Οι Δεξαμενές θαυμάζονται για την αρχιτεκτονική σύλληψη και σχεδιασμό τους. Ο Νίκος Καραφλός είδε το όραμά του να γίνεται πράξη (Φωτογραφία: Claus Brechenmacher&Reiner Baumann)

Oι Δεξαμενές είναι κατ’ αρχάς ένα αριστούργημα αρχιτεκτονικής, σύλληψης και εκτέλεσης. Η διαμονή εκεί αποτελεί μια αληθινή εμπειρία. Αρκεί να πούμε πως ο κωδικός του wifi είναι «just relax». Kατά τα άλλα, ο Νίκος Καραφλός είναι μια περίπτωση ανθρώπου που δύσκολα ερμηνεύεις: η πολυπλοκότητα του μυαλού του και της φιλοσοφίας του είναι πολύ προσωπική υπόθεση.

Και έτσι, όταν γνωριστήκαμε και άρχισα να τον βομβαρδίζω με ερωτήσεις, κατάλαβα πως δεν θα βγάλω ένα τελικό συμπέρασμα, αφού ούτε ο ίδιος έχει καταλήξει – και ούτε θέλει – στο ποιος ακριβώς είναι και ποια ακριβώς είναι τα όνειρά του, οι επόμενοι στόχοι του. Ζει όσα γεννά το μυαλό του και η ψυχή του και κάνει πράξη σταδιακά όσα μπορεί.

Εντυπωσιακή κάθετη λήψη (Φωτογραφία: Claus Brechenmacher& Reiner Baumann).

Και είμαι σίγουρη πως θα κάνει ακόμη πιο ενδιαφέροντα και δημιουργικά πράγματα εκεί, αλλά ίσως και αλλού, και ίσως και με άλλο αντικείμενο, γιατί είναι αστείρευτος δημιουργικά αλλά και με απίστευτη μαθηματική, φιλοσοφικά μιλώντας, λογική. Με κίνδυνο να ακουστώ προκατειλημμένη, ξεκαθαρίζω πως ούτε φίλος μου είναι ούτε συνεργάτης, είναι όμως ένας άνθρωπος που είμαι σίγουρη πως όποιος τον συναντήσει και είναι ανοιχτός να τον ακούσει, θα συμφωνήσει με όσα ανέφερα και θα ανακαλύψει πτυχές σίγουρα που δεν είδα με μία φορά που μιλήσαμε.  Γιατί, αλήθεια, ποιος θα έκανε όλο αυτό το εγχείρημα στη σύγχρονη εποχή με τόση υπομονή, επιμονή και μεράκι; Και μετά να ονειρεύεται μουσική και γιόγκα μέσα σε σιλό;

«Στο χώρο των Δεξαμενών βρισκόταν ένα από τα οινοποιεία του ΑΣΟ, όπου η σταφίδα μετατρεπόταν σε κρασί, το οποίο εξαγόταν».

Βασικά δομικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσης του κτιρίου έχουν μείνει ανέπαφα (Φωτογραφία: Claus Brechenmacher& Reiner Baumann).

Οι Δεξαμενές είναι ένα ξενοδοχείο/resort που δημιουργήθηκε πάνω στις πραγματικές δεξαμενές κρασιού. Τι κρύβεται πίσω από αυτήν την ιστορία;

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας το 1830, ξεκίνησε η παραγωγή της σταφίδας, η οποία ολοένα και αυξανόταν, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Ειδικά όταν η φυλλοξήρα έφτασε στη Γαλλία και κατέστρεψε τα γαλλικά αμπέλια, η ζήτηση της ελληνικής σταφίδας εκτοξεύτηκε και η εξαγωγή της μεγιστοποιήθηκε. Τότε ήταν η χρυσή εποχή της σταφίδας. Σταδιακά όμως, όταν οι Γάλλοι αποκατέστησαν την παραγωγή τους και η ζήτηση της σταφίδας μας άρχισε να μειώνεται, η υπερβολική παραγωγή της εδώ δεν μπορούσε να διοχετευτεί στην αγορά. Καθώς μάλιστα η ελληνική οικονομία βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην παραγωγή και εξαγωγή της σταφίδας, κατέρρευσε.

