προορισμό το σωστό αφήγημα. Ένα αφήγημα που θα συνδέει αποτελεσματικά πολιτισμό, γαστρονομία, φυσική ομορφιά και θα τα παντρεύει πάντοτε με σωστές υποδομές. Τα τρία πρώτα υπάρχουν και μας περιμένουν. Στις σωστές υποδομές και στην επίμονη επικοινωνία είναι που έχουμε ακόμη δρόμο.

 

Διαβάστε ακόμα: «Είμαστε ακόμα στην αρχή ενός μεγάλου ταξιδιού στο real estate». Συνέντευξη με τον Γιώργο Πετρά της Engel & Völkers.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top