«Μπορεί κάθε σεζόν να βγάζουμε κάποια καινούργια σχέδια, αλλά δεν κάνουμε fast fashion, δεν ακολουθούμε τις τάσεις, το προϊόν μας είναι κλασικό, έχει το δικό του ύφος».

Ο Νικόλας Μίνογλου είναι ένας πολύ ευγενής άνθρωπος, με αυτή τη συστολή εκείνων που κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους αλλά δεν θέλουν να το φωνάζουν – αφήνουν την ίδια να μιλά για εκείνους. Μεγάλωσε με παππού τον Αδαμάντιο Πεπελάση – τον οποίο κατά σύμπτωση γνωρίζω καλά γιατί δούλευε η μητέρα μου μαζί του πολλά χρόνια και ήταν πολύ κοντά μας – έναν από τους σπουδαιότερους οικονομολόγους της χώρας που σημαίνει πως κάτι είχε ενσταλαχτεί μέσα του.

Όχι μικρόβιο – γιατί το λέμε έτσι άραγε; – αλλά σίγουρα ένα χάρισμα. Να βλέπει μπροστά, να δημιουργεί, να καινοτομεί. Aλλωστε, η περίφημη Ancient Greek Sandals που έχτισε από το μηδέν με τη Χριστίνα Μαρτίνη σκίζει κυριολεκτικά σε όλον τον κόσμο. Και είναι υπερήφανος. Και πώς να μην είσαι όταν σε επιλέγει η Μισέλ Ομπάμα χωρίς καν να το ξέρεις;

«Οι ξένοι -συμφοιτητές μου και άλλοι γνωστοί μου-, όταν έρχονταν εδώ, πάντα αγόραζαν σανδάλια. Είδα ότι με αυτό το προϊόν δεν ασχολιόταν κανείς σοβαρά».

 – Ποια είναι η σύντομη πορεία της ζωής σας μέχρι την αρχή του επαγγελματικού σας βίου;

Μεγάλωσα στην Αθήνα και μετά το σχολείο, πήγα κατευθείαν για σπουδές στη Βοστόνη. Όταν ήμουν στο λύκειο, δεν ήξερα ακριβώς τι ήθελα να κάνω. Μου άρεσαν οι θετικές επιστήμες αλλά παράλληλα μου άρεσε και η ιστορία. Στην Αμερική άρχισα να σπουδάζω οικονομικά αλλά πολύ γρήγορα μου φάνηκαν πολύ βαρετά. Ο παππούς μου, ο Διαμαντής Πεπελάσης, ήταν διάσημος οικονομολόγος και η μητέρα μου επίσης, αλλά εμένα δεν μου άρεσαν καθόλου, γιατί στην αρχή κιόλας είχαν πολλή θεωρία. Έτσι στο δεύτερο εξάμηνο έκανα μεταγραφή και πήγα να σπουδάσω μηχανολόγος μηχανικός – επειδή μου άρεσαν τα μαθηματικά και η φυσική, το βρήκα πιο ενδιαφέρον.

– Κι όταν τελειώσατε; 

Όταν τελείωσα, γύρισα στην Ελλάδα για δύο χρόνια, μέχρι να σκεφτώ πώς θα συνεχίσω από κει και πέρα. Τελικά δεν ήθελα να εργαστώ ως μηχανολόγος, δεν μου άρεσε να φτιάχνω πράγματα με τα χέρια, οπότε έκανα ΜBA, πάλι στη Βοστόνη – αρκετά μπρος πίσω δηλαδή, αλλά δεν πειράζει. Το πανεπιστήμιο που πήγα, το Babson, ειδικεύεται στην επιχειρηματικότητα, οπότε όλοι μου οι συμφοιτητές και οι καθηγητές ήταν προσανατολισμένοι στο να φέρουν καινούργιες ιδέες ή να κάνουν κάτι δικό τους, οπότε όλο αυτό μπήκε στο πετσί μου. Έτσι όταν γύρισα πάλι στην Ελλάδα, ξεκίνησα να δουλεύω στην επιχείρηση υποδημάτων του πατέρα μου, που από τη μία δεν μου άρεσε ιδιαίτερα, αλλά από την άλλη, μου προσέφερε ένα υπόβαθρο από θέμα ανθρώπων, αποθηκών κ.λπ. -μια βάση για να κάνω κάτι δικό μου. Ξεκίνησα λοιπόν να υλοποιήσω δύο ιδέες που είχα: μία ήταν το ηλεκτρονικό εμπόριο, που ήταν πολύ πρώιμο τότε στην Ελλάδα, το 2010, και η άλλη ήταν τα σανδάλια. Και τα δύο αυτά τα έκανα μέσω της πλατφόρμας του παππού μου και κατόπιν του πατέρα μου.