Η σταφιδική κρίση κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1910 και η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να εφαρμόσει μια σειρά από μέτρα. Μεταξύ αυτών ήταν η ίδρυση του Αυτόνομου Σταφιδικού Οργανισμού (ΑΣΟ), με έδρα την Πάτρα, που σκοπό είχε, μέσω της ίδρυσης οινοποιείων και άλλων εγκαταστάσεων, να μεταποιήσει το πλεόνασμα της σταφίδας, για να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία για εξαγωγή. Εν προκειμένω, εδώ βρισκόταν ένα από τα οινοποιεία του ΑΣΟ, όπου η σταφίδα μετατρεπόταν σε κρασί, το οποίο εξαγόταν.

Το παλιό στοιχείο συνυπάρχει με το νέο (Φωτογραφία: Claus Brechenmacher& Reiner Baumann).

«Η συγκεκριμένη αγορά κρίθηκε ως μια ασφαλής οικονομική επένδυση, ως αγορά γης».

– Γιατί επιλέχθηκε αυτή η περιοχή;

Το location επιλέχθηκε να είναι ακριβώς πάνω στη θάλασσα για λόγους ευκολίας όσον αφορά την απευθείας φόρτωση των πλοίων και την εξαγωγή του κρασιού προς τα ευρωπαϊκά λιμάνια. Επίσης το κρασί που έφευγε από δω συνήθως δεν ήταν τελικό προϊόν -το ήθελαν κυρίως οι Γάλλοι και λιγότερο οι Ιταλοί ως κρασί πρόσμειξης με τα δικά τους κρασιά. Γι’ αυτό και δεν γινόταν εδώ εμφιάλωση. Παρ’ όλες τις προσπάθειες όμως μακροχρόνια το σταφιδεμπόριο δεν ανέκαμψε στα προηγούμενα επίπεδα, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να κλείνουν το ένα οινοποιείο μετά το άλλο, όταν μάλιστα τη δεκαετία του 1980 οι αγρότες επιδοτήθηκαν να ξηλώσουν τις σταφίδες τους, γιατί πλέον το προϊόν δεν είχε ζήτηση από το εξωτερικό και υπήρχαν κι άλλες αγορές που το παρήγαν σε χαμηλότερες τιμές.

Η περιοχή είναι ιδανική καθώς βρίσκεται μπροστά στη θάλασσα (Φωτογραφία: Claus Brechenmacher& Reiner Baumann).

– Το συγκεκριμένο μέρος πού ανήκε;

Αρχικά ανήκε στον Αυτόνομο Σταφιδικό Οργανισμό, ο οποίος όμως το 1997 έκλεισε. Τότε δημιουργήθηκε μια ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία, στην οποία πέρασε το 80% της ακίνητης περιουσίας του πρώην ΑΣΟ. Αυτή η εταιρεία υπάρχει ακόμα, λέγεται ΣΚΟΣ, με έδρα την Πάτρα, και προχωρά σε εκποίηση κομματιών που δεν μπορεί να αξιοποιήσει παραγωγικά. Οπότε κάπως έτσι, το 2003, πουλήθηκε το συγκεκριμένο ακίνητο στην οικογενειακή μας επιχείρηση, όταν εγώ ήμουν ακόμη 15 ετών. Η βασική οικογενειακή μας επιχείρηση είναι το εμπόριο ηλεκτρικών συσκευών, δεν είχε καμία σχέση ούτε με το κρασί ούτε με τα ξενοδοχεία. Η συγκεκριμένη αγορά κρίθηκε ως μια ασφαλής οικονομική επένδυση, ως αγορά γης.

Ο Νίκος Καραφλός είχε για χρόνια στο μυαλό του τη σκέψη για την αξιοποίηση του χώρου (Φωτογραφία: Claus Brechenmacher& Reiner Baumann).

