«Το Έβερεστ για μένα είναι μόνο η αρχή όλων όσων θέλω να κάνω στη ζωή μου» μας είχε πει τον περασμένο Δεκέμβριο η Κική.

    «Το Έβερεστ για μένα είναι μόνο η αρχή όλων όσων θέλω να κάνω στη ζωή μου. Το Έβερεστ θα μου δώσει απλά μια ώθηση για να ξεκινήσω. Όταν ανέβεις στην κορυφή του κόσμου μπορείς να δεις ξεκάθαρα όλο τον υπόλοιπο κόσμο». Αυτό είχε πει τον περασμένο Δεκέμβριο στον Άκη Τεμπερίδη, όταν προετοιμαζόταν με σκοπό να φτάσει στην υψηλότερη κορυφή του Έβερεστ. Στην κορυφή του κόσμου.

    Τον Μάιο η προσπάθειά της είχε φτάσει στο τέλος και μια ανάσα πριν την επίτευξή της. Η Κική Τσακαλδήμη άγγιξε τα 8.250 μέτρα, 600 μέτρα από την κορυφή των κορυφών, προτού οι καιρικές συνθήκες τη σταματήσουν. Αλλά δεν απογοητεύτηκε. Άλλωστε όπως μας είχε πει τότε «μόλις έκανα τα πρώτα μου βήματα, άρα αυτό είναι μόνο η αρχή και θα δούμε πια είναι τα επόμενα».

    Και τώρα, αφού πέρασαν δύο μήνες, ξεκουράστηκε και βλέπει τα πράγματα πιο καθαρά, περιγράφει στο blog της μέσα από 4 στάδια, βήμα-βήμα αυτή την περιπέτειά της.

    «Μετά από τρεις μέρες παραμονής στο Κατμαντού πετάξαμε για την Λούκλα, ώστε να ξεκινήσουμε την πεζοπορία».

    Στάδιο 1: Ελλάδα – Νεπάλ – EBC

    31η Μαρτίου 2017

    Καθώς η πτήση μου αναχωρεί από την Αθήνα, με κατεύθυνση το Κατμαντού, θυμήθηκα τα λόγια του εκπαιδευτή και οδηγού μου στο Έβερεστ, του Σάτια: αυτή θα είναι η πιο δύσκολη σωματική και πνευματική πρόκληση που έχεις κάνει ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή σου. Τίποτα και κανενός είδους εκπαίδευση δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για την πραγματική ανάβαση στη ζώνη θανάτου(7500μέτρα και πάνω).Κατά τη διάρκεια της μακράς πτήσης η ανυπομονησία μου ήταν τόσο μεγάλη που μετά βίας καθόμουν στην θέση μου, δεμένη με τη ζώνη ασφαλείας.

    Είχα πια αφήσει πίσω μου τα προβλήματα και τις σκοτούρες της προετοιμασίας και τώρα ανυπομονούσα να ζήσω την εμπειρία ανάβασης στο Έβερεστ . Εκατομμύρια σκέψεις περνούσαν μέσα από το κεφάλι μου. Όμως από τη στιγμή που προσγειώθηκα στο Κατμαντού και συναντήθηκα με το Σάτυα και τους Σέρπα, οι οποίοι με καλωσόρισαν με ένα τεράστιο χαμόγελο και μια ολάνθιστη γιρλάντα και ένα παραδοσιακό ολομέταξο Θιβετιανό μαντήλι, όλες οι σκέψεις μου διαλύθηκαν αυτομάτως και τους χαμογέλασα πίσω σαν να μην έχω καμία έγνοια.

    «Την επόμενη μέρα φτάσαμε στο Khumjung, ξεπερνώντας τα 4000 μέτρα και εκεί για πρώτη φορά είδαμε μπροστά μας την μοναδική θέα του Έβερεστ».

    Μετά από τρεις μέρες παραμονής στο Κατμαντού για διεκπεραίωση διοικητικών εγγράφων και τελικού ελέγχου του εξοπλισμού μας, πετάξαμε στη Λούκλα, η οποία θεωρείται πως έχει ένα από τα πιο επικίνδυνα αεροδρόμια στον κόσμο. Η πτήση ήταν συναρπαστική αλλά την ίδια ώρα και τρομακτική, αφού ξαφνικά ένιωθες να πέφτεις στο κενό. Όλα όμως τα ξεχνούσες όταν στον ορίζοντα ξεπρόβαλαν μπροστά σου οι τεράστιοι όγκοι των Ιμαλάϊων.

