Η ζέστη στα ενδότερα του Wadi Hidan ήταν έντονη από νωρίς το πρωί και έκανε την όλη διαδικασία της πολυπόθητης εξόδου από αυτό μέσα στο καταμεσήμερο εξαντλητική (Credits: Δημήτρης Δεσποινιάδης).

    Ζέστη! Εδώ και δεκατρείς μέρες διασχίζουμε με τον Αργύρη τη γη της Ιορδανίας κι αυτό το σκέλος είναι μακράν το πιο απομονωμένο κι άνυδρο.Από τα 14 λίτρα νερό που φορτωθήκαμε φεύγοντας από την Petra το προηγούμενο πρωί μας έχει μείνει μόλις 0,5 λίτρο. Διψάμε!

    «Νερό είναι αυτό …;». Παραμιλώ, παρατηρώντας τον καφετί ζωμό που μόλις συλλέξαμε σκάβοντας στην αμμώδη κοίτη του ξεραμένου ρυακιού. «Ας το κρατήσουμε ρε φίλε! Ίσως χρειαστεί…!». Μου λέει ο Αργύρης με νόημα, αν κι ο ίδιος το βρίσκει εξίσου «ελκυστικό»!

    Η φωνές μας αντιλαλούν στα λεία βράχια που μας κυκλώνουν. Πραγματικά θεόρατα, μας προστατεύουν ώρες τώρα, εμποδίζοντας τις καυτές ακτίνες του ήλιου να διεισδύσουν σ´αυτό το εξαιρετικά στενό -όσο προωθούμαστε- φαράγγι. Βλέπετε εδώ, στο χείλος της μεγάλης Αραβικής ερήμου, ο ίσκιος – όπως και το νερό – είναι κάτι που εκτιμάται δεόντως.  Τι δουλειά όμως έχουμε σ´αυτόν τον άγονο τόπο, ερχόμενοι καθημερινά 40+ km εγγύτερα προς τη Σαουδική Αραβία;

    Στα τέλη του περσινού Φεβρουαρίου -έξι μόλις μήνες μετά τη διάσχιση της Ισλανδίας, ταξιδέψαμε με τον Αργύρη Βαμβακίτη στη Μέση Ανατολή, με στόχο την πεζοπορική διάσχιση της Ιορδανίας από βορρά προς νότο (~650km), από τα σύνορα της Συρίας έως τη Σαουδική Αραβία.

    Το επονομαζόμενο «μονοπάτι της Ιορδανίας» θεωρείται ένα από τα νεότερα μεγάλα μονοπάτια του κόσμου (μετράει μόλις 2 χρόνια ζωής), αν και αποτελεί κατά κάποιον τρόπο μια συρραφή αρχαίων εμπορικών, προσκυνητικών και μεταναστευτικών οδών.

    Παρά το βομβαρδισμό αρνητικών δημοσιεύσεων από τα ΜΜΕ, για την αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή και την επικινδυνότητα που ενέχει ένα ταξίδι εκεί, η άποψη μας είναι πως ο κόσμος δεν είναι ακριβώς όπως μας τον παρουσιάζουν και ότι στην Ιορδανία δεν θα είμαστε λιγότερο ασφαλείς από την ίδια μας τη χώρα.

    Ο Βορράς

    Το μεσημέρι λοιπόν της 25ης Φεβρουαρίου ήπιαμε έναν μερακλίδικο αραβικό καφέ με κάρδαμο και φορτωθήκαμε τα σακίδια στα βασαλτικά ερείπια της ελληνιστικής Gadara (Umm Qais) στο βόρειο άκρο της χώρας, ατενίζοντας απέναντι τη Συρία, την Παλαιστίνη και τη θάλασσα της Γαλιλαίας.

    Ατελείωτοι λόφοι, πότε δασωμένοι, πότε λιβάδια και πότε γεμάτοι καλλιέργειες (ελαιώνες, οπωρώνες κ.ά), αλλά και διάσπαρτα απομεινάρια από την πλούσια και ετερόκλητη ιστορία του τόπου (ελληνιστικά, ρωμαϊκά, βυζαντινά, οθωμανικά, αραβικά) ήταν το σκηνικό μέσω του οποίου περπατούσαμε, έχοντας πάντα στα δυτικά την εύφορη κοιλάδα του Ιορδάνη.