«Είχα συγκεκριμένο όραμα και κατεύθυνση που θα ήθελα να δώσουμε στον χώρο, γι’ αυτό ήταν δύσκολο να βρω τον αρχιτέκτονα με τον οποίο θα μπορούσαμε να συντονιστούμε».

Εσείς πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε με αυτό;

Τελειώνοντας το σχολείο, πέρασα στο Πολυτεχνείο, στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών. Δεν είχα κάποιο συγκεκριμένο όνειρο αλλά ήταν μια σχολή που έδινε μεγάλο εύρος επιλογών. Γενικά ήθελα να συνδυάσω τεχνολογία με δημιουργικότητα, είτε στο φάσμα της διαδραστικής τέχνης, των εγκαταστάσεων, κάτι που να έχει και κοινωνική επίδραση, είτε στο φάσμα αλληλεπίδρασης του φυσικού κόσμου με τον ψηφιακό – που, επίσης, μου αρέσει πολύ. Πάντα όμως υπήρχε στο μυαλό μου η σκέψη για το τι θα μπορούσε να γίνει ο συγκεκριμένος χώρος. Μετά τις σπουδές και τον στρατό λοιπόν, ξεκίνησα μια μεγάλη έρευνα αρχιτεκτόνων, που ήταν το πρώτο στάδιο. Είχα συγκεκριμένο όραμα και κατεύθυνση που θα ήθελα να δώσουμε στον χώρο, γι’ αυτό ήταν δύσκολο να βρω τον αρχιτέκτονα με τον οποίο θα μπορούσαμε να συντονιστούμε.

«Οραματιζόμουν επίσης ένα ”προϊόν” που δεν θα περιοριζόταν στη διαμονή αλλά θα ήταν πολύ πιο σφαιρικό» (Φωτογραφία: Claus Brechenmacher& Reiner Baumann).

– Θυμάστε τη στιγμή που σας ήρθε στο μυαλό να κάνετε τον χώρο ξενοδοχείο;

Υπάρχουν δύο παράμετροι που επηρέασαν τη λήψη της απόφασης. Η μία είναι η λογική, δηλαδή ότι είναι ένα location πάνω στη θάλασσα, σε μια υπέροχη παραλία και κοντά σε μέρη με αρχαιολογικό ενδιαφέρον -Αρχαία Ολυμπία, Αρχαία Ήλιδα, το Μεσαιωνικό κάστρο- και ωραία οινοποιεία και άρα ένας ενδιαφέρων τουριστικός προορισμός. Η δεύτερη παράμετρος είναι το ένστικτο -αισθανόμουν ότι η εμπειρία τού να είσαι σε ένα οινοποιείο όπου είναι εμφανέστατο ότι η προηγούμενη χρήση του ήταν βιομηχανική αλλά να του δώσουμε και στοιχεία που θα το κάνουν πιο φιλικό στον επισκέπτη, θα ήταν πολύ δυνατή. Οραματιζόμουν επίσης ένα «προϊόν» που δεν θα περιοριζόταν στη διαμονή αλλά θα ήταν πολύ πιο σφαιρικό. Οπότε αυτό συμπεριλαμβάνει διάφορα πράγματα, που μπορεί να μοιάζουν παράταιρα, όπως σύγχρονη τέχνη, κρασί, και άλλα πιο σχετικά όπως το well being. Θέλουμε δηλαδή να παράγουμε και πολιτισμό -είτε να κάνουμε δικές μας πολιτιστικές παραγωγές είτε να φιλοξενούμε άλλες.

«Τα κεραμίδια που βλέπουμε στο εστιατόριο και στην γκαλερί είναι από τοπική βιοτεχνία του Πύργου. Επίσης τα έπιπλα, με εξαίρεση τις καρέκλες, είναι ιδιοκατασκευές από τοπικούς τεχνίτες».