«Θεωρώ ότι έχω καλή αισθητική, μου αρέσει το ωραίο, αλλά δεν σχεδιάζω».

– Την απασχόλησή σας με το ηλεκτρονικό εμπόριο την καταλαβαίνω. Με τα σανδάλια πώς σκεφτήκατε να ασχοληθείτε;

Μου άρεσε η μόδα, μου άρεσε η Ελλάδα φυσικά, και επειδή έβλεπα ότι οι ξένοι -συμφοιτητές μου και άλλοι γνωστοί μου-, όταν έρχονταν εδώ, πάντα αγόραζαν σανδάλια, είδα ότι με αυτό το προϊόν δεν ασχολιόταν κανείς σοβαρά. Τα πουλούσαν μόνο τα τουριστικά καταστήματα, χωρίς καν κουτί, αρκετά πρόχειρα δηλαδή. Σκέφτηκα λοιπόν ότι αν παίρναμε αυτό το προϊόν και το κάναμε με πιο καλό design, πιο καλή ποιότητα και πιο προσεγμένο, θα μπορούσαμε να το πουλήσουμε και εκτός Ελλάδας. Όταν γνώρισα τη σχεδιάστρια Χριστίνα Mαρτίνη, κατάλαβα ότι καλλιεργούσε μέσα της και εκείνη την ίδια ιδέα ακριβώς και είπαμε να το προχωρήσουμε μαζί.

 – Εσείς έχετε κάποια κλίση στον σχεδιασμό;

Όχι, θεωρώ ότι έχω καλή αισθητική, μου αρέσει το ωραίο, αλλά δεν σχεδιάζω. Εγώ έχω το όραμα και το επιχειρηματικό κομμάτι, γιατί για να λειτουργήσει όλο αυτό που κάνουμε, χρειάζεται πολλά κομμάτια -της παραγωγής, το χρηματοοικονομικό, τα logistics, το προσωπικό…

«Η πρώτη κίνησή μας ήταν ότι κάναμε όσο πιο τέλειο μπορούσαμε το δειγματολόγιο – 12 σχέδια, μαζί με το κουτί τους και το λογότυπο».

– Το 2010, που ξεκινήσατε, ποια ήταν η πρώτη σας κίνηση, για να μπορέσει το προϊόν σας να βγει στο εξωτερικό;

Η πρώτη κίνηση ήταν ότι κάναμε όσο πιο τέλειο μπορούσαμε το δειγματολόγιο – 12 σχέδια, το κουτί τους και το λογότυπο. Επίσης κάναμε μια πολύ καλή φωτογράφιση, γιατί η παρουσίαση είναι κάτι πολύ σημαντική υπόθεση. Τότε, τα παρουσιάσαμε στο σπουδαίο showroom της Μαρίας Λαιμού, το Rainbow Wave, που της άρεσε πολύ όλο αυτό, γιατί δεν πήγαμε απλώς με μια καλή συλλογή παπουτσιών, πήγαμε με ένα όραμα και μια ιστορία.