    Το μεσημέρι λοιπόν της 25ης Φεβρουαρίου ήπιαμε έναν μερακλίδικο αράβικο καφέ με κάρδαμο και φορτωθήκαμε τα σακίδια στα βασαλτικά ερείπια της ελληνιστικής Gadara.

    Οι πρώτες μέρες ήταν καθαρά εισαγωγικές από αισθητικής άποψης, μας έδωσαν όμως μια πολύ αυθεντική εικόνα της ζωής των ανθρώπων της υπαίθρου και ταυτόχρονα της παροιμιώδους ευγένειας και φιλοξενίας τους. Σε μια χώρα που τείνει προς την ερημοποίηση, η πλειοψηφία του πληθυσμού ζει στο βορρά που τα εδάφη είναι πιο εύφορα και θυμίζουν έντονα Μεσόγειο.

    Το επονομαζόμενο «μονοπάτι της Ιορδανίας» θεωρείται ένα από τα νεότερα μεγάλα μονοπάτια του κόσμου (μετράει μόλις 2 χρόνια ζωής), αν και αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια συρραφή αρχαίων εμπορικών, προσκυνητικών και μεταναστευτικών οδών (Credits: Δημήτρης Δεσποινιάδης).

    Εδώ ο τουρισμός είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Οι άνθρωποι δεν είναι συνηθισμένοι να βλέπουν ξένους, πόσω μάλλον φορτωμένους με σακίδια να περνούν δίπλα και μέσα από τα χωριά και τα χωράφια τους. Ένας απλός χαιρετισμός αρκούσε, για να μας καλέσουν για τσάι και φαγητό. Αυτό ήταν κάτι που συνέβαινε τόσο μα τόσο συχνά που, αν «υποκύπταμε» στα καλέσματα τους, θα ήμασταν κυριολεκτικά ακόμη εκεί.

    Τα μεγάλα φαράγγια της Νεκράς

    Στο νότιο άκρο της κοιλάδας του Ιορδάνη, το σκηνικό άλλαξε απότομα! Οι λόφοι ξαφνικά έγιναν άγονοι και άχρωμοι, προσφέροντας μας πανοραμική θέα της Νεκράς Θάλασσας, του χαμηλότερου σημείου της Γης (-420 μ.). Κι ήταν πραγματικά οξύμωρο το ότι την αγναντεύαμε από ψηλά, βρισκόμενοι και οι ίδιοι κάποιες δεκάδες μέτρα κάτω από το επίπεδο της θάλασσας. Μπροστά μας, τώρα απλώνονταν τα μεγάλα φαράγγια (Wadis) της Νεκράς (Hidan και Mujib) που έπρεπε να διασχίσουμε, μιας και η πορεία μας τα έτεμνε κάθετα. Και τα διασχίσαμε στη σειρά… σε μια μέρα.

    Πενήντα χιλιόμετρα από τα νερά της Ερυθράς, κατασκηνώσαμε για τελευταία φορά σε ένα όμορφο σημείο στο νότιο άκρο του Wadi Rum (Credits: Δημήτρης Δεσποινιάδης).

    Το τοπίο εδώ χαρακτηρίζεται από βαθιές χαράδρες και, λόγω της δραματικότητας του και της ροής υδάτων καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, τα παραπάνω φαράγγια – παρά την άγονη εικόνα που παρουσιάζουν – συντηρούν μια ομολογουμένως ανέλπιστη ποικιλία ζωής.

    Η ζέστη στα ενδότερα του πρώτου, του Wadi Hidan, ήταν έντονη από νωρίς το πρωί κι έκανε την όλη διαδικασία της πολυπόθητης εξόδου από αυτό μέσα στο καταμεσήμερο εξαντλητική. Τελικά, βγήκαμε σε μια κορυφή, από όπου διασχίσαμε ένα πολύ εύφορο πλατό με βλάστηση τύπου στέπας προς το υπέροχο Wadi Mujib.