– Πότε άρχισε να μπαίνει στις ράγες το σχέδιο για το ξενοδοχείο; Ακούγεται ένας μικρός «Γολγοθάς»…

Το 2012 είχα πάρει την τελική απόφαση. Στην αναζήτηση αρχιτεκτονικού γραφείου, όπως είπα, βρέθηκα σε ένα υπόγειο στο Χαλάνδρι, όπου συνάντησα τα αδέρφια Καραμπατάκη. Ήταν ένα καινούργιο μικρό γραφείο, το γνωστό πια K-Studio. Τους παρουσίασα το project, συντονιστήκαμε αμέσως και από τότε, ό,τι έχουμε κατασκευάσει, είναι σχεδιασμένο από αυτούς. Η γραφειοκρατία όμως δημιουργούσε κάποιες καθυστερήσεις και για διάστημα δύο χρόνων περίπου, μετά από πρόταση του K-Studio να συνεργαστούμε, έγινα operations manager σε διάφορα έργα τους. Όταν ετοιμάστηκαν και τα τελευταία χαρτιά για τις άδειες, μπήκαμε στην περιπέτεια της μετατροπής ενός βιομηχανικού κτιρίου σε μια καινούργια χρήση, που είναι η διαμονή, με όλες τις δυσκολίες που συνεπάγεται αυτό.

«Kάθε δεξαμενή είχε τις ιδιαιτερότητές της ενώ παράλληλα διατηρήθηκαν τα πάντα» (Φωτογραφία: Claus Brechenmacher& Reiner Baumann).

– Τι είδους δυσκολίες αντιμετωπίσατε δηλαδή;

Κάθε μέρα είχε και μια διαφορετική πρόκληση. Kάθε δεξαμενή είχε τις ιδιαιτερότητές της ενώ παράλληλα διατηρήθηκαν τα πάντα, σε μια εποχή όπου η διατήρηση και επανάχρηση των υλικών, ο περιορισμός των αποβλήτων και η ανακύκλωση δεν ήταν διαδεδομένες πρακτικές στη χώρα μας. Και σε αυτόν τον δρόμο από το ένστικτό μας οδηγηθήκαμε. Για παράδειγμα, τα μπροστινά κάγκελα του χώρου προς τη θάλασσα αποτελούσαν το πρώην δίκτυο ύδρευσης. Διάφορα άλλα κομμάτια τα έχουμε μετατρέψει σε coffee tables. Το πλακόστρωτο του εστιατορίου είναι από τουβλάκια τερακότας, από κάποιες τοιχοποιίες στην αποθήκη και πολλά άλλα. Τα νεόφερτα υλικά είναι κι αυτά όσο το δυνατόν τοπικά. Τα κεραμίδια που βλέπουμε στο εστιατόριο και στην γκαλερί είναι από τοπική βιοτεχνία του Πύργου. Επίσης τα έπιπλα, με εξαίρεση τις καρέκλες, είναι ιδιοκατασκευές από τοπικούς τεχνίτες, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να ενισχύσουμε και την ντόπια οικονομία.

«Περίπου δυόμισι με τρία χρόνια πήρε η κατασκευή, αλλά αρκετά εντατικά και δύσκολα» (Φωτογραφία: Claus Brechenmacher& Reiner Baumann).

Πόσα χρόνια πήρε η κατασκευή;

Περίπου δυόμισι με τρία χρόνια -αλλά αρκετά εντατικά και δύσκολα. Κάθε δωμάτιο ήταν ένα κουτί 30 τετραγωνικών. Οι τοίχοι έχουν διατηρηθεί κι αυτό από μόνο του είχε μεγάλο βαθμό δυσκολίας, γιατί κάθε δεξαμενή ήταν διαφορετική. Αυτό σήμερα έχει ενδιαφέρον, γιατί η πατίνα έχει διατηρηθεί και έχει διαφορές από δωμάτιο σε δωμάτιο, ταυτόχρονα όμως υπήρχαν και υλικά όπως πίσσα ή άλλα μονωτικά που έπρεπε να αφαιρεθούν. Επίσης τα σιλό πρέπει να τα συντηρούμε, αλλά επειδή δεν φέρουν βάρος, τουλάχιστον δεν καταπονούνται. Τώρα θέλουμε να δημιουργήσουμε έναν χώρο που θα περιλαμβάνει διάφορα treatments, από μασάζ μέχρι θεραπείες με ήχο, γιόγκα, διαλογισμό… Έχουμε διάφορες ιδέες που θέλουμε να υλοποιήσουμε.