– Μήπως το γεγονός ότι ήταν κάτι τόσο εξειδικευμένο έπαιξε κάποιο ρόλο;

Σαφώς, τεράστιο ρόλο. Στη χώρα μας φτιάχνονται σανδάλια από την αρχαιότητα και η σανδαλοποιεία έχει περάσει στο υποσυνείδητο του κόσμου. Αυτό λοιπόν εμείς θέλαμε να το αναδείξουμε με τον καλύτερο τρόπο. Οταν δούλευα στην επιχείρηση του πατέρα μου και πήγαινα σε εκθέσεις στο εξωτερικό, όλοι οι Έλληνες έμποροι και κατασκευαστές κοίταζαν να αντιγράψουν ιταλική, γαλλική, αγγλική μόδα και ντρέπονταν για το ελληνικό προϊόν. Οπότε εμείς κάναμε το ανάποδο. Μπορεί κάθε σεζόν να βγάζουμε κάποια καινούργια σχέδια, αλλά δεν κάνουμε fast fashion, δεν ακολουθούμε τις τάσεις, το προϊόν μας είναι κλασικό, έχει το δικό του ύφος.

«Όταν γνώρισα τη σχεδιάστρια Χριστίνα Mαρτίνη, κατάλαβα ότι καλλιεργούσε μέσα της και εκείνη την ίδια ιδέα ακριβώς και είπαμε να το προχωρήσουμε μαζί».

– Από τη στιγμή που πήγατε στο Rainbow Wave, πόσο περιμένατε για την πρώτη σας παραγγελία;

 Δεν χρειάστηκε να περιμένουμε καθόλου. Το brand άρεσε πολύ στη Μαρία και με το που τα παρουσίασε σε κάποιους πελάτες στο εξωτερικό, η αντίδραση ήταν άμεση και πάρα πολύ θετική. Αμέσως λοιπόν κινητοποιηθήκαμε, μεγαλώσαμε τη συλλογή, οι New York Times έγραψαν ένα πάρα πολύ ωραίο άρθρο για μας και γενικά είχαμε μια πολύ ζεστή υποδοχή και από σημαντικούς πελάτες όπως τα Barney’s και η Colette για παράδειγμα. Είδαν ότι ήταν κάτι ξεχωριστό.

«Ηδη μέσα στην πρώτη σεζόν μπήκαμε σε μεγάλα μαγαζιά. Στη συνέχεια το χτίσαμε ακόμη περισσότερο, δεν επαναπαυθήκαμε».

– Την περιμένατε αυτή την ανταπόκριση;

Για να πω την αλήθεια, τόσο σύντομα, όχι. Είχα βέβαια πολλή πίστη σε αυτή την ιδέα και ήξερα ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας, απλά δεν περιμέναμε να γίνει μέσα σε μία σεζόν. Διότι ήδη μέσα στην πρώτη σεζόν μπήκαμε σε μεγάλα μαγαζιά. Στη συνέχεια το χτίσαμε ακόμη περισσότερο, δεν επαναπαυθήκαμε. Έπεσε πολλή δουλειά από όλους μας και αυτό συνεχίζει να γίνεται μέχρι σήμερα, που έχουν περάσει 12 χρόνια. Πρέπει συνεχώς να είσαι από πάνω και στο design, και στις πωλήσεις, και στο marketing, σε όλα.

«Δυσκολία υπήρξε στο ξεκίνημα, που έπρεπε να φτιάξουμε την ποιότητα στην παραγωγή και μας πήρε έναν ολόκληρο χρόνο».

– Ποιος είναι ο ανταγωνισμός σας;

Τα σοβαρά brands είναι το Valia Gabriel και το Kyma. Από κει και πέρα υπάρχουν εκατοντάδες αντιγραφείς αλλά δεν πρόκειται για σοβαρές προσπάθειες. Το παπούτσι είναι δύσκολο να το εκτελέσεις σωστά.

– Αυτή τη στιγμή, σε πόσα καταστήματα βρίσκονται τα σανδάλια σας;

Σε 350 καταστήματα σε όλο τον κόσμο, από Αμερική και Ευρώπη, μέχρι Αυστραλία και Ντουμπάι. Στην Αμερική έχουν προτίμηση στις αναπαυτικές σόλες, στην Ευρώπη δίνουν μεγαλύτερη σημασία στο σχέδιο.

– Ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι της διαδικασίας της δουλειάς σας;

Δεν είναι στάνταρ αυτό, μπορεί να αντιμετωπίσουμε μια δυσκολία, που όμως δεν είναι η ίδια κάθε φορά. Και το design είναι δύσκολο και οι πωλήσεις είναι δύσκολες. Μας αρέσει όμως πολύ αυτό που κάνουμε και γι’ αυτό δεν μας κουράζει.