    Τι θέαμα! Αν και είχα την τύχη να βρεθώ σε πολύ βαθύτερα φαράγγια στο Peru (3.000 μ.+), ομολογώ ότι στη θέα του Wadi Mujib, γνωστού και ως «Grand Canyon της Ιορδανίας», εντυπωσιάστηκα τόσο που έμεινα να το παρατηρώ με θαυμασμό για ώρα από την άκρη του πλατό. Κατεβήκαμε γρήγορα ένα απότομο και τραχύ μονοπάτι ανοιγμένο αιώνες πριν από τους Βεδουίνους και λίγο πριν από το ποτάμι βρήκαμε μια σπηλιά όπου ξαποστάσαμε και φάγαμε παρέα με έναν φιλικότατο νεαρό βοσκό με ωραία αύρα.

    Το νερό, αλλά και ο αέρας σμιλεύουν το χώμα και στη συνέχεια τα βράχια, δίνοντας τους διάφορες υφές, σχήματα και χρώματα (Credits: Δημήτρης Δεσποινιάδης).

    Μπροστά μας τώρα απλώνονταν τα μεγάλα φαράγγια (Wadis) της Νεκράς (Hidan και Mujib) που έπρεπε να διασχίσουμε, μιας και η πορεία μας τα έτεμνε κάθετα.

    Κι ο ανήφορος που ακολούθησε ήταν μακρύς και πιο κουραστικός από τον προηγούμενο. Τι κι αν ήπιαμε περισσότερο νερό από οποιαδήποτε άλλη μέρα. Το σούρουπο, όταν πια κατασκηνώσαμε ψηλά σε ένα μπαλκόνι, τα ρούχα μας ήταν εξολοκλήρου καλυμμένα από άλατα, δείγμα της αφυδάτωσης.

    Στην πόλη του Karak, το μεσαιωνικό κάστρο της οποίας αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες οχυρωματικές κατασκευές των Σταυροφόρων στη Μέση Ανατολή, κάναμε το πρώτο μας αναζωογονητικό μπάνιο μετά από 8 μέρες πορείας και ανανεώσαμε τις προμήθειες μας με μπόλικο χαλβά και αραβικές πίτες για την πολύ πιο ενδιαφέρουσα συνέχεια.

    «Μπροστά μας τώρα απλώνονταν τα μεγάλα φαράγγια (Wadis) της Νεκράς (Hidan και Mujib) που έπρεπε να διασχίσουμε» (Credits: Δημήτρης Δεσποινιάδης).

    Ατυχώς, ένα αλλοιωμένο υλικό σε ένα όχι ιδιαίτερα καθαρό ταχυφαγείο μάς στοίχισε μια ήπια τροφική δηλητηρίαση, η οποία μας ταλαιπώρησε για τις επόμενες 24 ώρες. Το χάραμα λοιπόν, τελείως άυπνοι κι αδύναμοι από τη δηλητηρίαση, αφήσαμε πίσω το Karak. Μετά από παρατεταμένες τραβέρσες κατά μήκος του κρημνού που δεσπόζει πάνω από το νότιο όριο της Νεκράς Θάλασσας, διασχίσαμε ένα ακόμη εντυπωσιακό φαράγγι ~1.000 μ. βάθους, το Hasa, και κατασκηνώσαμε στην έξοδο.

    Είχαμε διασχίσει ήδη τη μισή χώρα, αλλά το μόνο που θυμάμαι ήταν πως ένιωθα την καρδιά μου  να χτυπάει στα δάκτυλά των ποδιών μου και πόσο πολύ ήθελα να κοιμηθώ. Η ελλιπής διατροφή και κυρίως ενυδάτωση των τελευταίων ημερών είχε αρχίσει να επηρεάζει (για πρώτη ίσως φορά σε αυτόν το βαθμό) την απόδοσή μου, κάτι το οποίο καλό θα ήταν να διορθώσω στη συνέχεια. Ο Αργύρης ήταν σίγουρα σε αρκετά καλύτερη κατάσταση.

    Η πορεία προς την Petra

    Τα χωριά πια όλο και αραίωναν, το τοπίο γινόταν ξηρότερο και η ζέστη εντονότερη. Έτσι, ξυπνούσαμε προτού ακόμη χαράξει, μαζεύαμε γρήγορα το αντίσκηνο και τρώγαμε κάτι «στο πόδι», ώστε να καλύψουμε όσο γινόταν μεγαλύτερη απόσταση έως τις 09:00 που ο ήλιος ήταν ακόμη χαμηλά. Το υπόλοιπο της ημέρας περπατούσαμε με τέτοιο ρυθμό ώστε να υπάρχει μεν πρόοδος αλλά και να μην ιδρώνουμε πολύ, μιας και το νερό ήταν πια δυσεύρετο.

