νοσκοκομειο ιωαννινων

    Είχα κρυοπαγήματα, φοβερά κρυοπαγήματα, αλλά απέφευγα να πάω στα νοσοκομεία. Δεν ήθελα, διότι όσοι πήγαιναν στα νοσοκομεία μας με κρυοπαγήματα έχαναν τα πόδια τους. Τους ακρωτηρίαζαν όλους (Εδώ, το νοσκοκομείο Ιωαννίνων).

    Καταγραφή ημερολογίου 14 Απριλίου (Δευτέρα) – 1941.
    Τα χαράματα μας βρίσκουν όλους να κάνουμε βόλτες και «χορούς» πάνω στα χιόνια που έχουν παγώσει και γλιστρούν. Κατά τις 9, οι παρατηρητές μας βλέπουν τους Ιταλούς να έρχονται… Κατηφορίζουμε λίγο προς τα κάτω, μα μας σταματούν. Πρέπει να αμυνθούμε. Πηγαίνει ο πρώτος ουλαμός και σε λίγο ακούμε τα πολυβόλα να χτυπούν. Οι Ιταλοί έχουν ανέβει στο ύψωμα. Έρχεται η διαταγή να αναχωρήσουμε εν πάση συντομία. Αρχίζει τότε μία δραματική κάθοδος. Εγώ γλιστρώ και τον περισσότερο δρόμο τον παίρνω τσουλώντας με τον κώλο, πάνω στο παγωμένο μονοπάτι. Περνούμε το χωριό που είναι στους πρόποδες του υψώματος και παίρνουμε ένα ποταμάκι, βαδίζοντας σε ένα άλλο υψωματάκι που δεν έχει χιόνια… Κινδυνεύω για ακόμη μία φορά να μείνω στο δρόμο. Αυτή τη φορά μου δίνει το κουράγιο ο κουμπάρος και έτσι σε λίγο ξεκινάμε για να φτάσουμε στον τόπο σταθμεύσεως. Η διαδρομή ήταν πολύ δύσκολη. Περνούμε διαδοχικά από χιόνια, λάσπες και νερά. Όταν βράδιασε, θυμάμαι πως πολλές φορές βουτήξαμε μέχρι το γόνατο στη λάσπη. Περνούμε από τους καταυλισμούς του 7ου λόχου, που έχει ανάψει φωτιές μέσα στο δάσος. Όταν φτάσαμε στο λόχο είχαν τερματίσει ελάχιστοι. Ανάβουμε φωτιά και γύρω από αυτήν ξημερωνόμαστε. Το κρύο εξακολουθεί να είναι τσουχτερό. Σε μια στιγμή, όταν τροφοδοτούσα τη φωτιά, είδα στην ανταύγεια της να είναι γερμένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Η κούραση και η ξαγρύπνια μάς είχε καταβάλει…

    Από το Μεσολόγγι πώς φύγατε;
    Όλα ήταν υπό διάλυση. Στο Μεσολόγγι μας έδωσαν από 450 δραχμές και λίγη ξηρά τροφή και πήραμε εξιτήριο. Από εκεί αρχίζει άλλη περιπέτεια πλέον, καθώς πρέπει να πάω στον Πειραιά όπου είχα αφήσει τα ρούχα μου και να γυρίσω μετά στη Θεσσαλονίκη. Έτσι αρχίζει μια πορεία από το Μεσολόγγι προς την Αθήνα με τα πόδια, αλλά μέσα από τα χωριά, αποφεύγοντας να συναντήσουμε Γερμανούς, οι οποίοι στο μεταξύ κατέβαιναν προς την Αθήνα. Φτάσαμε κάποια στιγμή μετά από πολλές κακουχίες στην Αθήνα πάλι με τα πόδια. Όταν έφτασα πια, ήταν η ίδια στιγμή που έμπαιναν και οι Γερμανοί. Ήταν νομίζω τέλη Μαΐου. Από εκεί βγήκε διαταγή των Γερμανών που έλεγε ότι όσοι δεν είναι κάτοικοι Αθηνών πρέπει να γυρίσουν στις πατρίδες τους. Προς τούτο διέθεσαν κάποια μέσα και μας βάλανε σε ένα τρένο μέχρι τη Χαλκίδα και από εκεί, με ένα καΐκι ελληνικό, φτάσαμε στην Καλαμαριά ένα βράδυ. Εδώ τελειώνει ο πόλεμος για μένα και ξεκινάει πλέον η Κατοχή, με την πείνα, με τους θανάτους στο δρόμο, με τις κακουχίες!