– Ζείτε και στο Λονδίνο;

Όχι, πλέον. Τώρα που έχει έρθει και η κόρη μας ζω στην Ελλάδα και ταξιδεύω πολύ λιγότερο.

– Έχετε καθόλου ελεύθερο χρόνο;

Ναι. Δουλεύω κάθε μέρα αρκετές ώρες, αλλά θα έλεγα ότι έχω μια καλή ισορροπία.

«Είμαι ένας θετικός άνθρωπος και δεν το βάζω ποτέ κάτω.  Δεν παραδίδομαι».

– Ποιες ήταν οι πιο δύσκολες στιγμές στην πορεία σας και πώς τις ξεπεράσατε;

Μια δυσκολία υπήρξε στο ξεκίνημα, που έπρεπε να φτιάξουμε την ποιότητα στην παραγωγή και μας πήρε έναν ολόκληρο χρόνο. Είχαμε ξεκινήσει στην Κρήτη αλλά η δουλειά δεν έγινε σωστά και αναγκαστήκαμε να τα ξαναφτιάξουμε στην Αθήνα, ενώ παράλληλα είχαμε παραγγελίες. Ευτυχώς βρήκαμε τη λύση. Η άλλη δυσκολία ήταν με τον κορωνοϊό, που τρομάξαμε στην αρχή, γιατί το προϊόν μας είναι πολύ συνδεδεμένο με το ταξίδι και τις διακοπές. Οι πωλήσεις μας έπεσαν κατακόρυφα και αυτό ήταν μάλιστα αμέσως μετά το κατάστημα που ανοίξαμε και ήταν μια αρκετά μεγάλη επένδυση. Ευτυχώς μετά όλα πήραν πάλι τον δρόμο τους.

– Γενικά πάντως η δουλειά σας θα λέγατε ότι κυρίως χρειάζεται υπομονή και σταθερότητα στην ποιότητα;

Πράγματι, θέλει υπομονή, σταθερότητα στην ποιότητα, συντηρητική διαχείριση στα οικονομικά, όπως και σε όλες τις επιχειρήσεις εξάλλου.

«Υπάρχουν εκατοντάδες αντιγραφείς αλλά δεν πρόκειται για σοβαρές προσπάθειες. Το παπούτσι είναι δύσκολο να το εκτελέσεις σωστά».

– Ποιο πιστεύετε ότι είναι το πιο δυνατό σας ατού στη δουλειά;

Θεωρώ ότι είμαι ένας θετικός άνθρωπος και δεν το βάζω ποτέ κάτω.  Δεν παραδίδομαι. Εάν κάτι δεν πετύχει, το ξαναδοκιμάζω και ξανά και ξανά. Έχω μεγάλη επιμονή.

– Παρατηρώ πως και οι τσάντες σας έχουν εμπλουτιστεί πολύ. Θα «ανοίξετε» την εταιρεία και σε άλλα πράγματα;

 Το επίκεντρό μας είναι τα σανδάλια. Θα συνεχίσουμε όμως να κάνουμε και τσάντες όπως και home. Μας αρέσει να κάνουμε κι άλλα πράγματα, τα οποία όμως με έναν τρόπο δένουν με το κεντρικό μας προϊόν. Δεν θα κάνουμε ποτέ κάτι εντελώς διαφορετικό.

Με… αγάπη από την Ιαπωνία.

«Ήταν πολύ ωραίο να βλέπεις την πρώτη κυρία της Αμερικής, την Μichelle Omaba, δίπλα στο Air Force One, να φοράει τα σανδάλια σου!»