    Κάπως έτσι φτάσαμε ένα απόγευμα στην Dana, ένα εγκαταλελειμμένο μέχρι προσφάτως χωριό της οθωμανικής περιόδου. Χτισμένη στο χείλος ενός γκρεμού, η Dana έχει αποκτήσει ξανά ζωή τα τελευταία χρόνια, λόγω της οργανωμένης προσπάθειας προσέλκυσης φυσιολατρών τους οποίους -όπως και σε ΟΛΗ (!) τη διάσχιση της χώρας- δεν είδαμε ποτέ. Ούτε έναν!

    Η πορεία προς την Petra, ορισμένες φορές προσέφερε τέτοιες σπάνιες εικόνες (Credits: Δημήτρης Δεσποινιάδης).

    Την επομένη τραβερσάραμε κατά μήκος του κρημνού με τους χίλιους μύριους ασβεστολιθικούς σχηματισμούς, ωσότου φτάσαμε στην ξακουστή Petra, μια ολόκληρη αρχαία πόλη σμιλεμένη στα βράχια από τους Ναβαταίους, ένα αραβικό φύλο που έλεγχε τα χρόνια εκείνα τους εμπορικούς δρόμους, από τη Δαμασκό έως την Ερυθρά και από την έρημο της Αραβίας έως το Σινά.

    Χτισμένη στο χείλος ενός γκρεμού, η Dana έχει αποκτήσει ξανά ζωή τα τελευταία χρόνια λόγω της οργανωμένης προσπάθειας προσέλκυσης φυσιολατρών.

    Προσεγγίσαμε αυτόν τον τόσο δημοφιλή αρχαιολογικό χώρο «αντισυμβατικά» από το βορειοδυτικό του άκρο –σε αντίθεση με το 99% των επισκεπτών– και δεν αντικρίσαμε ψυχή εκτός από ένα κοπάδι με κατσίκια, ωσότου φθάσαμε στο περίφημο «Μοναστήρι», μια περίτεχνη πρόσοψη ναού ύψους 50 μέτρων λαξευμένη στο βράχο!

    Τι μεγαλόπρεπο θέαμα μας περίμενε για το υπόλοιπο της ημέρας! Μια ολόκληρη αρχαία πόλη σμιλεμένη στα βράχια και περικυκλωμένη από υπέροχα φαράγγια και βουνά. Αναμφισβήτητα ένα από τα κορυφαία σωζόμενα δημιουργήματα του ανθρώπου.

    «Τραβερσάραμε κατά μήκος του κρημνού με τους χίλιους μύριους ασβεστολιθικούς σχηματισμούς ωσότου φθάσαμε στην ξακουστή Petra, μια ολόκληρη αρχαία πόλη σμιλεμένη στα βράχια από τους Ναβαταίους» (Credits: Δημήτρης Δεσποινιάδης).

    Εκτιμάται ότι η Petra κατά την περίοδο της ακμής της κατοικούνταν από 30.000 ανθρώπους. Οι Ναβαταίοι έδιναν μεγάλη βαρύτητα στη μετά θάνατον ζωή και σχεδόν το σύνολο των σωζόμενων αριστουργημάτων είναι τάφοι. Αντίθετα, οι δικές τους «εφήμερες» κατοικίες καταστράφηκαν στο πέρασμα του χρόνου.

    Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε το πρωτοπόρο για την εποχή σύστημα με φράγματα και σωληνώσεις για τη συλλογή και μεταφορά νερού πηγών και βροχής. Κατηφορίσαμε τα 800 σκαλοπάτια που μας χώριζαν από το κύριο τουριστικό μονοπάτι του αρχαιολογικού χώρου και μπλεχτήκαμε με τις ορδές των τουριστών με περιβολή α λα “Indiana Jones” αλλά και τους πάγκους των μικροπωλητών που βλέποντας μας με περιέργεια έτσι με τα μεγάλα σακίδια καταλάβαιναν πως δεν είχαν και πολλές ελπίδες για μια πώληση ή μια βόλτα με καμήλα!