    Η μοίρα της Ελλάδας είναι πολύ περίεργη. Επειδή δεν προσπαθήσαμε ως έθνος. Παρά το ότι μεγαλουργήσαμε πολλές φορές, καταντήσαμε να είμαστε μία μικρή χώρα, η οποία από την απελευθέρωση και μετά ζει με δανεικά…

    Τα πόδια σας πώς έγιναν καλά;
    Ευτυχώς που η κατάσταση ήταν έτσι. Ήταν δηλαδή σε διάλυση τα νοσοκομεία και γλίτωσα τον ακρωτηριασμό. Από το νοσοκομείο του Μεσολογγίου τα τύλιξα με κάτι γάζες, βρήκα και κάτι λαστιχένια τσαρούχια σε μεγάλο μέγεθος. Αδύνατον να βάλω αρβύλες. Με ένα ραβδί και με λίγο φορτίο περπατούσα. Με το περπάτημα φαίνεται πως έσωσα τα πόδια μου. Κυκλοφόρησε το αίμα. Είχαν σχεδόν αρχίσει να σαπίζουν, σε πολλές περιπτώσεις έκοψα και κομμάτια, αλλά έθρεψαν. Στην Αθήνα είχα και μία θεία που ήξερε από γιατροσόφια και τα επιμελήθηκε. Τώρα είναι μία χαρά δεν έχω τίποτα.

    Ο φόβος του θανάτου υπήρξε σε αυτήν τη διαδρομή;
    Κακά τα ψέματα. Δεν μπορεί να μην φοβάσαι. Φοβάσαι για τη ζωή σου. Αλλά εάν δεν φιλοσοφήσεις είσαι χαμένος. Θυμάμαι είχα υπό τις διαταγές μου έναν λοχία, ο οποίος ήταν παθολογικά δειλός. Όταν μας βομβάρδιζαν οι Ιταλοί, αυτός σκεπαζόταν με τη χλαίνη του. Του έλεγα «Βρε βλάκα, αν πέσει μια βόμβα εδώ, δεν πρόκειται να σε γλιτώσει η χλαίνη». Μου έλεγε πως είναι κάτι το αυθόρμητο. Πρέπει στον πόλεμο να το πάρεις απόφαση. Ή θα επιζήσεις ή θα πεθάνεις. Εάν δεν φιλοσοφήσεις είσαι χαμένος. Υπήρξαν πολλοί που έχαναν το ηθικό τους και κοντά σε αυτό έχαναν και τα λογικά τους. Τους έπαιρναν και τους πήγαιναν πίσω. Εν πάση περιπτώσει, ήταν ένας άνισος πόλεμος. Μπορώ να πω ότι και οι Ιταλοί, τουλάχιστον αυτοί που είχαμε εμείς απέναντι μας, δεν φαινόταν να πολυσκοτίζονται για τον πόλεμο. Δεν τους έβλεπα πολύ θερμούς. Να φανταστείς πως τους ακούγαμε που τραγουδούσαν και έπαιζαν κιθάρα. Αλλά δεν σταματούσαν να μας ρίχνουν και τους όλμους. Πρέπει να είσαι και λίγο τυχερός. Διότι πολλά παιδιά σκοτώθηκαν στο μέτωπο. Άλλα παιδιά τερμάτισαν τον πόλεμο και τους βρήκανε σκοτωμένους στους δρόμους από ληστές, οι οποίοι τους έκλεβαν τα ρούχα και τα όπλα τους. Η μοίρα της Ελλάδας είναι πολύ περίεργη. Και τώρα ακόμα εξακολουθεί να ταλανίζεται. Επειδή δεν είχαμε μυαλό ως έθνος. Δεν προσπαθήσαμε ως έθνος. Παρά το ότι μεγαλουργήσαμε πολλές φορές, καταντήσαμε να είμαστε μία μικρή χώρα, η οποία από την απελευθέρωση και μετά ζει με δανεικά…

     

    Διαβάστε ακόμα: Ο Πέτρος Κασιμάτης στην Πεσαβάρ, την πόλη των πολέμαρχων.

    1 2 3

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top