«Τον πρώτο χρόνο, το κοινό μας ήταν περισσότερο από το εξωτερικό -κυρίως επειδή είχαν γίνει αρκετές δημοσιεύσεις για το ξενοδοχείο μας σε περιοδικά design» (Φωτογραφία: Claus Brechenmacher& Reiner Baumann).

«Το 2019 ήταν η πρώτη χρονιά πλήρους λειτουργίας μας και τότε είχαμε ξεκινήσει μια σειρά οινογευσιών, των οποίων την επιμέλεια είχαν σύγχρονοι εικαστικοί».

– Έχετε ήδη ξεκινήσει και τις οινογνωσίες…

Το 2019 ήταν η πρώτη χρονιά πλήρους λειτουργίας μας και τότε είχαμε ξεκινήσει μια σειρά οινογευσιών που κλήθηκαν να σχεδιάσουν σύγχρονοι εικαστικοί. Ήταν τα λεγόμενα Kantharos Gatherings, που διοργανώθηκαν σε συνεργασία με την επιμελήτρια Ελένη Τρανούλη, και που ήταν ένα πάντρεμα σύγχρονης τέχνης με κρασί. Τότε κάναμε δύο performances -μία με τον Πάνο Προφήτη και τη Δέσποινα Χαριτωνίδη και μία με την εικαστικό Πάκυ Βλασσοπούλου.

Well being, θάλασσα, ξεκούραση, οινογνωσίες, αλλά και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Οι Δεξαμενές τείνουν να γίνουν ένας ξεχωριστός πολυχώρος (Φωτογραφία: Claus Brechenmacher& Reiner Baumann).

– Οι επισκέπτες σας είναι και Έλληνες και ξένοι;

Ναι, είναι μοιρασμένοι, αν και ακόμα το δείγμα δεν είναι αντιπροσωπευτικό γιατί είναι η τρίτη χρονιά λειτουργίας μας, αλλά οι δύο ήταν χρονιές Covid. Τον πρώτο χρόνο, το κοινό μας ήταν περισσότερο από το εξωτερικό -κυρίως επειδή είχαν γίνει αρκετές δημοσιεύσεις για το ξενοδοχείο μας σε περιοδικά design.

– Εσείς ασχολείστε με το κρασί;

Μόνο ως πότης αλλά έχω παρακολουθήσει και την τεχνική εκπαίδευση που έχει κάνει ο σομελιέ μας στο κομμάτι του σέρβις του ξενοδοχείου. Επίσης μου αρέσει να παρακολουθώ και να διαβάζω για τις εξελίξεις στον οινικό τομέα και βλέπω ότι και στη χώρα μας η ποιότητα των κρασιών έχει ανέβει πολύ τα τελευταία χρόνια. Εμείς εδώ στο ξενοδοχείο έχουμε δώσει έμφαση στα κρασιά της περιοχής αλλά φιλοξενούμε και επιλογές από όλη την Ελλάδα και ελάχιστες διεθνείς.

«Πιστεύω ότι ζούμε μία περίοδο διανοητικής αφύπνισης. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι δεν συμβιβαζόμαστε με χαμηλότερη ποιότητα από αυτή που χρειάζεται ο οργανισμός και το πνεύμα μας» (Φωτογραφία: Claus Brechenmacher& Reiner Baumann).

«Στο κομμάτι των διακοπών, εμείς ως πάροχοι της υπηρεσίας πρέπει να σεβαστούμε πολύ την ανάγκη κάποιου να έχει χώρο και χρόνο -διότι χρειάζεται αποσυμπίεση και αποτοξίνωση».