    Η Έρημος

    Μετά την Petra μας περίμενε το πιο απομονωμένο και ΜΑΚΡΑΝ ομορφότερο σκέλος όλου του οδοιπορικού μας, μιας και μας έφερε πρόσωπο με πρόσωπο με την ανυπέρβλητη γοητεία της ερήμου. Έτσι, περπατώντας μέσα από εξαιρετικά ποικίλα ερημικά τοπία, γίναμε εμπειρικά μάρτυρες της αδιάκοπης διαδικασίας που συντελείται εδώ και εκατομμύρια χρόνια, κατά την οποία το νερό -το οποίο τόσο στερούνται αυτά τα περιβάλλοντα- αλλά και ο αέρας σμιλεύουν το χώμα και στη συνέχεια τα βράχια, δίνοντας τους διάφορες υφές, σχήματα και χρώματα, μεταμορφώνοντας έτσι πότε αργά και πότε κατακλυσμιαία το τοπίο.

    Κινηθήκαμε σε εξαιρετικά τραχύ και σαθρό έδαφος μετά τα βουνά της Madusa, διασχίζοντας ψηλά τις κατακερματισμένες πλαγιές φαραγγιών και -όπου αυτό ήταν αδύνατο – διασχίζοντας τις κοίτες των ξεροποτάμων τους. Έχοντας πάντα στο νου μας πόσο ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ είναι οι ξαφνικές πλημμύρες σε πολύ στενά φαράγγια, αποφύγαμε τελείως την κατασκήνωση σε αυτά. Αντίθετα, κοιμηθήκαμε ψηλά σε «πατάρια» φαρδύτερων φαραγγιών.

    Μια ξαφνική καταιγίδα μπορεί να στείλει ένα χείμαρρο σε ένα τέτοιο ξηρό βαθύ κανάλι (Wadi). Ο χείμαρρος αυτός καθαρίζει την ξηρή και ψημένη από τον ήλιο γη, παρασύροντας τα ΠΑΝΤΑ (πέτρες, φερτές ύλες κ.ά) και τους ΠΑΝΤΕΣ στο διάβα του. Ήταν τέτοια η ομορφιά του σκηνικού μέσω του οποίου ταξιδεύαμε και τόσο απόκοσμη η ησυχία του που είναι πραγματικά δύσκολο να περιγραφούν με εικόνες και λόγια, με τον ψαμμίτη να κυριαρχεί και το χρώμα του να αλλάζει συνεχώς ανάλογα με τη γωνία που δεχόταν το φως.

    «Διασχίσαμε το περίφημο Wadi Rum, ένα από τα ωραιότερα τοπία ερήμου του πλανήτη και ευρύτερα γνωστού στον δυτικό κόσμο μετά τις γλαφυρές περιγραφές του «Λόρενς της Αραβίας» στις αρχές του περασμένου αιώνα» (Credits: Δημήτρης Δεσποινιάδης).

    Και ξάφνου στο πουθενά – μετά από πάρα πολλά χιλιόμετρα και 2 μέρες πορείας – αντικρίσαμε και πάλι ίχνη ανθρώπινης παρουσίας, η οποία δεν ήταν άλλο από μια μοναχική κατασκήνωση Βεδουίνων νομάδων με όλο τους το βιος (ένα κοπάδι κατσίκια και 2 καμήλες). Οι άνθρωποι αυτοί ζουν μια απλή και ταυτόχρονα σκληρή ζωή, παλεύοντας καθημερινά για τα απολύτως απαραίτητα για την επιβίωση. Συνεχίζουν να βόσκουν τα αιγοπρόβατά τους σε εδάφη πολύ φτωχά, τα οποία φαινομενικά μοιάζουν τελείως άγονα!

    Το θολό μεσανατολικό φως δεν μας άφηνε να απολαύσουμε και πολύ τις εικόνες γύρω μας κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας.

    Παρ’ όλα αυτά ΚΑΙ εδώ -όπως άλλωστε και σε όλη τη χώρα, γίναμε δέκτες της τόσο βαθιά ριζωμένης στην παράδοση τους φιλοξενίας. Μετά το χωριουδάκι της Abbasiya, η έρημος από πετρώδης μετατράπηκε σε αμμώδη. Έτσι, τις επόμενες 2 μέρες διασχίσαμε το περίφημο Wadi Rum, ένα από τα ωραιότερα ερημικά τοπία του πλανήτη και ευρύτερα γνωστού στο δυτικό κόσμο μετά τις γλαφυρές περιγραφές του «Λώρενς της Αραβίας» στις αρχές του περασμένου αιώνα.