    Στο αεροδρόμιο της Λούκλα επικρατούσε χάος, όμως η έμπειρη ομάδα μου με καθοδήγησε με ακρίβεια και αποτελεσματικότητα έξω από την αναταραχή. Πήραμε το πρωινό μας σε ένα ξενώνα, τα λεγόμενα Tea Houses και αμέσως μετά ξεκινήσαμε την πεζοπορία. Σε τρεις ώρες είχαμε φτάσει στην πρώτη μας στάση, το Phakding. Μείναμε σε ένα υπέροχο κατάλυμα στις όχθες του ποταμού Dudh Khosi. Την επόμενη μέρα περάσαμε μια υπέροχη κρεμαστή γέφυρα και φτάσαμε στο Νάμτσε Μπαζάρ (Namche Bazaar), το πιο διάσημο χωριό της κοιλάδας. Τώρα πια βρισκόμασταν περίπου στα 3500μ. Την επόμενη μέρα φτάσαμε στο Khumjung, ξεπερνώντας τα 4000 μέτρα και εκεί για πρώτη φορά είδαμε μπροστά μας την μοναδική θέα του Έβερεστ. Ξεπρόβαλε εκεί, ψηλά, μέσα από το ηλιόλουστο γαλάζιο του ουρανού και φαινόταν απόρθητο, ανέπαφο και μοναδικά επιβλητικό, γεγονός που επιβεβαίωσε και ο Σάτυα ότι έτσι νοιώθουν για αυτό, ακόμη και αυτοί που βρίσκονται εκεί όταν πατούν στην κορυφή του. Και αυτό το ήξερε πολύ καλά αυτός, μιας και είχε βρεθεί πολλές φορές εκεί στην αγκαλιά του, στη στέγη του κόσμου.

    Μετά από δύο νύχτες στο Νάμτσε, κατευθυνθήκαμε προς το Γκόκιο (Gokyo). Ουσιαστικά κάναμε μία παράκαμψη από τη συνηθισμένη διαδρομή που ακολουθει ο περισότερος κόσμος προς την κατασκήνωση βάσης του Έβερεστ (EBC), μιας και η διαδρομή αυτή θα μας βοηθούσε στον καλύτερο εγκλιματισμό μας αλλά θα μας πρόσφερε μία πιο εντυπωσιακή θέα.

    Η λίμνη Γκόκιο ήταν μαγευτική. Το γαλαζοπράσινο νερό της, παγωμένο κατά τόπους, έλιωνε σιωπηλά κατά μήκος της κυκλικής ακτής της ενώ οι πολύχρωμοι ξενώνες αντικατοπτρίζονταν στην κρυστάλλινη επιφάνεια της σαν κρεμαστές κούκλες, και έκαναν το σκηνικό βγαλμένο σαν από παραμύθι. Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι η φύση θα μπορούσε να είναι τόσο όμορφη! Μετά από δύο νύχτες στο Gokyo, όπου ενδιάμεσα αναρριχηθήκαμε και στο Γκόκιο Ρι (Gokyo Ri) για εγκλιματισμό, κατευθυνθήκαμε προς το Τσό Λα Πας (Cho La Pass). Το πέρασμα αποδείχτηκε πρόκληση λόγω των συνεχόμενων σκαμπανεβασμάτων, ενώ τα τελευταία 200μ ήταν αναρρίχηση σε καθαρά πέτρινη διαδρομή ως την κορυφή. Από την άλλη πλευρά της κορυφής, ένας τεράστιος παγετώνας άλλαζε εντελώς το τοπίο. Ήταν μια κουραστική μέρα και μετά από 7 ώρες φτάσαμε στο χωριό Ζόνγκλα(Zongla). Την επόμενη μέρα περάσαμε το Λομπούτσε (Lobuche) για να συναντήσουμε και να πάρουμε ξανά το κανονικό μονοπάτι για την κατασκήνωση βάσης του Έβερεστ.

    Είχαμε περάσει τα 5000μ και το κρύο έφτανε πια βαθιά στα κόκαλά μου, κάτι που με ανάγκασε να προσθέσω επιπλέον πανωφόρια. Το κρύο προερχόταν από τον άνεμο που περνούσε μέσα από τον παγετώνα Κούμπου (Khumbu Glacier), κατευθείαν από την πλευρά του Έβερεστ, γεγονός που τον κάνει τόσο παγωμένο και οξύ: με ενημέρωσε ο Σάτυα. Εκείνη τη νύχτα δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Έφταιγε το μεγάλο υψόμετρο και το γεγονός ότι ακόμη δεν είχα εγκλιματιστεί ολοκληρωτικά. Την επόμενη μέρα κατευθυνθήκαμε προς την κατασκήνωση βάσης του Έβερεστ.

    «Είχαμε περάσει τα 5000μ και το κρύο έφτανε πια βαθιά στα κόκαλά μου, κάτι που με ανάγκασε να προσθέσω επιπλέον πανωφόρια».

