credit: Khalid Albaih via Flickr

Ανταγωνιστικός είναι αυτός που παράγει ιδέες, όχι αυτός που πληρώνεται λίγα. Credit: Khalid Albaih via Flickr.

Από τότε που στην Ελλάδα ξυπνήσαμε φτωχότεροι, μέγας λόγος γίνεται για την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Ειδικοί μετράνε και ξαναμετράνε το εμπορικό ισοζύγιο, τις εξαγωγές, το εργατικό κόστος, τον πληθωρισμό, και γράφουν εκθέσεις για τις οποίες αμείβονται αδρά. Ολόκληρη η φιλοσοφία και στρατηγική της λιτότητας στηρίζεται στην υπόθεση ότι μέσω της εσωτερικής υποτίμησης η Ελλάδα θα γίνει πιο ανταγωνιστική, αφού το κόστος εργασίας θα μειωθεί.

Ίσως η υπόθεση να ήταν λογική, ή έστω συζητήσιμη, πριν από πενήντα χρόνια όταν η χώρα μας βρισκόταν στην φάση της εκβιομηχάνισης. Τον καιρό που η Ελλάδα ήταν ό,τι είναι σήμερα το Μπαγκλαντές. Αλλά εν έτει 2013 καμιά ανεπτυγμένη χώρα δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική διεθνώς επειδή έχει χαμηλά εργατικά. Αν αμφιβάλλει κανείς για αυτό, ας πάει μια βόλτα στην Ντάκα, όπου με 50 ευρώ τη μέρα θα ζήσει σαν βασιλιάς, κι ας έρθει μετά στην Αθήνα της ύφεσης να μου πει μέχρι πού θα τον φτάσουν τα ίδια χρήματα.

Η ανταγωνιστικότητα των ανεπτυγμένων οικονομιών, με το μεγάλο κόστος ζωής και ενέργειας, είναι συνάρτηση της τεχνογνωσίας και της καινοτομίας που η χώρα παράγει και εξάγει. Ανταγωνιστικός είναι αυτός που παράγει ιδέες, όχι αυτός που πληρώνεται λίγα. Η Apple πληρώνει εργατικά ανά iPhone ανάμεσα στα 12,5-30 δολάρια, ποσόν που αντιπροσωπεύει το 2-5% της λιανικής τιμής. Αυτό τα λέει όλα: το μεγαλύτερο κόστος της Apple είναι η τεχνογνωσία, και το κόστος αυτό το πληρώνει στην Καλιφόρνια, στους υψηλά αμειβόμενους Αμερικανούς εργαζόμενους, και όχι στους εργάτες των γραμμών παραγωγής στην Κίνα.

Καμιά ανεπτυγμένη χώρα σήμερα δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική διεθνώς επειδή έχει χαμηλά εργατικά.

Ιδού λοιπόν η αιρετική μου άποψη για την έλλειψη ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα: Τα εύκολα δανεικά που χρηματοδότησαν το σοσιαλιστικό παράδεισο των προηγουμένων ετών μάς έκαναν παθολογικά εσωστρεφείς. Γίναμε οι «πρώτοι του χωριού» ‒αν αποκαλέσουμε χωριό τον άμεσο κοινωνικό μας περίγυρο, ή έστω τα Βαλκάνια. Πήγαιναν οι ελληνάρες με τις βαλίτσες γεμάτες ευρώ στο Βουκουρέστι και στη Σόφια κι αγόραζαν τα καλύτερα σπίτια. Οι ελληνικές βιομηχανίες (όχι όλες, ευτυχώς) πουλούσαν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους στην εσωτερική αγορά σε ό,τι τιμή ήθελαν αφού… λεφτά υπήρχαν. Ζούσαμε αλληλοσυγχαιρόμενοι στην μακάρια φούσκα του αμοιβαίου αλληλοθαυμασμού. Η εσωστρέφεια, υποδαυλιζόμενη παράφορα από την εθνική μας εγωπάθεια (περιούσιος λαός, απόγονοι του Περικλή και άλλα φαιδρά), δεν μας επέτρεπε να δούμε τι συνέβαινε λίγο πιό πέρα από το Αιγαίο και το Ιόνιο. Η παραλία μας έφραζε την όραση. Έτσι, όταν έσκασε η φούσκα βρεθήκαμε να αλληλοκοιταζόμαστε με ανοιχτό το στόμα.

Ο ένας χρόνος που ζω στην Αγγλία με έχει κάνει να συνειδητοποιήσω σε τι βαθιά αυτοΰπνωση είχα πέσει κι εγώ ο ίδιος, νομίζοντας ότι είμαι ο πρώτος του χωριού. Δεν ήταν εύκολο να το συνειδητοποιήσω αυτό. Στην αρχή μου κακοφάνηκε. Ξίνησα. Αναρωτήθηκα γιατί δεν μου πρόφεραν γη και ύδωρ οι ιθαγενείς, σε εμένα, τον λαμπρό επιστήμονα και συγγραφέα. Αλλά με τον καιρό κατάλαβα ότι, ως άγνωστος στη μεγάλη πόλη, έπρεπε να προσπαθήσω περισσότερο, να στείψω το μυαλό μου, να προσέξω με μεγαλύτερη επιμέλεια το προϊόν της δουλειάς μου, να αρχίσω να κατεβάζω πάλι ιδέες.

Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, ή αν θα φάω τα μούτρα μου σε όσα κάνω αυτό τον καιρό. Ο χρόνος θα δείξει. Δεν μετανιώνω όμως καθόλου που δέχτηκα να υποβληθώ στις νέες προκλήσεις του νέου λίαν ανταγωνιστικού μου περιβάλλοντος. Η ανταγωνιστικότητα είναι μια κατάσταση του μυαλού. Δεν έχει να κάνει με το πόσο λίγο είσαι έτοιμος να αμειφθείς, ή το πόσες περισσότερες ώρες είσαι έτοιμος να δουλέψεις. Έχει να κάνει με το πόσο πολύ θέλεις να γίνεις καλύτερος. Δυστυχώς, στο χωριό είναι όλοι τέλειοι.

Ο Γιώργος Ζαρκαδάκης ζει στο Λονδίνο και είναι διευθυντής της Feline Quanta Communications.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top