    Το θολό μεσανατολικό φως δεν μας άφηνε να απολαύσουμε και πολύ τις εικόνες γύρω μας κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Όταν όμως ο ήλιος έπεφτε ξανά χαμηλά, η θολούρα υποχωρούσε τελείως κι η ατμόσφαιρα καθάριζε, αποκαλύπτοντάς μας με κάθε λεπτομέρεια τα αλλόκοτα σχήματα των διάσπαρτων πύργων από ψαμμίτη, τα οποία έμοιαζαν με κόκκινα νησιά σε μια θάλασσα άμμου. Ήταν πραγματικά υπέροχη αίσθηση να περπατάμε στην χρυσαφοπορτοκαλί άμμο υπό το καθαρό φως της «χρυσής ώρας».

    Σε ορισμένα σημεία της μακράς διαδρομής, τα βουνά διαμορφώνουν τριγύρω ένα απόκοσμο σκηνικό (Credits: Δημήτρης Δεσποινιάδης).

    Με λιγότερα από 50 χιλιόμετρα να μας χωρίζουν πλέον από τα νερά της Ερυθράς και το τέλος του οδοιπορικού μας, κατασκηνώσαμε για τελευταία φορά σε ένα όμορφο σημείο στο νότιο άκρο του Wadi Rum, απολαμβάνοντας το καταλάγιασμα της ζέστης και το αργό σβήσιμο των «πύρινων» βραχωδών εξάρσεων της ερήμου!

    Αυτήν την τελευταία βραδιά, ήταν όλα γαλήνια κι ο ουράνιος θόλος γεμάτος αμέτρητα λαμπερά αστέρια. Μαγεία! Τη 16η και τελευταία μέρα περάσαμε από το πρώην σαουδαραβικό Titen, τον τελευταίο –και σίγουρα ξεχασμένο– οικισμό (20 κατοίκων) του οδοιπορικού μας, το οποίο προσαρτήθηκε στην Ιορδανία ως μέρος μιας «εμπορικής ανταλλαγής», κατά την οποία η Ιορδανία παραχώρησε 6.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα της ερήμου της για 18 χιλιόμετρα ακτογραμμής.

    Από το Τίτεν ακολουθήσαμε παλιές γιδόστρατες με μέτωπο προς τα δυτικά και το τελευταίο φράγμα -γρανιτένιων αυτή τη φορά- βουνών της ερήμου, απ’ όπου είδαμε για πρώτη φορά τον κόλπο της Άκαμπα και πέρα από αυτόν τα βουνά του Σινά. Δυο ώρες αργότερα βρέχαμε τα πόδια μας στα ζεστά νερά της Ερυθράς Θάλασσας.

    Ήταν το τέλος ενός όμορφου και διδακτικού οδοιπορικού σε ένα σταυροδρόμι πολιτισμών με ανθρώπους ζεστούς και άκρως εξωτικά τοπία!

     

    //Ο Δημήτρης Δεσποινιάδης είναι πεζοπόρος, ορειβάτης και δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Η μεγάλη του αγάπη για τη φύση, τα ταξίδια και την περιπέτεια τον έχει οδηγήσει την τελευταία δεκαετία σε απομονωμένες και μη περιοχές του πλανήτη με ιδιαίτερο εθνολογικό ενδιαφέρον, όπως τις ζούγκλες του Αμαζονίου, τα υψίπεδα του Θιβέτ και τις ιερές πόλεις της Ινδίας. Έχει οργανώσει και πραγματοποιήσει πολυάριθμες μεγάλες πεζοπορικές διασχίσεις στη Χιλή, τον Ισημερινό, το Περού, την Αργεντινή, το Νεπάλ, την Ινδία, την Ισλανδία, την Ιορδανία και την Κορσική.

     

    // Όλα τα ταξίδια του Δημήτρη Δεσποινιάδη μπορείτε να δείτε στον προσωπικό του ιστότοπο.

     

    Διαβάστε ακόμα: Ράινχολντ Μέσνερ: «Η ορειβασία είναι έργο τέχνης».

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top