– Μέσα από την εμπειρία σας, τι βλέπετε ότι ζητάει ο κόσμος σήμερα από αυτό που ονομάζουμε hospitality ή τι μας λείπει;

Πιστεύω ότι ζούμε μία περίοδο διανοητικής αφύπνισης. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι δεν συμβιβαζόμαστε με χαμηλότερη ποιότητα από αυτή που χρειάζεται ο οργανισμός και το πνεύμα μας. Φιλτράρουμε πολύ τα πάντα -τις κοινωνικές μας σχέσεις, τον τρόπο που ζούμε, το πού θα αφιερώσουμε τον χρόνο μας. Αυτό μεταφράζεται σε μία αλλαγή της συμπεριφοράς μας και ως καταναλωτών -τι θα φορέσουμε, πώς θα ψυχαγωγηθούμε- και γενικά σε κάθε μας κίνηση. Όταν ερχόμαστε στο κομμάτι των διακοπών, εμείς ως πάροχοι της υπηρεσίας πρέπει να σεβαστούμε πολύ την ανάγκη κάποιου να έχει χώρο και χρόνο -διότι χρειάζεται αποσυμπίεση και αποτοξίνωση από πάρα πολλά πράγματα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξει η δομή. Η Ελλάδα είναι παραδοσιακά ένας τουριστικός προορισμός και η οικονομία βασίζεται κατά πολύ σε αυτό το μοντέλο, το οποίο μέχρι τώρα αναφερόταν στον μαζικό τουρισμό.

– Αλλάζει αυτό στις μέρες μας; 

Αυτό το οικοδόμημα σήμερα τείνει να καταρρεύσει παγκοσμίως, γιατί οι ανάγκες του κόσμου αλλάζουν. Οπότε, οτιδήποτε μαζικό, χαμηλής ποιότητας κ.λπ. δεν επιβιώνει. Κατ’ εμέ, δεν θα έπρεπε καν να αναφερόμαστε στον όρο τουρισμός πλέον αλλά να αντικατασταθεί από τη λέξη φιλοξενία, με μια πιο ολιστική προσέγγιση. Δεν θέλουμε τουρίστες που αγοράζουν ένα «πακέτο» μιας αλυσίδας ξενοδοχείων και ζουν μια εμπειρία που θα ζούσαν οπουδήποτε στον κόσμο έχει ξενοδοχείο αυτή η αλυσίδα, χωρίς να έχουν καμιά επαφή με την τοπική κοινωνία, την τοπική γεύση και οτιδήποτε άλλο ξεχωριστό.

«Η πατίνα έχει διατηρηθεί και έχει διαφορές από δωμάτιο σε δωμάτιο» (Φωτογραφία: Claus Brechenmacher& Reiner Baumann).

– Τι γίνεται όμως και με το κόστος των διακοπών; Δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να διαθέσουν τα χρήματα που θα τους προσφέρουν αυτές τις διακοπές υψηλού επιπέδου…

Πρέπει λοιπόν να υπάρχει ένα εύρος στο κόστος, που όμως δεν θα αφαιρεί από την εμπειρία. Χρειάζεται όμως μια πιο μεγάλη συλλογική προσπάθεια, και του κράτους και των ιδιωτών, και συνεργασία των ιδιωτών. Δηλαδή αν κάποιος δεν μπορεί να φτιάξει μόνος του ένα ξενοδοχείο που θα περιλαμβάνει τις παροχές που χρειάζονται, θα μπορούσε να συνεργαστεί με τους ντόπιους παραγωγούς, τις ντόπιες ταβέρνες, τα ντόπια καταστήματα κι αυτό να δημιουργήσει μια ταυτότητα και να μπορέσει να επικοινωνηθεί σωστά, βοηθούμενο και από το κράτος. Πρέπει και η Πολιτεία να δώσει μια κατεύθυνση, για να βοηθήσει αυτό το προϊόν να γίνει βιώσιμο και έτσι να ενισχυθούν και οι τοπικές κοινωνίες.

 

Διαβάστε ακόμα: Angsana Corfu Resort & Spa. Παγκόσμια εμπειρία περιποίησης και γαστρονομίας στην Κέρκυρα.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top