– Ποιες ήταν οι καλές στιγμές που θα λέγατε ότι αποτέλεσαν ορόσημα για την εταιρεία σας;

 Όταν πήραμε την πρώτη μας παραγγελία, που ήταν από το Net-a-Porter, η χαρά μας ήταν τεράστια -μας φάνηκε σαν ψέμα! Μετά, θα αναφέρω το πρώτο μας σημαντικό άρθρο, που ήταν στους New York Times και ήταν κι αυτό κάτι απίστευτο. Μια άλλη στιγμή που χαρήκαμε πολύ ήταν τότε που «μας φόρεσε»  η πρώτη celebrity, η Michelle Williams, η οποία μάλιστα τα αγόρασε μόνη της, δεν της τα κάναμε δώρο, και η δεύτερη διάσημη ήταν η Michelle Obama, που κι αυτή τα αγόρασε μόνη της! Ήταν πολύ ωραίο να βλέπεις την πρώτη κυρία της Αμερικής, δίπλα στο Air Force One, να φοράει τα σανδάλια σου! Μετά όσο μεγαλώνει το brand, σταματάς να νιώθεις παιδικό ενθουσιασμό με κάτι τέτοια, τα περνάς σαν κάτι πιο φυσιολογικό. Προχθές μας έστειλε request η Jessica Alba -χαρήκαμε βέβαια, αλλά όσο μεγαλώνεις έχει μικρότερη επίδραση πάνω σου, δεν τρελαίνεσαι κιόλας. Επόμενο πολύ σημαντικό ορόσημο ήταν το κατάστημα που ανοίξαμε στην Αθήνα, γιατί το θέλαμε πολλά χρόνια. Όταν τελικά έγινε μετά από μεγάλη προσπάθεια, η χαρά μας ήταν τεράστια. Γιατί ένα brand που πουλάει είτε σε άλλα μαγαζιά είτε online, όσο καλά και να πάει και όσο γνωστό και να είναι, αν δεν έχει ένα δικό του μαγαζί, δεν είναι το ίδιο.

«Και οι άνδρες φοράνε σανδάλια, στους περισσότερους αρέσουν, και φέτος κάναμε προσπάθεια να το μεγαλώσουμε αυτό το κομμάτι».

– Άνδρας και σανδάλι;

Ναι, και οι άνδρες φοράνε σανδάλια, στους περισσότερους αρέσουν, και φέτος κάναμε προσπάθεια να το μεγαλώσουμε αυτό το κομμάτι. Εχουμε κάνει και μια συνεργασία με έναν σχεδιαστή για ανδρικά σανδάλια και προσπαθούμε να τα προωθήσουμε, γιατί υπάρχει περιθώριο ανάπτυξης.

Φέτος, το brand AGS παίρνει για άλλη μια φορά μέρος στην Pitti Uomo στην Φλωρεντίας, όπου χτυπάει η καρδιά της αντρικής prêt-à-porter μόδας.

Το brand Ancient Greek Sandals ιδρύθηκε το 2012 από τον Νικόλα Μίνογλου και τη Χριστίνα Μαρτίνη και πέρυσι γιόρτασε την 10η επέτειό του.

Από την αρχή της δημιουργίας του το brand AGS είχε διεθνή απήχηση τόσο από τους retailers (όπως το περίφημο Νet-à-Porter) όσο και από τον διεθνή τύπο (Vogue, FT, NYT κτλ). Σήμερα, διατίθεται σε περισσότερες από 40 χώρες με κορυφαίες αγορές την Αμερική και την Ευρώπη. Κάθε χρόνο το brand έχει ανοδική πορεία σε πωλήσεις και σημεία διάθεσης, τα σανδάλια παραμένουν ο πυρήνας των συλλογών του, ενώ εξελίσσεται λανσάροντας και νέες προϊοντικές σειρές όπως τα AGS HOME (με είδη για το σπίτι), οι τσάντες, κτλ.

Φέτος, το brand AGS παίρνει για άλλη μια φορά μέρος στην Pitti Uomo στην Φλωρεντίας, όπου χτυπάει η καρδιά της αντρικής prêt-à-porter μόδας, αλλά αυτή τη φορά Head of Men’s Collection είναι ο Alain Leber μαζί με τη Χριστίνα Μαρτίνη, ο οποίος έχει μακρά πορεία στη δημιουργία αντρικών υποδημάτων σε οίκους όπως οι Louis Vuitton, Burberry και άλλοι.

 

Διαβάστε ακόμα: Προμηθέας Σπυρίδης. «Αν αφιερώσεις χρόνο και δουλειά, κάποτε θα καταφέρεις όσα θέλεις».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top