    Το μονοπάτι από το Λομπούτσε (Lobuche) προς την κατασκήνωση βάσης είναι βατό και κερδίζεις υψόμετρο ομαλά. Δεν πέρασε πολύ ώρα από την έναρξη της πεζοπορίας μας και μπροστά μας ξεπρόβαλε η κορυφή του Πουμόρι (Pumori), μια τεχνικά απαιτητική κορυφή που απέκτησε μεγάλη φήμη το 2015, όταν ο σεισμός προκάλεσε την αποκοπή μιας τεράστιας χιονοστιβάδας με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δεκάδες ορειβάτες που βρισκόταν εκείνη την στιγμή στην κατασκήνωση βάσης του Έβερεστ. Σε όλη την διάρκεια της πεζοπορίας μας συναντήσαμε αμέτρητα γιακ (yaks ), άλογα και εκατοντάδες άλλους πεζοπόρους που τους προσπερνούσαμε, έχοντας μια καλή και σταθερή ταχύτητα, η οποία μας πήγε στο χωριό Γκόρακ Σεπ( Gorak Shep) όπου σταματήσαμε για ένα ζεστό τσάι.

    Λίγο αργότερα συνεχίσαμε την πεζοπορία μας. Μπροστά μας βρήκαμε μια πινακίδα με ένα βέλος που έδειχνε το δρόμο προς την κατασκήνωση βάσης του Έβερεστ. Είναι το σήμα κατατεθέν και έτσι άδραξα την ευκαιρία για την καθιερωμένη φωτογραφία! Σε περίπου δύο ώρες από εκεί φτάσαμε στην τελική κορυφογραμμή που ουσιαστικά αποτελούνταν από μάζα βράχων και ιζημάτων που μεταφέρθηκαν και εναποτέθηκαν εκεί από τον παγετώνα ( Moraines).Απο κει και πέρα μπορούσαμε να διακρίνουμε μπροστά μας τις κίτρινες σκηνές της κατασκήνωσης βάσης που ήταν στημένες πάνω στον παγετώνα , αλλά και τον ίδιο τον παγετώνα στο σύνολό του, τον διαβόητο Khumbu Icefall.

    «Μετά από μια δεκαήμερη και κουραστική πεζοπορία φτάσαμε στις σκηνές μας».

    Οι λευκοί σχηματισμοί του πάγου, χαραγμένοι από τον άνεμο και τη διάβρωση, δέσποζαν παρέα με τις με εκατοντάδες σκηνές διαφόρων χρωμάτων και μεγέθους που είχαν τοποθετηθεί ανάμεσα στους παγωμένους όγκους. Ήταν ένας πραγματικός λαβύρινθος. Αν και είχα διαβάσει και είχα δει σχετικές εικόνες από την κατασκήνωση βάσης, στη θέα των τόσων πολλών σκηνών μπροστά μου, έπαθα ένα μικρό σοκ. Φαινόταν σαν ένας προσωρινός οικισμός ενός ολόκληρου Δήμου. Καθώς περπατούσαμε βαθύτερα στην κατασκήνωση βάσης, τα σημάδια της ανθρώπινης παρουσίας γινόταν όλο και πιο εμφανή από τα συντρίμμια των υλικών που υπήρχαν διασκορπισμένα. Οι μικρές, πολύχρωμες σημαίες ,με τις Θιβετιανές προσευχές ανέμιζαν στην πρωινή αύρα ενώ το άρωμα από τα καιόμενα στικ με τα τοπικά αιθέρια έλαια μου διαπερνούσε το μυαλό. Ξαφνικά είχα μεταφερθεί σε άλλη εποχή, σε κάποιο άλλο, ξένο πλανήτη. Ένοιωθα σαν ένα μικρό παιδί με μυαλό γεμάτο με εκατομμύρια ερωτήσεις και παρατηρούσα τα πάντα γύρω μου ενώ ο Σάτυα και οι Σέρπα χαιρετούσαν τους φίλους που συναντούσαν στη διαδρομή προς την δική μας κατασκήνωση.

    Επιτέλους, μετά από μια δεκαήμερη και κουραστική πεζοπορία φτάσαμε στις σκηνές μας, στην κατασκήνωση Βάσης. Η δική μας κατασκήνωση αποτελούνταν από μια μεγάλη σκηνή, η οποία ήταν η τραπεζαρία μας , μια δεύτερη μεγάλη σκηνή, όπου εκεί είχε στηθεί μια πρόχειρη κουζίνα και τέλος οι σκηνές του προσωπικού και των μελών, δηλαδή η δική μου και του οδηγού μου. Λίγο πιο πέρα υπήρχε μια σκηνή ,μικρή και στενή, η οποία ήταν ουσιαστικά η τουαλέτα μας. Όλα αυτά είχαν τοποθετηθεί πάνω σε τεράστια κομμάτια πάγου, αφού ουσιαστικά βρισκόμασταν πάνω σε έναν τεράστιο παγετώνα. Από μέρα σε μέρα το σκηνικό άλλαζε και πολλές φορές χρειάστηκε να στήσουμε την σκηνή μας σε άλλο μέρος μιας και ξαφνικά τμήμα της βρισκόταν στο απόλυτο κενό! Αυτό θα ήταν το σπίτι μου για τον επόμενο ενάμιση μήνα στα 5400μ. Ανυπομονούσα να ξεκινήσει η δράση!

     

    Διαβάστε ακόμα: Η Ελληνίδα που «κατέκτησε» τις 16 υψηλότερες κορυφές των Πυρηναίων

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top